Τι είναι αυτό που απομένει μετά από μια δυνατή καταιγίδα και έναν ισχυρό άνεμο; Όταν κανείς αισθάνεται ότι κλονίζεται συθέμελα η ύπαρξή του και τα απύθμενα όρια του είναι στροβιλίζονται σε θραύσματα της συνείδησης. Οι προσωπικές στιγμές προβαίνουν σε μια ασφυκτική αναμέτρηση με την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα στην απέλπιδα πάλη του να μην τεθούν εκτός ιστορίας. Κάπου εκεί ξεκινά σήμερα και το δικό μας ταξίδι, η ιδιοσυστασία του προσωπικού μας οδοιπορικού όπως ανακλάται στο αριστοτεχνικό δρολάπι του Ευάγγελου Αυδίκου.
Ο Αυδίκος με την ματιά του πνευματικού ανθρώπου και του λογοτέχνη που επενεργεί ως vates, που με συγγραφικές ενοράσεις και καταιγισμό διασταλτικών οπτικών εξυφαίνει τον σύγχρονο άνθρωπο, ορθά χαρτογραφεί και αξιοθετεί τους έξι ήρωές του, όπως αυτοί αναδεικνύονται μέσα από την δράση και το πεπρωμένο των τριών ζευγαριών. Τι είναι τελικά τα έξι αυτά άτομα; Τίποτε λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που είμαστε όλοι μας σήμερα, συνιστώντας τα άτομα της δυνατής βροχής και του ανέμου. Η κρίση, τα μνημόνια, η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής που πασχίζει να αποστεώσει την ψυχική ικμάδα επιφέρει ένα θρυμματισμό της συνείδησης. Ενεδρεύει ο κίνδυνος της ολικής αποκοπής από το παρελθόν, η αλήθεια βαλτώνει φυλακισμένη στα τέλματα της κατακερματισμένης μνήμης.
Το φυσικό τοπίο υπάρχει παντού όχι ως άχρονος και ως απρόσωπος μάρτυρας, αλλά σαν μια κινούμενη λάβα που λειτουργεί ως οδοδείκτης του πεπρωμένου των προσώπων. Τίποτα δεν είναι στατικό ούτε παραμένει αδρανές σε αυτό το βιβλίο. Ο Αυδίκος στο έκτο του κατά σειρά μυθιστόρημα συνιστά έναν μαγικό δεξιοτέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Μέχρι το τέλος υπάρχει το ενδεχόμενο της ανατροπής συνυφασμένης με μια ασθματική αγωνία για την τελική έκβαση. Βασικό ζήτημα του μυθιστορήματος είναι το πως αντιμετωπίζει κανείς την τραγική του μοίρα, την προσωπική του τραγωδία όπως εκείνη που αφήνει δίχως μνήμη-ταυτότητα την Αρσινόη και τον Μάχο, δύο από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Επέρχονται καταστροφές, όπως η απώλεια ιερού μνημείου, που επιφέρει την ασυνέχεια του ιστορικού χρόνου, που αναπότρεπτα οδηγεί στην πτώση και στην αποσύνθεση. Μέγιστο θέμα του μυθιστορήματος είναι το ποιοι πραγματικά είμαστε και ποια η πραγματική μας φύση, ποια η αληθινή μας ταυτότητα, συνιστούμε σημεία των καιρών; Ζούμε την αυταπάτη της αίσθησης βίωσης της αυθεντικής ζωής, ή ολισθαίνουμε στην ψευδαίσθησή της; Πόσο αποστασιοποιούμαστε από την δίνη της τραγικότητάς μας ή κατά πόσο γινόμαστε έρμαιά της; Ποιο το πραγματικό μας πρόσωπο;
Τι γίνεται όταν ξαφνικά επέλθει η απώλεια της αυτοπραγμάτωσης, όταν βρεθούμε άστεγοι ή καθηλωμένοι σε ένα αναπηρικό καροτσάκι; Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που οι άνθρωποι χάνουν τον έλεγχο της διαδρομής, η κούρσα τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, γίνεται ανεξέλεγκτη. Τότε η φύση εκδικείται, όπως στον Πόρφυρα του Σολωμού. Ένα κοράκι, μια κατσικούλα, τα ορμητικά νερά του Άραχθου, το δρολάπι τι τελικά συνιστούν; Τίποτε περισσότερο ούτε λιγότερο από μάρτυρες της παντοδυναμίας και της αιωνιότητας της φύσης, από αδιάσειστες μαρτυρίες ότι ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα όταν καταδικάζουμε στην αφάνεια το αυτεξούσιο. Το παρελθόν, η μνήμη, η ελληνικότητα, η οικουμενικότητα έρχονται στο προσκήνιο στην πλούσια κοινωνική τοιχογραφία αυτού του σπάνιου μυθιστορήματος κεντημένου με φυσικότητα και με εξαίσια αληθοφάνεια. Τα κενά μνήμης ισοδυναμούν με τις υπαρξιακές αβύσσους στις οποίες ενδεχομένως μπορεί να παρασυρθεί καθένας από μας.
