Η τρίτη ποιητική συλλογή του Μιχάλη Παπαδάκη σηματοδοτεί ένα άνοιγμα στα έγκατα της ύπαρξης, μια έσω χαρτογράφηση και περιδιάβαση. Το ποιητικό υποκείμενο ρίχνει επιδέξια άγκυρες στο δικό του εγώ, αρχικά για να ασφαλτοστρώσει μια σταθερή περιοχή δημιουργικής έμπνευσης. Ο Παπαδάκης έχει απίστευτη μαεστρία στο να φωταγωγεί το σκοτάδι εντός και εκτός στοχεύοντας σε μια επιδέξια ρύθμιση της κοινωνικής πραγματικότητας στην προοπτική του εξωραϊσμού της. Το πρώτο θετικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης συλλογής είναι η γόνιμη ανταπόκριση που δημιουργεί με την αποστολή της ως δημιούργημα υψηλής ποιητικής. Αυτοπροσδιορίζει την ίδια την ποίηση μέσα από τις πολλαπλές εκφάνσεις και λειτουργίες της. Η στόχευση αυτής της συλλογής κάλλιστα είναι κοινωνική, υπαρξιακή, ιστορική, βιβλική, ουμανιστική, ιερατική. Ο ανοιχτός ορίζοντας και η απλοχεριά των συναισθημάτων που διοχετεύει στον εκάστοτε δέκτη βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με την αυστηρή πειθαρχία των στίχων, την λιτότητα στην έκφραση, τον απύθμενο λυρισμό. Το ποιητικό υποκείμενο κυριολεκτικά σαγηνεύει τους αναγνώστες με την απλόχερη ειλικρίνειά του δημιουργώντας εύστοχα μια σχέση μόνιμης διαμεσολάβησης.
Πειραματίζεται σε πολλά ποιητικά είδη και φόρμες, αλλά, πρώτιστα, τηρεί το μέτρο σε μορφή και έκφραση με τον μινιμαλιστικό χαρακτήρα των στίχων του. Εξαπολύει ανοιχτές εδάφους στο χτες, στο τώρα, στο αύριο. Αφουγκράζεται τους ήχους της σιωπής όσο και της καρδιάς. Οι ποιητικοί του οδοδείκτες επενεργούν ευεργετικά στο χώρο και στον χρόνο για να επουλώσουν τα τραύματα και τα άχθη της ιστορίας. Η μνήμη ανατροφοδοτείται από μια οξυδερκή φαντασία ως μια γόνιμη επικείμενη προέκταση των μη αναστρέψιμων γεγονότων σε μια ανάλογη ή μη ροπή τους. Μεγάλο ατού της συλλογής είναι η φρεσκάδα που αποπνέει. Η ζωηρότητα των εικόνων, των χρωμάτων, των εποχών δημιουργεί ένα ατέρμονο κύκλο ενθύμησης σαν να ζεις την κάθε στιγμή στην αίσθηση της πρωτόφαντης βίωσής της. Γίνεσαι ένα με την άνοιξη και με την παλέτα των ζωηρών χρωμάτων που αναδύει, εισχωρείς σε χριστουγεννιάτικα φόντα για να χαρείς την μεστότητα των μέγιστων στιγμών τους, δραπετεύεις από τις ασφυκτικές συμπληγάδες της καθημερινότητας για να χαρείς εκ νέου την μητρική ζεστασιά. Ανακαλείς την οιμωγή της συλλογικής θυσίας για ένα αρτιότερο ιστορικό γίγνεσθαι ως αντίβαρο στον παθογενή εγωτισμό ενός στείρου ατομικισμού. Σε κάθε περίπτωση, η αναμέτρηση με τον εαυτό σου είναι αφάνταστα δύσκολη υπόθεση στην βάση του ότι συνεπάγεται την προϋπόθεση πολλών προσωπικών δοκιμασιών σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Αρχικά, ο ποιητής είναι και άνθρωπος, μια συγκροτημένη προσωπικότητα με ένα σύγκορμο πλαίσιο αξιών, ιδανικών, στοχεύσεων, ηθικών κωδίκων. Ο εαυτός δεν είναι ένα αποσπασματικό κομμάτι της ύπαρξης. Αποτελεί την παρακαταθήκη αιώνων, συλλογικών διεκδικήσεων, ιστορικών αντανακλάσεων, κοινωνικών κατακτήσεων.
Είναι η πνευματική ιαχή των αόρατων νεκρών ποιητών, της κλασικής ποιητικής παράδοσης, που χοροστατούν ως διαχρονικοί κριτές στο πλάι του ποιητή μας για να ελέγξουν και να εξακριβώσουν την αλήθεια της ποιητικής του κατάθεσης. Όσο ειλικρινής είναι ο ποιητής με τον εαυτό του, όσο αντέχει να βυθίζεται στην υπαρξιακή του ενδοχώρα υπομένοντας τον πόνο των καλά απωθημένων μυστικών στο οπλοστάσιο του ασύνειδου, τόσο είναι σε θέση να περιηγείται με ευκολία στα θραύσματα της παιδικότητας, της εφηβείας, της ωριμότητάς του. Με τον τρόπο αυτό, διατηρεί το μέγιστο προνόμιο να δραπετεύει από το βίωμα της μη αυθεντικής ζωής, κατοχυρώνοντας το υπαρκτό ως όντως και επάξια υπαρκτό. Δραπετεύει από την ναρκοθετημένη πτυχή της ζωής, σπάει τις παρωπίδες, εισχωρεί στο μυστηριώδες πέπλο των δημιουργών που μυσταγωγικά ζουν πολλές ζωές μέσα από την πνοή του ποιητή που αφουγκράζεται τους ψιθύρους του τρόμου που λέγεται αλήθεια ώστε να συμφιλιωθεί μαζί της και με την πραγματική του εικόνα. Οι αυταπάτες είναι οι μικρές, στρεβλωτικές, δωροδοκίες εκείνων των δημιουργών που ατενίζουν μια παραμορφωτική όψη του ειδώλου τους στον καθρέφτη, διστάζουν, ωστόσο, να ενατενίσουν την αληθινή τους όψη γιατί ενδεχομένως σε αυτή την περίπτωση δεν θα έχει απομείνει τίποτα, ούτε καν η ίδια η ποίησή τους, πλήρως αποσυνδεδεμένη από το πραγματικό πεδίο αναφοράς της.
Ο Παπαδάκης διατηρεί την ολιστική και οικουμενική του ματιά, παρά την αβυσσαλέα και ερεβώδη κατακρήμνισή του στον πυρήνα της ποιητικής του αλήθειας και μαρτυρίας. Οι αναπαραστάσεις του διέπονται από την διττότητα της ώσμωσης του εγώ μέσα από τον καθαγιασμό του εμείς. Απέχει από την απολυτότητα των άκαμπτων διδακτικών τόνων, δίνει μόνο παραινέσεις ώστε να αφυπνίσει από τον κοινωνικό λήθαργο τους πολίτες, να τούς υποδείξει την αναντίλεκτη ιστορική αλήθεια στην οποία εδράζεται η ποιητική του μυθολογία, να καταδείξει το μεταίχμιο μεταξύ εφιάλτη και ονειρικής περιοχής.
Η αποθησαυρισμένη γνώση του δεν αμπαρώνεται σε κελί, γίνεται ένας χείμαρρος, ανεμοστρόβιλος, καταπέλτης που συμπαρασύρει στην δίνη τους κάθε άνθρωπο ώστε να μπορέσει και εκείνος να σφυγμομετρήσει την δική του αλήθεια, να ιχνηλατήσει την δική του ιστορία, να δει μέσα από την ποίηση ποιος πραγματικά είναι, να βλέπει την μαγεία του έρωτα, το ιδανικό της αγάπης, την ευλογία της συντροφικότητας, την καταξίωση της κατοχύρωσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων: η διατράνωση των σμιλευμένων ηθικών αρχών που μπολιάζουν την συγκεκριμένη συλλογή με το υπέρτατο στοιχείο του ηθικού στωικισμού, συνιστά παντοτινή φλέβα και αλάνθαστο τεκμήριο μιας γνήσιας ποιητικής μαρτυρίας, κατάθεσης, ιδιοσυστασίας και παρακαταθήκης.