Η συνομιλία με τον άγνωστο συγγραφέα Π.Χ. (κατά κόσμον ερασιτέχνη βιβλιοδέτη εδεσματολογίων ορ’ ντ’ εβρ) η οποία, θέλοντας να αποκαλύψει ακόμα πιο άγνωστες πτυχές της ζωής του, παραμερίζει το άπατο μπεστ σέλερ του «Σαβουάρ βιβρ για κοσμοπολίτες στυλίτες”, και επικεντρώνεται στην άγνωστη ιδιότητά του ως θεραπευτή εναλλακτικών ψυχών και δευτεροετή μαθητευόμενου στην τέχνη της γκρι μαγείας, η συνομιλία αυτή λοιπόν ήταν προγραμματισμένη κατακαλόκαιρο σε ένα παλιό νεοκλασικό στα Εξάρχεια.
Έφτασα ακριβώς στην ώρα μου – όπως όφειλα ως σωστή βρετανοτραφής – και πάτησα το κουδούνι. Μόλις μπήκα μέσα με χτύπησε μια παράξενη οσμή, που γινόταν εντονότερη καθώς, με το φως του κινητού μου, ανέβαινα τη θεοσκότεινη ξύλινη σκάλα. Τα παλιά σανίδια έτριζαν κι όταν πια βρέθηκα στο 3ο πάτωμα, είχα τόσο ζαλιστεί από μυρωδιές και κρότους που νόμιζα ότι πατάω τριζάτες κατσαρίδες (επιρροή, αναμφίβολα, από την προηγούμενη συνέντευξη με την ερασιτέχνη εντομολόγο Κα Παμπούδη). Ο οικοδεσπότης με υποδέχτηκε με αφηρημένη εγκαρδιότητα, με οδήγησε στο boho σαλονάκι του και, μόλις κάθισα, μου προσέφερε ένα ποτήρι με πρασινωπό υγρό.
«Πιείτε. Nεράκι είναι με λίγο αγγούρι και δυόσμο. Θα σας συνεφέρει! Φαίνεστε τρομαγμένη. Μην ανησυχείτε όμως· πριν έρθετε έκανα ένα καλό καθαρισμό πεδίου καίγοντας και σκορπίζοντας παντού στο χώρο φασκόμηλο και μαύρο πιπέρι. Το θέμα μας το απαιτεί!»
Κατέβασα το αγγουρόνερο σαν να ’τανε σφηνάκι και τακτοποιήθηκα, ξερόβηξα και ξεκίνησα. Πριν όμως προχωρήσω στην αφήγησή μου οφείλω να κάνω μια μικρή παρένθεση για να παρατηρήσω ότι κάτι ίσως το αφέψημα, κάτι η βιοενέργεια του πεδίου είχαν μια αξιοσημείωτη παρενέργεια, ή ίσως πρέπει να πω ωφέλεια πάνω μου. Ζαλάδες και τα σχετικά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και, ενδυναμωμένη πλέον, άρχισα τις ερωτήσεις μου ή ό,τι άλλο είναι αυτό που έκανα στην προκειμένη συνέντευξη, και το οποίο άμεσα θα διαπιστώσετε.
Ε.Φ: «Κύριε Χ. πώς στραφήκατε σε αυτό το συγκεκριμένο πεδίο; Θέλω να πω, ο θεραπευτής της ανθρώπινης ψυχής αναλαμβάνει ένα σημαντικότατο έργο, να θεραπεύσει τον άνθρωπο. Εσείς όμως το προχωρήσατε παραπέρα, στη σχέση του ανθρώπου με το επέκεινα. Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τον φανταστικό κόσμο των φαντασμάτων;»
Χ.: «Τα πνεύματα… Ξέρετε….»
