Ο Άρτσερ δεν συνόδευσε τον γιο του στις Βερσαλλίες. Προτίμησε να περάσει το απομεσήμερο κάνοντας μοναχικούς περιπάτους στο Παρίσι. Είχε να αντιμετωπίσει μονομιάς όλη τη συσσωρευμένη θλίψη και τις πνιγμένες αναμνήσεις μιας άναρθρης ζωής.
Ύστερα από λίγο δεν λυπόταν πια για την αδιακρισία του γιου του. Τώρα που ήξερε πως κάποιος είχε μαντέψει και τον είχε λυπηθεί, ένιωθε λες κι ένα βαρύ σίδερο είχε σηκωθεί από την καρδιά του… Και το γεγονός ότι αυτός ο κάποιος ήταν η γυναίκα του τον συγκινούσε αφάνταστα. Ο Ντάλας, παρά την τρυφερή διακριτικότητά του, δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Σίγουρα για το αγόρι το επεισόδιο αυτό ήταν απλώς ένα σπαρακτικό περιστατικό μάταιης ανατροπής και πίκρας, σπαταλημένης δύναμης. Αλλά δεν ήταν πραγματικά τίποτα περισσότερο. Για πολλή ώρα ο Άρτσερ κάθισε σε ένα παγκάκι στο Σαν Ελιζέ και αναρωτιόταν, ενώ η ζωή έτρεχε γύρω του…
Μερικούς δρόμους πιο πέρα, μερικές ώρες αργότερα, η Έλεν Ολένσκα περίμενε. Δεν είχε ποτέ επιστρέψει στον άντρα της και, όταν εκείνος πέθανε πριν από μερικά χρόνια, η Έλεν δεν έκανε την παραμικρή αλλαγή στον τρόπο ζωής της. Τίποτα δεν την χώριζε τώρα από τον Άρτσερ… και αυτό το απόγευμα εκείνος θα πήγαινε να την δει.
Ο Άρτσερ σηκώθηκε και διέσχισε την Πλας ντε λα Κονκόρντ και τους κήπους Τουιλερί ως το Λούβρο. Η Έλεν του είχε πει κάποτε ότι πήγαινε συχνά εκεί και εκείνος ήθελε να περάσει τον ενδιάμεσο χρόνο σε έναν τόπο όπου ίσως εκείνη είχε πάει πρόσφατα. Για πάνω από μία ώρα περιπλανιόταν από αίθουσα σε αίθουσα μέσα στην εκτυφλωτική λάμψη του απομεσήμερου και ο ένας μετά τον άλλον οι πίνακες τον κυρίευαν με τη μισοξεχασμένη λαμπρότητά τους, πλημμυρίζοντας την ψυχή του με την ηχώ της ομορφιάς. Τελικά η ζωή του είχε περάσει μέσα στην πείνα…
Ξάφνου, μπροστά σε έναν φωτοβόλο Τισιάνο, έπιασε τον εαυτό του να λέει: «Μα είμαι μόλις πενήντα επτά χρονών…», κι αμέσως ύστερα στράφηκε αλλού. Ήταν πια πολύ αργά για τέτοια καλοκαιρινά όνειρα. Ασφαλώς όμως όχι για μια γαλήνια συγκομιδή φιλίας και συντροφικότητας στην ευλογημένη σιγαλιά της εγγύτητάς της.
Επέστρεψε στο ξενοδοχείο όπου θα συναντούσε τον Ντάλας. Και μαζί περπάτησαν πάλι στην Πλας ντε λα Κονκόρντ και πέρασαν τη γέφυρα που οδηγεί στο Υπουργείο.
Ο Ντάλας, που ήξερε τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του πατέρα του, μιλούσε γεμάτος ενθουσιασμό για τις Βερσαλλίες. Τις είχε δει μόνο βιαστικά σε ένα προηγούμενο ταξίδι διακοπών, στο οποίο είχε προσπαθήσει να συσσωρεύσει όλα τα αξιοθέατα που είχε στερηθεί στο οικογενειακό ταξίδι στην Ελβετία. Θυελλώδης ενθουσιασμός και αλαζονική κριτική διαδέχονταν το ένα το άλλο στα χείλη του.
