Λέμε συχνά τα τελευταία χρόνια ότι η κλιματική κρίση δεν είναι πλέον ένας κίνδυνος που επιστήμονες και κάποιοι με ιδιαίτερες ευαισθησίες απλώς μας υποδεικνύουν. Η κλιματική κρίση και η επερχόμενη κλιματική κατάρρευση είναι εδώ. Είναι το παρόν μας. Έτσι το βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Νώε, μια οικολογική αλλά και πολιτική δυστοπία, μιλά στην πραγματικότητα για κάτι που είναι ήδη παρόν.
Μετά από έναν μεγάλο καταποντισμό, που είχε μάλλον προειδοποιήσει για τον ερχομό του αλλά οι αντιδράσεις και τα μέτρα πρόληψης κράτους, πολιτικών παραγόντων και τοπικών κοινωνιών ήταν γελοιωδώς ανεπαρκείς (σας θυμίζει κάτι άραγε…), η θάλασσα έχει σκεπάσει τα πάντα και έχει «πνίξει» τη στεριά. Η αφήγηση ξεκινά με τον ήρωά μας να προσπαθεί να διασωθεί σε μια βάρκα που κατασκεύασε ο ίδιος, όταν όντας σε μεγαλύτερη επαγρύπνηση από άλλους, είδε ότι ο καταποντισμός, δεν ήταν μακριά ούτε αποτελούσε πια σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Και τότε βέβαια συγγενείς, φίλοι, τον κοιτούσαν περίεργα σαν να κουβαλάει κάποια ιδιοτροπία, κάποιο κουσούρι, όπως εξάλλου συχνά αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία από εμάς. Το βιβλίο αφηγείται την πορεία, ή μάλλον την πλοήγηση, αυτού του διασωθέντα ήρωα, που μόνος, μαζί με τον Παρασκευά, έναν σκύλο που μαζεύει στη βάρκα του, προσπαθεί να φτάσει προς τις νησίδες που υπάρχουν ή κορυφές βουνών που χάθηκαν κι αυτά.
Το βιβλίο αντανακλά έντονα τους κοινωνικούς προβληματισμούς του συγγραφέα: την ουσιαστική αδιαφορία απέναντι στην κλιματική κρίση, την αδούλευτη οικολογική συνείδηση, τον τρόπο που κινείται η πολιτική εξουσία, απέναντι στις μεγάλες κρίσεις, την επιφανειακότητα στην αντιμετώπιση των ζητημάτων, τη μόνη έγνοια της εξουσίας να δείξει ότι τάχα τα κάνει όλα σωστά, την μόνη έγνοια για την επικοινωνία – η υπόθεση που αφηγείται ο συγγραφέας με το φράγμα που χτίστηκε μετά την πρώτη εκδήλωση της μεγάλης πλημμύρας και του τρόπου που επικοινωνείται ως η εκ θεού -εκ θεάρεστης κυβερνήσεως- λύση στο πρόβλημα, είναι εντελώς χαρακτηριστική των επιφανειακών πολιτικών απαντήσεων και της μάχης για την επικοινωνία που δίνουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις τα τελευταία χρόνια.
Μιλά όμως εξίσου καθαρά με τις εικόνες που σχηματίζει για τις ταξικές ανισότητες, τον ρόλο των media ως αποχαυνωτών της κοινής γνώμης, αλλά και τον μετασχηματισμό των πολιτών των σύγχρονων κοινωνιών σε παθητικούς τηλεθεατές, καταναλωτές προπαγανδιστικών μηχανισμών. Αποχαύνωση και ψεύτικος εφησυχασμός. Η πολιτική εξουσία που εγγυάται ότι όλα είναι τάχα καλά, που έχει επιληφθεί για όλα. Μην αναζητήσετε κάποια λύση, μην κινητοποιηθείτε, μην ψάξετε για αλλαγή, για ελπίδα. Θα μπλέξετε. Μείνετε εδώ. Σας εξασφαλίζω τη σταθερότητα. Μέχρι να βυθιστείτε ολοκληρωτικά. Πόσο χαρακτηριστικά αντανακλούν οι εικόνες που σκιαγραφεί ο Παναγιώτης την σημερινή κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα.
Διαβάζω απ το βιβλίο σελ. 30:
«Λάμνοντας ανάμεσα στις ψηλότερες πολυκατοικίες –τα πάνω πατώματα δεν είχαν βυθιστεί ακόμα–, είδα ανθρώπους κολλημένους στις οθόνες των τηλεοράσεων να περιμένουν τις καθησυχαστικές δηλώσεις των επιστημόνων και τις υποδείξεις των ειδικών για το τι θα έπρεπε να κάνουν, μια μητέρα να θηλάζει το μωρό της, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δειπνεί – αυτοί οι τελευταίοι μάλιστα στράφηκαν προς το μέρος μου και με χαιρέτησαν· τους αντιχαιρέτησα και συνέχισα παρακάτω».