Ε.Φ: «Ω ναι, ξέρω. Κι εμένα μ’ ενδιέφερε πάντα αυτό το πεδίο. Το πνεύμα είναι η ουσία της ύπαρξής μας και ίσως όλη μας η ζωή να περιστρέφεται γύρω από αυτό. Πόσα έχουν να μας πουν τα πνεύματα! Θυμάστε στην ταινία Η 6η αίσθηση, όπου ο Μπρους Ουίλις λέει στον μικρό που βλέπει νεκρούς να μην τους φοβάται, να τους μιλάει. Να τους μιλάει! Τι συγκλονιστικό! Δεν συμφωνείτε;»
Χ. «Ασφαλώς. Ωστόσο κάτι άλλο θέλω να επισημάνω …»
Ε.Φ.: «Κατάλαβα. Θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω να μας μιλήσετε κι εσείς, να αναπτύξετε το θέμα σας. Είναι κάποια ζητήματα ζόρικα. Για να διευκολύνω τη συνέντευξη, επιτρέψτε μου να σας εμπιστευθώ ένα πολύ προσωπικό βίωμα: Όταν ήμουν μικρή αγαπούσα πολύ μια θεία μου, την θεία Σούζι. Ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, πολλές μαύρες γάτες και κοκαλιάρικο φυζίκ. Μου διηγιόταν παραμύθια και με άφηνε να ανοίγω την ντουλάπα της και να δοκιμάζω τα ρούχα της. Μου άρεσε πολύ αυτό γιατί, όπως όλα τα κοριτσάκια, τρελαινόμουν να ντύνομαι μεγαλίστικα. Έτσι μπορούσε να μας δει κανείς τις δυο μες στη νύχτα ντυμένες στα κατάλευκα… Τότε η οικογένειά μου έμενε σε μια πολύ ασφαλή γειτονιά όπου κανείς δεν έκλεινε τις πόρτες, πόσο μάλλον τα παντζούρια. Εμείς λοιπόν, η θεία Σούζι κι εγώ, για δημιουργία ατμόσφαιρας, στέλναμε πρώτα μία από τις μαύρες γάτες της να περάσει μπρος από κάποιο παράθυρο κι ύστερα, ανεμίζοντας τις κατάλευκες εσάρπες μας, κολλούσαμε τα μούτρα στα τζάμια των γειτονικών σπιτιών. Την επομένη, που λέτε, όλοι είχαν κοινό θέμα συζήτησης. Είναι τόσο σημαντικό να υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα σε μια κοινότητα, δεν βρίσκετε; Ακόμα και αν αυτό ενδέχεται να γίνει με κάποιο κόστος. Στην περίπτωσή μας, ας πούμε, η γειτονιά ξυπνούσε αλαφιασμένη μπορεί να πει κανείς, ωστόσο ξυπνούσε για τα καλά και μάλιστα για το κοινό καλό. Καυγάδες για τα νερά της μπουγάδας που πετούσε η κυρά-Φρόσω από το μπαλκόνι της, το αυτοκίνητο του κυρ-Βασίλη που ήταν πάντα παρκαρισμένο μπρος από την είσοδο του σπιτιού μας, τα νυχτερινά αλυχτίσματα του σκυλιού της δεσποινίδας Μελπομένης που δεν μας άφηναν να κλείσουμε μάτι – όλα είχαν πια ξεχαστεί, και το θέμα μας ήταν πλέον τα πάλλευκα ξωτικά που προσπαθούσαν να εισβάλουν στα σπίτια μας. Η φαντασία των γειτόνων οργίαζε, το μυαλό τους έπαιρνε φωτιά και αναζητούσε απαντήσεις. Αλλά ακόμα και χωρίς τις απαντήσεις η κοινότητά μας είχε ωφεληθεί. Ήταν ενωμένη σαν γροθιά και με το πνεύμα στα κάγκελα. Θα καταφέρετε λοιπόν τώρα, μετά τη δική μου αφήγηση, μετά την εξομολόγηση που σας έκανα, να μας ανοιχτείτε επιτέλους και να μας πείτε τι ήταν αυτό που έστρεψε το ενδιαφέρον σας στον αποκρυφισμό;»
Χ: «Βεβαίως! Θα ήθελα λοιπόν να πω…»
Ε.Φ. «Ξέρω τι θα θέλατε να μας πείτε: Πιστεύετε κι εσείς ότι τα πνεύματα έχουν κάτι να προσφέρουν στους ζωντανούς. Αχ πόσο σύμφωνη με βρίσκετε! Έρχονται φορές, λόγου χάριν, που σκέφτομαι ότι οι νεκροί είναι πολύ καλύτεροι από εμάς που είμαστε ακόμα ζωντανοί (όπως λέει και το τραγούδι: «Είμαστε ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή σαν ροκ συγκρότημα». Τι στίχος: «Κι αν μας αντέξει το σκοινί!» Μα τι νεύρο, τι ρυθμός! Καλά, καλά, μην ανησυχείτε, επανέρχομαι! Επομένως κακώς τους φοβόμαστε, δεν συμφωνείτε; Άσε που είναι και πολλά τρισεκατομμύρια περισσότεροι από τους ζωντανούς. Τι λέτε κι εσείς;»
Χ. «Θα έλεγα πως…»