Όσο τον άκουγε ο Άρτσερ, η αίσθηση της δικής του ανεπάρκειας και αδυναμίας να εκφραστεί μεγάλωνε. Ήξερε ότι το παιδί δεν ήταν αναίσθητο. Αλλά είχε την ευκολία και την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που βλέπει τη μοίρα όχι ως κυρίαρχη αλλά ως ίση. Αυτό είναι. Αισθάνονται ίσοι με τα πράγματα…. ξέρουν τον δρόμο τους, αναλογίστηκε, βλέποντας τον γιο του ως εκπρόσωπο της γενιάς του που είχε σαρώσει όλα τα ορόσημα και μαζί με αυτά είχε παρασύρει τις επιγραφές και τα σήματα κινδύνου.
Ξάφνου ο Ντάλας σταμάτησε απότομα και άρπαξε το χέρι του πατέρα του. «Ω Θεέ μου!» φώναξε.
Είχαν φθάσει σε ένα μεγάλο δενδροφυτεμένο χώρο μπροστά από το Ινβαλίντ. Ο θόλος του Μανσάρ επέπλεε αιθέρια πάνω από τα ανθισμένα δέντρα και την ψηλή πρόσοψη του κτιρίου. Συγκεντρώνοντας πάνω του όλες τις ακτίνες του απογευματινού φωτός, κρεμόταν εκεί σαν ένα ορατό σύμβολο της δόξας της φυλής.
Ο Άρτσερ ήξερε ότι η Μαντάμ Ολένσκ έμενε σε μια πλατεία κοντά στη λεωφόρο που ξεκινούσε από το Ινβαλίντ. Και είχε φανταστεί την περιοχή ήρεμη και σχεδόν σκοτεινή, ξεχνώντας την κεντρική λάμψη που τη φώτιζε. Τώρα, με κάποιον αλλόκοτο συνειρμό, το χρυσό φως έγινε γι’ αυτόν η κυρίαρχη λάμψη όπου ζούσε εκείνη. Για τριάντα σχεδόν χρόνια η ζωή της – για την οποία εκείνος τόσα λίγα ήξερε – είχε περάσει σε τούτη την πλούσια ατμόσφαιρα που εκείνος αισθανόταν ήδη ότι ήταν πολύ πυκνή, αλλά και πολύ ερεθιστική για τα πνευμόνια του. Σκέφτηκε τις θεατρικές παραστάσεις που εκείνη πρέπει να είχε παρακολουθήσει, τους πίνακες που σίγουρα είχε δει, τα επιβλητικά και λαμπρά παλιά οικήματα όπου σύχναζε, τους ανθρώπους με τους οποίους συζητούσε, την αέναη διακίνηση ιδεών, τις αξιοθαύμαστες εικόνες και τους συσχετισμούς που προβάλλονταν από μια έντονα κοινωνική φυλή σε ένα σκηνικό με πανάρχαιους καλούς τρόπους. Και ξαφνικά θυμήθηκε τον νεαρό Γάλλο που του είχε πει κάποτε: «Α, μια καλή συζήτηση… τίποτα δεν αξίζει περισσότερο!»
