Η ποίηση της Ελένης Καλαντζή αποτελεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας, καθώς η νεαρή ποιήτρια περνάει από την εφηβεία στην ενηλικίωση, με όλους τους δισταγμούς, τους φόβους, τη μελαγχολία αυτής της μετάβασης. Πατώντας πάνω στην εξομολογητική ποίηση της Σύλβια Πλαθ και της Ανν Σέξτον, παίρνει συχνά τη μορφή ημερολόγιου κατά τη διάρκεια 8 χρόνων, όπως μας λέει και η ίδια στον πρόλογό της.
Ο χρόνος και ο έρωτας παίζουν κεφαλαιώδη ρόλο στη γραφή της. Καταγράφει την υπαρξιακή αγωνία που βιώνεται μέσω του έρωτα και παίρνει μορφή συμπαντικής τοπιογραφίας: «Λένε ότι από το διάστημα βλέπεις το μέλλον, το παρελθόν και το παρόν αντικριστά, Κοίταξέ μας και ψιθύρισέ μου σ’ ένα από αυτά, Δεν είναι όμορφη η ζωή όταν τελειώνει;» Τι ωραία, τι τρομακτική εικόνα φτιάχνει η σκέψη της ζωής μέσα σε ένα σύμπαν που εμπεριέχει το σύνολο της ζωής μας.
«Σκέφτηκες ποτέ, Αν οι σκιές σκιάζουν εμάς, Ή αν τις σκιάζουμε εμείς;» Είμαστε εμείς που έχουμε σκιά ή είμαστε αντανάκλαση της σκιάς μας; ρωτάει η Ε. Κ. θυμίζοντάς μας τον αρχαίο Κινέζο δάσκαλο Τσουάνγκ-Τζι που, ξυπνώντας από το όνειρό του με την πεταλούδα, αναρωτιέται αν είναι αυτός που την ονειρεύτηκε την πεταλούδα ή το αντίστροφο.
«Άραγε είμαστε υπαίτιοι για το σκοτάδι μες στο οποίο κρύβονται;… Σκέφτηκες ποτέ ότι γίναμε μόνιμοι κάτοικοι στις κοινές μας αναμνήσεις για να θυμόμαστε πως ήταν όταν αληθινά μας αγαπούσαν;» Το σκοτάδι εν τη απουσία της αγάπης, η μοναδικότητα των αναμνήσεων που χαρίζει ένας καταιγιστικός έρωτας. Η αποδόμηση της ταυτότητας, του προσωπικού μας κόσμου όπως βιώνεται μέσα από τον ερωτικό χωρισμό. Το τραύμα του τέλους, η ματαίωση που κρατά τον άνθρωπο δεμένο στο παρελθόν. Που μεταφέρει εαυτόν ως κέλυφος στο παρόν, ο ερωτευμένος που αισθάνεται λειψός, ανεπαρκής, που αναζητά την ταυτότητα, την ίδια του την ύπαρξη μέσα από τον Σημαντικό Άλλον.
Και, καθώς ερωτεύεται και αργότερα καθώς απομαγεύεται, ψάχνει για την καινούρια λέξη, για την κατάλληλη λέξη. Επιθυμία, φαντασίωση, «αμέτρητα ηλίθια ποιήματα» – η ποιήτρια οργίζεται με την ανεπάρκεια λέξεων. Ζητά συγγνώμη γιατί δεν μπόρεσε να εκφραστεί, γιατί δεν βρήκε τον τρόπο να καταθέσει την άβυσσο των αισθημάτων που αναδεύει ο έρωτας. Από ποιόν ζητά τη συγγνώμη, αφού εκείνος ο Άλλος δεν γνωρίζει; Μα από τον εαυτό της. Απευθύνεται πάντα σε κάποιον, κάτι ζητάει από τον συνομιλητή της· του ζητάει αγάπη, αναζητάει τη ζωή μέσα απ’ αυτόν τον Άλλον, συνομιλεί με τη ζωή, συμφιλιώνεται, εντέλει, με τον χρόνο. Μιλώντας για τον Έρωτα, μας μιλάει για τον ‘Ερωτά της για την ζωή. Για τον φόβο της να παραμείνει σε ένα τόπο, σε ένα θέμα, σε έναν άνθρωπο. Τον φόβο της να παραμείνει η ίδια.