Εξίσου έντονα σκιαγραφεί τη βαρβαρότητα που ενυπάρχει στις σύγχρονες κοινωνίες των ατομικών λύσεων και του ανταγωνισμού ως μόνης αρχής και ιδέας. Άνθρωποι κρεμιούνται σαν τσαμπιά από μια κεραία τηλεφωνίας, όσο πιο ψηλά τόσο καλύτερα, έχεις χώρο να καθίσεις, αργεί ο πνιγμός σου, και αυτός που κάθεται ψηλότερα να σπρώχνει, να πατάει και τελικά να τρώει τους άλλους. Το κοινό καλό δεν υπάρχει πουθενά. Η συλλογική αντίληψη για την κοινωνία, για την ευημερία, για την αντιμετώπιση των κρίσεων σιωπά εκκωφαντικά.
Όλα αυτά ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης τα ακουμπά ευθέως ως ένας ανάμεσα σε πολλούς, χωρίς αφ’ υψηλού κρίσεις και διδακτισμούς, τα ακουμπά μόνο δια της ματιάς του ήρωά του που λάμνει ανάμεσα στα σκουπίδια, στα απομεινάρια μιας ζωής και ενός πολιτισμού που έχει οριστικά βυθιστεί και οδεύει προς την πλήρη ανυπαρξία.
Κι όμως μέσα στα συντρίμμια του κόσμου που βυθίζεται, αναδύονται στιγμές ενός νέου, παρθένου κόσμου που γεννιέται. Όπως η στιγμή που κοιτά στα μάτια τη γυναίκα που ανέβασε στη βάρκα του, κι εκείνη του δίνει ψωμί και χαμηλώνει το βλέμμα της. Σκηνές ενός άλλου κόσμου, πιο δίκαιου, πιο ανθρώπινου, πιο αγαπητικού. Τα ψήγματά του κάπου υπάρχουν μέσα μας, κρυμμένα, απωθημένα.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γράφει με ισορροπημένη αισθητική, χωρίς γλυκανάλατες και μελό περιγραφές ακόμα και όταν παρουσιάζει σπαρακτικές εικόνες. Και ίσως είναι ακριβώς γι’ αυτό που στιγμές στιγμές εκεί που ο αναγνώστης έχει βυθιστεί, σαν να έχει αποδεχτεί τη δυστοπία, το βιβλίο τον ταράζει βαθιά. Για μένα, η πιο σπαρακτική στιγμή του βιβλίου, που δεν την είδα να έρχεται . Διαβάζω σελ 36:
«Η γυναίκα επιστρέφει στη θέση της. Παίρνει στην αγκαλιά το μωρό της και προσπαθεί να το νανουρίσει – “Νάνι νάνι, νάνι νάνι”–, αλλά η φωνή της αρχίζει να τρέμει, να ραγίζει και να σπάει, γίνεται θρήνος και καταλήγει μοιρολόι. Η φιγούρα της παραμορφώνεται έτσι όπως σκοτεινιάζει το πρόσωπο, σφίγγει το βρέφος και σκύβει τον κορμό για να το προστατεύσει, σαν να αντιμάχεται αιώνιους εχθρούς. Σηκώνομαι και την πλησιάζω. Κοιτάζω το μωρό, είναι λευκό σαν το πανί κι έχει κλειστά τα μάτια. Το ξεφασκιώνω· σαν ξερό κλαράκι είναι, άκαμπτο».
Κάθε όμως τέτοια σπαρακτική εικόνα ακολουθείται από μια εικόνα κάθαρσης: τον ήρωα να απαγγέλει κάτι, να αφηγείται κάτι: ένα μύθο, ένα ποίημα, μια προσευχή, κάτι από όλο αυτό τον πολιτισμό, την ιστορία του Ανθρώπου που δείχνει από πόσο μακριά ερχόμαστε. Και είναι εκείνη η στιγμή, σαν εξαγνισμός, σαν κάθαρση. Που επιτρέπει στον ήρωα να κάνει λίγο ακόμη κουπί και σε εμάς τους αναγνώστες να πάμε παρακάτω, να διαβάσουμε τις επόμενες σελίδες.
Το βιβλίο λοιπόν αντανακλά προσωπικούς προβληματισμούς για μια οικολογική και πολιτική δυστοπία που είναι ήδη εδώ, συγχρόνως όμως απεικονίζει και τη συλλογική ευθύνη για να υπάρχει μέλλον, σε έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο βιώσιμο, πιο ανθρώπινο. Αυτό, λοιπόν, απαιτεί, κατά την άποψη μας, μια αλλαγή παραδείγματος και στον τρόπο με τον οποίο κάνουμε πολιτική.
Επιτρέψτε μου όμως να σας εξηγήσω τι εννοώ, τι εννοούμε, με αυτή την αλλαγή παραδείγματος. Η πολιτική αποτελεί, στο τέλος της ημέρας, μια τέχνη των επιλογών. Επιλογών για τις προτεραιότητες μας, επιλογών για το μέλλον μας. Αλλαγή παραδείγματος σημαίνει ότι η κλιματική κρίση μάς υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε τις επιλογές μας. Στο μέλλον, αναπόφευκτα, όλο και συχνότερα, η κλιματική κρίση θα πιέζει τις πολιτικές ελίτ να παίρνουν αποφάσεις για την επιτάχυνση των δύο παράλληλων μετώπων της κλιματικής κρίσης: Της απανθρακοποίησης της οικονομίας και της θωράκισης των κοινωνιών μας από τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Εδώ και χρόνια έχει διατυπωθεί η ιδέα ότι στο μέλλον τα Κράτη, όπως τα ξέρουμε, θα είναι διχασμένα ανάμεσα από τη μια στις δημοσιονομικές πιέσεις, και από την άλλη, τις τεράστιες έκτακτες ανάγκες για υποδομές, που διαρκώς θα προκύπτουν από φυσικές καταστροφές. Υποδομές που δεν μπορούν πλέον να υποκαθιστούν το φυσικό περιβάλλον. Αλλά να το αποκαθιστούν, να το προστατεύουν και να το ενισχύουν. Οι κοινωνίες μας δεν θα μπορέσουν να απεγκλωβιστούν από αυτό το αδιέξοδο αν δεν μεριμνήσουμε, αν δεν σχεδιάσουμε. Αλλαγή παραδείγματος, όμως, σημαίνει και ότι οι μελλοντικές συγκρούσεις, οι μελλοντικοί κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα διεξάγονται επί του εδάφους ακριβώς της κλιματικής κρίσης, της πράσινης μετάβασης και της θωράκισής μας από τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Για να το πω λίγο πιο μαρξιστικά, η ταξική πάλη δεν πέθανε, απλώς όλο και συχνότερα θα διεξάγεται στα «αλώνια» ενός αναπόφευκτου μετασχηματισμού. Και θα κριθεί από το ποια συμφέροντα θα ευνοήσουν τελικά αυτοί οι μετασχηματισμοί. Το συμφέρον της κοινωνίας, των πολλών, των λαϊκών στρωμάτων; Ή οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμη πεδίο ιδιωτικής κερδοσκοπίας, συρρίκνωσης των δικαιωμάτων και της Δημοκρατίας, περιορισμού και ιδιωτικοποίησης των κοινών αγαθών;
– Πλέον, το πράσινο συνυφαίνεται πλήρως με το κόκκινο. Και αντίστροφα. Κι αυτό ακριβώς αναδεικνύει και τούτο το βιβλίο.
– Ποιοι συμπολίτες μας έχουν πρόσβαση στα βιολογικά τρόφιμα;
– Ποιος μπορεί να αγοράσει και να χρησιμοποιήσει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο;
– Ποιες γειτονιές υφίστανται με μεγαλύτερη ένταση τις συνέπειες μιας καταστροφικής πλημμύρας;
– Ποιες περιοχές της χώρας είναι εντελώς απροστάτευτες από μια ξαφνική πυρκαγιά;
Όλα αυτά, είναι ζητήματα που συναντάμε όλο και συχνότερα στην πολιτική ζωή. Και για την Αριστερά όλα αυτά τα ερωτήματα θέτουν μια πρόκληση. Μας καλούν να διαβούμε μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Όχι πάντα ευδιάκριτη. Μας καλούν, απορρίπτοντας τον υπερσυντηρητικό λαϊκισμό που συχνά αμφισβητεί την επιστήμη και τα επιτεύγματα της, έναν αντιεπιστημονικό λαϊκισμό που έχει εισχωρήσει και στις γραμμές κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά και προοδευτικά, μας καλούν λοιπόν να παραδεχτούμε ότι η πράσινη μετάβαση και η προστασία από την κλιματική κρίση ενέχει επιλογές. Επιλογές που ευνοούν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Άρα, το ερώτημα για τη σύγχρονη Αριστερά, δεν είναι το ποιος είναι ο βέλτιστος διαχειριστής.
Το ερώτημα είναι πώς θα χαράξουμε τον δικό μας δρόμο. Γιατί υπάρχει άλλος δρόμος. Κι αυτήν ακριβώς την δυνατότητα καταθέτει και στο τέλος του το βιβλίο στον αναγνώστη. Διότι ενώ μοιάζει αρχικά ότι το έργο του είναι ένα δυστοπικό, ζοφερό έργο αυτό που διαφαίνεται στο τέλος είναι η αισιοδοξία. Μια αισιοδοξία που προκύπτει από τις δυνατότητες που υπάρχουν, από την επιλογή που είναι υπαρκτή: ότι όλα μπορούν να αρχίσουν από την αρχή, αρκεί ο άνθρωπος ως συλλογικό υποκείμενο να επαναπροσδιορίσει τα δεδομένα, τη στάση του, τη συνείδησή του. Για να μάθει πια από τη φύση και όχι για να της επιβληθεί.