Ο Άρτσερ είχε περίπου τριάντα χρόνια να δει και να ακούσει για τον μεσιέ Ριβιέρ. Και το γεγονός αυτό του έδινε το μέτρο της άγνοιάς του για τη ζωή της Μαντάμ Ολένσκα. Περισσότερο από μισή ζωή τους χώριζε, και εκείνη είχε περάσει αυτό το μακρύ διάστημα ανάμεσα σε ανθρώπους που ο Άρτσερ δεν γνώριζε, σε μια κοινωνία την οποία ο ίδιος ούτε που φανταζόταν, σε συνθήκες που ποτέ δεν θα καταλάβαινε απόλυτα. Όλο αυτό τον καιρό ζούσε με τη νεανική ανάμνησή της. Αναμφίβολα εκείνη είχε άλλες πιο απτές συντροφιές. Αλλά ίσως και εκείνη να είχε κρατήσει την ανάμνησή του ως κάτι το ξεχωριστό. Αν ήταν όμως έτσι, πρέπει να έμοιαζε περισσότερο με λείψανο σε κάποιο μικρό, σκοτεινό παρεκκλήσι, όπου δεν υπάρχει χρόνος για καθημερινή προσευχή…
Είχαν περάσει την Πλας ντε Ινβαλίντ και κατηφόριζαν σε μια λεωφόρο που περνούσε μπροστά από το κτίριο. Ήταν ένα ήσυχο τετράγωνο τελικά, παρά τη λαμπρότητα και την ιστορία του. Και το γεγονός αυτό έδινε μια ιδέα για τον άφθονο πλούτο από τον οποίο αντλούσε το Παρίσι, αφού παρόμοιες σκηνές παραδίδονταν στους λίγους και τους αδιάφορους.
Η ημέρα έσβηνε σχηματίζοντας μια απαλή αχλή γεμάτη ακόμα από ήλιο που ένας κίτρινος ηλεκτρικός γλόμπος την τρυπούσε εδώ κι εκεί, ενώ οι περαστικοί ήταν σπάνιοι στη μικρή πλατεία όπου είχαν στρίψει. Ο Ντάλας σταμάτησε πάλι και κοίταξε ψηλά.
«Αυτό πρέπει να είναι», είπε πιάνοντας αγκαζέ τον πατέρα του, με μια κίνηση που εμπόδισε τον Άρτσερ να αποτραβηχτεί. Στάθηκαν μαζί κοιτώντας το σπίτι που υψωνόταν μπροστά τους.
Ήταν ένα μοντέρνο κτίριο, χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά με πολλά παράθυρα και άνετα μπαλκόνια στην ευρύχωρη κρεμ πρόσοψή του. Σε ένα από τα πάνω μπαλκόνια, που ήταν πολύ ψηλότερα από τις καρυδιές με τις στρογγυλεμένες κορυφές στην πλατεία, η τέντα ήταν ακόμα κατεβασμένη, λες και ο ήλιος είχε μόλις αποτραβηχτεί από εκείνο το σημείο.
«Αναρωτιέμαι σε ποιον όροφο;…» ρώτησε ο Ντάλας. Και προχωρώντας στο port-cochere, έβαλε το κεφάλι στο πορτάκι του θυρωρού και γύρισε λέγοντας: «Στον πέμπτο. Πρέπει να είναι αυτό με την τέντα».
Ο Άρτσερ έμεινε ακίνητος κοιτώντας τα πάνω παράθυρα, θαρρείς κι είχαν φθάσει στον προορισμό του προσκηνύματός του.
«Έλα, κοντεύει έξι, ξέρεις», του θύμισε τελικά ο γιος του.
«Νομίζω ότι θα μείνω εδώ για λίγο», είπε εκείνος.
«Γιατί…; Δεν αισθάνεσαι καλά;» φώναξε ο γιος του.
«Α, τέλεια. Θα ήθελα όμως, σε παρακαλώ, να ανέβεις χωρίς εμένα».
Ο Ντάλας κοντοστάθηκε μπροστά του φανερά σαστισμένος. «Δηλαδή, μπαμπά, εννοείς ότι δεν θα ανέβεις καθόλου;»
«Δεν ξέρω», είπε αργά ο Άρτσερ.
«Αν δεν έρθεις, εκείνη δεν θα καταλάβει».
«Πήγαινε, αγόρι μου. Ίσως σε ακολουθήσω αργότερα».
Ο Ντάλας τον κοίταξε επίμονα μέσα στο σύθαμπο.
«Μα, τι στην οργή να πω;»
«Αγαπητέ μου, εσύ δεν είσαι που πάντα ξέρεις τι να πεις;» του πέταξε χαμογελώντας ο πατέρας του.
«Πολύ καλά. Θα πω ότι είσαι της παλιάς σχολής και προτιμάς να ανέβεις με τα πόδια πέντε ορόφους γιατί δεν σου αρέσουν τα ασανσέρ».
Ο πατέρας του χαμογέλασε πάλι. «Πες ότι είμαι της παλιάς σχολής· αυτό αρκεί».
Ο Ντάλας τον κοίταξε πάλι κι έπειτα, με μια κίνηση, σαν να μην πίστευε αυτό που συνέβαινε, χάθηκε κάτω από τη θολωτή εξώθυρα.
Καθισμένος στο παγκάκι ο Άρτσερ εξακολούθησε να κοιτάζει το μπαλκόνι με την τέντα. Υπολόγισε τον χρόνο που θα χρειαζόταν ο γιος του να ανέβει με το ασανσέρ στον πέμπτο όροφο, να χτυπήσει το κουδούνι, να μπει στο χολ και να τον οδηγήσουν στο σαλόνι. Με τα μάτια του νου είδε τον Ντάλας να μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο με το γρήγορο, σίγουρο βήμα του και το ευχάριστο χαμόγελό του, και αναρωτήθηκε μήπως ο κόσμος δεν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι αυτό το παιδί «του έχει μοιάσει».
Έπειτα προσπάθησε να δει τα άτομα που βρίσκονταν ήδη στο δωμάτιο – γιατί ασφαλώς τέτοια ώρα θα ήταν πάνω από ένα – και μεταξύ τους τη μαυρομάλλα ωχρή κυρία, που θα σήκωνε γρήγορα τα μάτια, θα ανασηκωνόταν και θα άπλωνε το μακρύ, λεπτό χέρι της με τα τρία δακτυλίδια… Θα καθόταν σε έναν καναπέ στη γωνία κοντά στο τζάκι, με αζαλέες πίσω της σε ένα τραπέζι, σκέφτηκε.
Είναι πιο αληθινό για μένα έτσι, παρά αν πήγαινα πάνω, άκουσε ξαφνικά τον εαυτό του να λέει. Και ο φόβος μήπως ο τελευταίος ίσκιος της πραγματικότητας χάσει την αιχμή του, τον κράτησε ριζωμένο στη θέση του καθώς τα λεπτά κυλούσαν.
Κάθισε πολλή ώρα στο παγκάκι, ενώ το σκοτάδι πύκνωνε, με τα μάτια καρφωμένα στο μπαλκόνι. Τελικά ένα φως φάνηκε στο παράθυρο και μια στιγμή αργότερα ένας υπηρέτης βγήκε στο μπαλκόνι, ανέβασε την τέντα και έκλεισε τα παντζούρια.
Τότε, σαν να ήταν το σημάδι που περίμενε, ο Νιούλαντ Άρτσερ σηκώθηκε αργά και επέστρεψε στο ξενοδοχείο μόνος.
Edith Wharton (1862 –1937). Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε σε εύπορη Νεοϋρκέζικη οικογένεια και γνώριζε πολύ καλά τη ζωή και τα ήθη της τάξης της. Στα έργα της βλέπουμε την κριτική της στάση προς την ανώτερη τάξη, προς την «αριστοκρατία» της Νέας Υόρκης. Η Wharton είναι η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη λογοτεχνία και για το έργο της Τα χρόνια της αθωότητας (1920). Το συγκεκριμένο έργο θεωρείται το αριστούργημά της και το παρουσιάζουμε εδώ, σε μια παλιότερη δική μου μετάφραση (2015).
Στις εικόνες η ίδια η συγγραφέας, καθώς και η έκδοση του έργου επ’ ευκαιρία των 100 χρόνων από την έκδοσή του.
Τα χρόνια της αθωότητας, της Edith Wharton, μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015