Ανακαλεί την μνήμη εκείνου που η ίδια υπήρξε. «Σ’ εκείνη την κηδεία πήγα μόνη… Η κηδεία ήταν δική μου». «Ξαφνικά θυμήθηκα τ’ όνομά μου. Για μερικά δευτερόλεπτα θυμήθηκα: μόνη μου πνίγηκα. Εγώ ήμουν η σωτηρία μου, εγώ κι ο θάνατός μου. Τουλάχιστον εγώ πρόλαβα να ζήσω για να γράψω γι’ αυτή μου την ανάσα που πρόλαβα να κλέψω από το απόλυτο σκοτάδι της λήθης που επιφέρει ο χρόνος στο διάβα του προτού μπει φως στο δωμάτιο πριν τα φώτα του δρόμου σβήσουν».
Κι ύστερα είναι ο χρόνος. Η Ε. Κ. ερευνά το ανεπίστρεπτο του χρόνου, τον οδυνηρό αποχωρισμό από τον «παράδεισο» της παιδικής ηλικίας, το πένθος που προκύπτει με την απόσπαση αυτού του τμήματος του εαυτού μας, την αίσθηση «σαν να την έζησε κάποιος άλλος. Κι εγώ προσπαθώ να βάλω τα κομμάτια σε μια σειρά για να βγάλω νόημα εκεί που δεν υπάρχει κανένα».
Τρέχει σε μια ανθρωπογεωγραφία απροσδιόριστη αλλά ποτέ όμοια με την προηγούμενη. Ωστόσο η αγωνία της είναι ίδια. Είναι ο φόβος της πλήξης, της μοναξιάς. Ο κυνισμός συνυπάρχει με τον ρομαντισμό, η λαχτάρα για τη ζωή κοχλάζει μέσα από τις γραμμές, η ανυπομονησία του νέου να ζήσει περισσότερο, να ζήσει γρηγορότερα, συνυπάρχει με την αίσθηση της απώλειας που σηματοδοτεί ένα τέλος, αλλά επιπλέον ενέχει την κυκλικότητα του χρόνου. «Αφηγούμαι την ίδια την ιστορία μου από το τέλος της, για να καταλάβω πως το τέλος είναι κι η αρχή της». Είναι το διττό της ζωής, όπως δηλώνει ο τίτλος: Η καταγραφή της στιγμής πριν αυτή περάσει, το φως που θα φωτίσει το δωμάτιο διώχνοντας το όνειρο, το φως που θα φωτίσει το δωμάτιο ζωντανεύοντας το όνειρο, δίνοντάς του ζωή.
Η ασθματική γραφή της Ελένης Καλαντζή ψάχνει εναγωνίως, βρίσκει και χάνει. Ξέρει και μαθαίνει να σκάβει εντός, ενώ ταυτόχρονα, και χωρίς ποιητικούς ακροβατισμούς, με τη γλώσσα της ειλικρίνειας, ψηλαφίζει για τη σωστή λέξη που θα δώσει την ουσία· ερευνά τη μορφή τόσο τη δική της όσο και του έργου. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα πρώτη προσπάθεια που συγκινεί με την αλήθεια, το θάρρος και τη χειμαρρώδη γραφή της.
Βιογραφικό: H Ελένη Καλαντζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1995 και σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. Από παιδί αγαπούσε την φωτογραφία. Το 2020, πήρε υποτροφία για να κάνει μεταπτυχιακό σε Σκηνοθεσία και Κινηματογραφική Παραγωγή στο Πανεπιστήμιο του Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας. Έκτοτε εργάζεται ως κινηματογραφίστρια και έχει σκηνοθετήσει δικά της ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους. Στον ελεύθερο χρόνο της γράφει ποιήματα άκρως βιωματικά και σενάρια μυθοπλασίας για ταινίες που ονειρεύεται να κάνει στο μέλλον.