Η ηρεμία και συνάμα η αναταραχή της φύσης στο βιβλίο σηματοδοτούν τις δύο όψεις κάθε ατόμου, του νικημένου και του νικητή. Καθένας που μπορεί να βγει αλώβητος από μια καταιγίδα, που δεν τον ισοπέδωσε ο άνεμος στέκει στο τέλος νικητής, γίνεται ο πιο δυνατός μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς και υπαρξιακούς κλυδωνισμούς μιας εσωτερικής αναδόμησης που συμβολίζουν την ελπιδοφόρα έλευση της κοινωνικής ανασύστασης. Μετά από ένα δρολάπι ο κόσμος δεν είναι πια ίδιος, ούτε εμείς, τον βλέπουμε με άλλη ματιά και διαφορετική ψυχοσύνθεση, οικειοποιούμαστε τα πιο έως τώρα ανοίκεια στοιχεία της φύσης, ενώ παράλληλα εξοπλίζουμε τον οντολογικό μας ιστό με περισσότερο ανθεκτικά αποθέματα και τοιχώματα.
Τα Τζουμέρκα και η γέφυρα της Πλάκας μάς δίνουν μια διαφορετική πνοή, μια άλλη δυναμική που μπορεί να οριοθετήσει όσο συνάμα και να συστεγάσει το παλιό με το καινούριο. Ο αχός της θρυμματισμένης ζωής δεν αποκλείει την ποιητική της ανασύνθεσης ως μια σταθερά γόνιμη δεξαμενή που διαρκώς τροφοδοτεί τον αναγνώστη του μυθιστορήματος με ατέρμονες εκφάνσεις των απηχήσεων της καταστροφής και του ενδεχομένου μιας δραστικής απόπειρας άρσης της. Θράκη, Θεσσαλονίκη, Πρέβεζα, Ήπειρος, Αθήνα, Αμερική, το τότε και το τώρα, όλες αυτές οι συνιστώσες αποτελούν κομμάτια ενός ολιστικά πολύπτυχου μωσαϊκού που συναρθρώνει μια άρτια δομικά και αισθητικά σύνθεση για να αποτεθεί πλήρως εφοδιασμένη στο διηνεκές του χρόνου ώστε να σφυγμομετρήσει την τρέχουσα ιστορική στιγμή και να συνενωθεί με συνάλληλες ανταποκρίσεις της σε ένα δυνητικά επερχόμενο αύριο.
Η παρεπόμενη μυθοποιητική πραγματικότητα εδράζεται στο ερέθισμα μιας ρεαλιστικής εμπειρίας, κάτι που σαγηνεύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Η προσεγμένη αφήγηση προσδίδει μια ατμοσφαιρική έλξη και ελκτική υποβολή σε συνδυασμό με την διείσδυση στις μύχιες σκέψεις και στο υπαρξιακό άδυτο των ηρώων. Η εποχή της πανδημίας, ενώ υπήρξε για μας μια αναντίλεκτη πραγματικότητα, απηχεί τον παραλογισμό της νόσου του Καμύ και τον αναπότρεπτο φόβο του τέλους και της οιμωγής. Ο έρωτας και ο θάνατος αποτελούν βασικές διαστάσεις του βιβλίου τις οποίες ο Αυδίκος τις αξιοποιεί περισσότερο νεωτεριστικά και μεταμοντέρνα, τούς δίνει μια τόσο φρέσκια οπτική στην οποία σύγκορμη εντάσσεται η δυνατότητα της υπέρβασης και του επέκεινα.