Ε.Φ. «Και βέβαια αυτό θα λέγατε. Σκεφτείτε εκτός όλων των άλλων, ότι η εμφάνιση των φαντασμάτων είναι τόσο διαχρονική, τόσο αφαιρετική! Τόσο στιλάτη! Ε λοιπόν, η εμφάνιση αδίκως έχει ταυτιστεί με κάτι ρηχό και ματαιόδοξο! Κατά τη γνώμη μου το στιλ κάνει τον άνθρωπο. Θέλω να πω ένα απέριττο λευκό ρούχο – ένα σεντόνι, τι καλύτερο! μια μινιμάλ εμφάνιση μες στο σκοτάδι… Η φιλοσοφία του less is more είναι, θεωρώ, κάτι που εξόχως ταιριάζει με την εποχή μας, μια εποχή κρίσης που τα υλικά αγαθά κοστίζουν και το φαίνεσθε πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση σε σχέση με το είναι. Συνεπώς ένας λευκός μανδύας, ο οποίος επιπλέον μας παραπέμπει στο ένδοξο παρελθόν μας – κάτι ιδιαίτερα εμψυχωτικό τη σήμερον ημέρα – είναι ό, τι πρέπει, νομίζω. Μα πείτε μας επιτέλους, μην μας κρατάτε σε αγωνία· πιστεύετε ότι τα πνεύματα έχουν κάτι να προσφέρουν στους ζωντανούς; Προς διευκόλυνσή σας, θα δώσω μερικά παραδείγματα. Η ζωή των ζωντανών μπορεί να γίνει σαφώς ευκολότερη, αν μπορέσουν να μάθουν κάποια χρήσιμα πράγματα από τα φίλια πνεύματα, π.χ. τρόπους εξαφάνισης όταν έρχεται για έλεγχο η εφορία, η πεθερά, ο σύζυγος της ερωμένης και τούμπαλιν. Τρόπους μεταφοράς ενός μηνύματος, όταν το κινητό σου έχει χαλάσει ή βρίσκεται εκτός δικτύου. Και τόσα άλλα, απεχθάνομαι να φλυαρώ…»
Χ. «Πάνω σε αυτό θα ήθελα να πω…»
Ε.Φ. «Αναρωτιέμαι αν πραγματικά θέλετε να μας πείτε κάτι, κύριε Χ! Ή θέλετε, αντιθέτως, να μας μπερδέψετε περαιτέρω και να μας αφήσετε στο σκοτάδι. Καλά κατάλαβα την αινιγματική σας φύση όταν σας βρήκα να χορεύετε καίγοντας φασκόμηλα και πιπέρια. Εγώ όμως δεν παραιτούμαι εύκολα, εδώ κατάφερα την κυρία Παμπούδη να μου μιλήσει. Θα σας κάνω μια ερώτηση κλειδί που είμαι σίγουρη ότι θα σας ξεκλειδώσει: Πιστεύετε ότι ανάμεσά μας κυκλοφορούν καλά και κακά πνεύματα; Ας πάρουμε ένα τρανταχτό παράδειγμα από την κλασική λογοτεχνία. Ο μπαμπάς του Άμλετ, που βγήκε στην ταράτσα και κάρφωσε στο παιδί τη μάνα του, τη Γερτρούδη, που πήγε με κείνον τον κακούργο τον αδελφό του…. Ε λοιπόν, εγώ πάντα πίστευα ότι αυτός ο γέρος είναι πολύ δόλια οντότητα. Ξεσήκωσε τον γιο του, έκλεψε τη μετεφηβική του ηλικία και επιπλέον κατέστρεψε ένα ερωτευμένο ζευγάρι, μια νέα γυναίκα που δεν το έβαζε κάτω – μια φεμινίστρια του καιρού της – που επιζητούσε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή· αν και οφείλω να επισημάνω ότι δεν είχε καθόλου καλό γούστο στους άνδρες. Και, στη συνέχεια, πήρε στο λαιμό του το ταλαίπωρο, τ’ αλαφροΐσκιωτο παιδί του, και διέλυσε επιπλέον ένα ολόκληρο βασίλειο. Μια τραγωδία… Ακριβώς αυτό! Αχ ο κόσμος είναι άνω κάτω. Πάντα ήταν, αλλά τώρα ακόμα περισσότερο. Μα ναι, αυτό είναι! Τώρα το σκέφτηκα! Σκεφτήκατε ποτέ ότι το φάντασμα του μπαμπά του Άμλετ έχει ίσως βάλει το χέρι του – ή ενδεχομένως ποτέ να μην το έχει βγάλει, από την ιστορία του ανθρωπότητος;»
Χ: «Ναι, μπορεί….»
Ε.Φ.: «Χαίρομαι που συμφωνούμε! Όχι πως θέλω να έχω πάντα δίκιο, αλλά είναι χρήσιμο, όπως λέτε κι εσείς, να καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα και να μην πελαγοδρομούμε στις συνεντεύξεις μας! Κύριε Π. Χ, σας ευχαριστώ θερμά. Θα επιθυμούσα να είχα περισσότερο χρόνο, είναι απολαυστικό να μιλάει κανείς μαζί σας. Το περιοδικό μας, οι αναγνώστες και εγώ προσωπικά σάς ευχαριστούμε για την εκ βαθέων συνέντευξη που μας παραχωρήσατε!»
‘Ας τον τον άνθρωπο να μιλήσει….. 🙂
η κα ακριβοπουλου πηρε τη συνεντευξη?
εξαιρετική συνέντευξη!
Ο κύριος Χ ήταν πολύ σαφής!
Έκτακτη συνευντευξη Το ανθοίαμα που χρειάζεται η Ε. Φ. είναι το Heather,μιας και μιλάμε για θεραπείες. Περιμένω να δώσω και εγώ συνέντευξη !