Ο χρόνος αποκτά μια ιδιαίτερα υπόσταση στην ποιητική της Νικολέττας Αλεξάνδρου, καθίσταται συνοδοιπόρος της, εκφράζοντας το ειπωμένο και συνάμα το ανείπωτο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γίνεται η απαντοχή και το οδόσημό της σε ένα ατέρμονο ταξίδι ψυχικής καταβαράθρωσης όπου αναδύονται γλυκόπικρες μνήμες μέσα από την διαδικασία της ατέρμονης εσωτερικής κατάδυσης. Η ποίηση για το ποιητικό εγώ καθίσταται μοναχική, μα όχι εξατομικευμένη υπόθεση. Διαρκεί όσο μια πνοή, μα είναι τόσο σημαντική όσο η ζωή που ενέχεται στον κάθε ανασασμό ψυχής.
Ο χρόνος γίνεται αμείλικτος γιατί είναι αληθινός, πιστοποιεί εκείνα που μάταια χάθηκαν και που ποτέ δεν θα ξαναέρθουν για να αποκτήσουν εκ νέου υπόσταση. Η κάθε εμπειρία ζωής αντικειμενοποιείται σε στρωματογραφία απόσταξης της φθοράς, σε ανάκλαση αμείλικτης ειλικρίνειας, σε οδοστρωτήρα εκδήλωσης των αισθημάτων. Χάνεται μονάχα ό,τι δεν έγινε κατά τον τρόπο που έπρεπε να είχε συμβεί. Το ποιητικό εργαστήρι τότε παρεμβαίνει δραστικά σαν διορθωτικό να ρίξει λευκό στο αμαυρωμένο βίωμα. Το ζήτημα για την ποιήτρια είναι ο σωστός σταματημός του χρόνου. Σε αυτή τη βάση, το ποιητικό εγώ καθίσταται ρυθμιστής ταχύτητας και η ποίηση οχηματαγωγό. Ο μεγεθυντικός της φακός εστιάζει ενίοτε στις πιο απόκρυφες και πνιγηρές κοινωνικές πτυχές.
Εισχωρεί στο άδυτο και στο απαγορευμένο της κοσμικής τοιχογραφίας. Δημιουργεί αντίλαλους ώστε να εισακουστεί έστω και ένας εξασθενημένος απόηχος πριν από την τελική σιωπή. Το τέλος είναι δύσκολο μα εναποθέτει στην αιωνιότητα μια ελπίδα αναγεννημένης ζωής. Είναι στιγμές που οι ώρες γίνονται βαρύγδουπο φορτίο, είναι ανυπόφερτες, η δύση πονάει ψυχικά όσο και η ανατολή, το ξεκίνημα ασθμαίνει όσο το τέρμα, αλλά η γη γυρίζει, ο χρόνος συνεχίζει να μάς προσπερνά αδυσώπητα και η ποιήτρια πασχίζει να ευθυγραμμιστεί με το προσωπικό της εσωτερικό χρονόμετρο στο αναπότρεπτο του ολικού αφανισμού με την προοπτική μιας έσω αναδόμησης. Ιδιαίτερη ποιητική συλλογή.