Προσωπικά, με θέλγει ιδιαίτερα σε αυτό το βιβλίο η αίσθηση της μόνιμης περιπέτειας και της περιπλάνησης στο χώρο, στον χρόνο, στα υπαρξιακά έγκατα. Το αδιερεύνητο επιτάσσει την απόπειρα συνεκφοράς ανοίκειων διχοστασιών, διαμόρφωσης μιας ευρυγώνιας ματιάς για την λογοτεχνία μέσα από την ίδια την λογοτεχνία ως ένα αχανές εργαστήρι που συνεχώς μορφοποιεί δεδομένα, συνθήκες, αστικές συμβάσεις, νόρμες, στερεότυπα ώστε μέσα από την αιμοσταγή διαδικασία της τήξης να γίνουν όλες αυτές οι κατά καιρούς αγκυλώσεις περισσότερο λεπτόρρευστες και ανεπαίσθητες, να πολτοποιηθεί καθετί που μάς πονά αλλά ταυτόχρονα να αναβιωθούν όσα μας ανάγουν στον αληθινό εαυτό μας πριν την υποταγή μας στη μέγγενη του εκφυλισμού και της αλλοτρίωσης.
Ο Αυδίκος φωταγωγεί σκοτεινά συμβάντα που μπορεί να συνέβησαν χτες, πριν μια βδομάδα ή πριν από μερικά χρόνια σε ένα ζευγάρι της διπλανής πόρτας, σε ένα γείτονα που έκανε γκελ με την σκοτοδίνη της μοίρας του και έχασε τα πάντα για να μετεωρηθεί στην συμπαντικότητα του εσωτερικού του παντός ώστε να βγει ένας άλλος, ο εαυτός ως άλλος. Η συσσώρευση των τραυμάτων εδώ αντιπαρατίθεται στην χιονοστιβάδα των ονείρων και των επιθυμιών που αναπλάθουν την πραγματικότητα όπως αυτή μεταρσιώνεται διαρκώς έχοντας δραπετεύσει από τα ναρκοπέδια των λαθών, των ενοχών, των παρανοήσεων και των παρερμηνειών. Ανησυχίες, φόβοι, προσδοκίες, αντιφάσεις.
Ο συντροφικός κόσμος της γειτονιάς, της χειρωνακτικής εργασίας συνυπάρχει με εκείνον του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, της αγοράς και του χρήματος. Ο υλισμός απεικονίζεται σε ισχυρή μετωπική σύγκρουση με την πνευματικότητα, άυλη παρακαταθήκη του προγονικού παρελθόντος. Ζητήματα οικολογικά, ενεργειακά, ακτιβισμού, αστικοποίηση, εγκατάλειψη της περιφέρειας, προβλήματα του Αμαζόνιου, ιρλανδική κουλτούρα, σύζευξη αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και τέχνης, η ανυπόφερτη και η άκαμπτη βιομηχανοποίηση, όλα αυτά αποτελούν ψηφίδες που συνέχουν το σύμπαν του Αυδίκου στο Δρολάπι.
Όσο διάβαζα το βιβλίο και ανακάλυπτα τα κομμάτια του παζλ, τόσο έντονη μέσα μου ήταν η αντίσταση και η αντίδραση του να μην με παρασύρει η ορμή του νερού, ο πανίσχυρος άνεμος και η ξέφρενη καταιγίδα. Από την άλλη, με γοήτευσε έντονα η ιδέα της έσω απορρύθμισης σε πλήρη εναρμόνιση με την κοινωνική θύελλα όταν αυτή θα μπορούσε να με βγάλει σε άλλα μονοπάτια, περισσότερο φωτεινά και ελπιδοφόρα. Σκέφτηκα ότι η ζωή μας δεν μπορεί να γίνει ένα χρηματιστήριο όπου τα πάντα πουλιούνται και αγοράζονται. Ο Αυδίκος περιβάλλει το βιβλίο του με μια ιδιαίτερη ιερότητα που καταργεί τα δόγματα και τους διαχωρισμούς. Μέγιστο προνόμιο αυτού του μυθιστορήματος είναι ότι χτίζει γέφυρες δεν καταστρέφει έστω και αν έχουμε χάσει τα πάντα, έστω και αν δεν θυμόμαστε ποιοι είμαστε ή δεν ξέρουμε που πάμε.
Η λογοτεχνία του Αυδίκου σηματοδοτεί τη δημιουργία ενός μαγνητικού πεδίου βαθιάς κοινωνικής ευαισθησίας και ενσυναίσθησης, ο συγγραφέας μοναδικός παλμογράφος του εκάστοτε τώρα το αποτυπώνει στο έγινε εξιλεώνοντας το γεγονός αποθέτοντάς το στο θησαυροφυλάκιο της αέναης ιστορικής συστοιχίας και των γόνιμων διακειμενικών ανταποκρίσεων.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός.