Θα σας πω μιαν ιστορία/ που δεν είναι κωμωδία/ μα ούτε είναι τραγωδία/
Είναι απλώς μια ιστορία/ για έναν νεαρό κιουρέτορ και μια όμορφη κυρία/
Σε αμαρτωλά μουσεία.
Είναι άγριο το συναίσθημα όταν η δυσάρεστη αποκάλυψη προέρχεται από πρόσωπο λατρευτό, από πρόσωπο που είναι πάντα εκεί για σένα προσφέροντας, όποιο κι αν είναι το κόστος, αγάπη και προστασία.
Η Μάριον ήταν δεν ήταν τριών ετών όταν, κρατώντας ένα βιβλίο με ζωγραφιές, έδειξε γεμάτη χαρά στη γιαγιά της τον Άγιο Βασίλη. Λαχταρούσε να μοιραστεί μαζί της την προσμονή της ευδαιμονίας που εξέπεμπε η χαρούμενη, πολύχρωμη εικόνα με έναν Άγιο Βασίλη παχουλό, γελαστό και κοκκινομάγουλο, κοκκινοφορεμένο και φορτωμένο με ένα σακί ξέχειλο κάθε λογής δώρα. Η αποκαθήλωση την τράνταξε, άλλαξε τον κόσμο της για πάντα. «Ο Άγιος Βασίλης, Μάριον παιδί μου, λέγεται για τους Χριστιανούς Άγιος Νικόλαος κι είναι γέρος και ισχνός, ένας ταλαιπωρημένος άγιος, καμία σχέση με αυτό που μου δείχνεις», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων είπε η γιαγιά της. Και συνέχισε, «Αυτός ο ασπρογένης παλιάτσος διαφημίζει την Coca Cola, θα ‘πρεπε να ντρέπονται, και τι δεν κάνουν για το κέρδος, πρόκειται για ιεροσυλία». Τα λόγια αυτά βγήκαν με απροσδόκητη σκληρότητα, ή τουλάχιστον με ιερή οργή, από το στόμα της επίσης αγίας γιαγιάς της, η οποία, πρέπει να πούμε ότι είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους, και αυτό το έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Θα μου πεις τώρα, σιγά, κάπως έτσι έγινε με όλους μας, πρόκειται για ένα από τα πρώτα πλήγματα που θα δεχτεί ο δυτικός άνθρωπος, ένα πρώιμο ράπισμα που προμηνύει τα δεινά της ενήλικης ζωής.
Υπάρχει όμως λόγος που αφηγούμαστε αυτή την ιστορία. Η μικρή Μάριον, λοιπόν, πόνεσε τόσο, που αίφνης είδε τη γιαγιά της κάτω από τελείως διαφορετικό φως, σαν έναν άνθρωπο που δεν ήθελε το καλό της -κάτι που κατά βάθος ήξερε ότι δεν ήταν αλήθεια. Όμως ήταν η πρώτη φορά που της πήρανε το όνειρο – που δεν ήξερε καν ότι ήταν όνειρο – αυτή ήταν η αλήθεια για τη μικρούλα Μάριον.
Ο χρόνος πέρασε, ο χρόνος περνάει, και βρισκόμαστε στο τώρα, περίπου. Και βρισκόμαστε σε ζωές ενήλικες, από εκείνες που μας προμήνυσε εκείνη η αποκάλυψη. Σε ζωές με καριέρες και άγχη και ερωτευμένους και ζηλότυπους εραστές.
Η έκθεση ήταν έτοιμη. Τα εγκαίνια θα γίνονταν σε μια βδομάδα. Σε συνεργασία με ειδικούς του Βρετανικού Μουσείου ο Δημήτρης, νεαρός αρχαιολόγος από την Ελλάδα, με λαμπρές σπουδές στο Stony Brook University, ένα πανεπιστήμιο που βρίσκεται ανάμεσα στα τρία καλύτερα για τον κλάδο της αρχαιολογίας, είχε δουλέψει σκληρά και τα είχε καταφέρει εξαιρετικά ως εδώ. Επί μήνες κάθε πρωί σηκωνόταν από τα χαράματα, έπαιρνε τη γραμμή Σέντραλ, κατέβαινε στην Τότενχαμ Κορτ Ρόουντ και από εκεί, προχωρώντας βόρεια, έστριβε στην Γκρέιτ Ράσελ και αντίκριζε το επιβλητικό κτήριο του Βρετανικού μουσείου, για να κλειστεί εκεί μέσα ώσπου να πέσει η νύχτα. Τώρα συγκεντρωμένα εδώ βρίσκονταν γλυπτά από μουσεία όλου του κόσμου: Λούβρο, Πράντο, Ερμιτάζ, Βατικανό. Ακόμα κάποιες συλλογές από τη Ρώμη και τη Βιέννη είχαν προσφέρει τα εκθέματά τους για αυτή τη σχεδόν πλήρη, μονοθεματική έκθεση: επρόκειτο για έργα γλυπτικής με θέμα τον Γανυμήδη. Γλυπτά που χρονολογούνταν από την εποχή της αρχαιότητας και τους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και πιο σύγχρονα έργα τέχνης, δείγματα νεοκλασικής γλυπτικής, όπως λόγου χάριν το έργο του Μπέρτελ Τόρβαλντσεν από το Μουσείο Τόρβαλντσεν της Κοπεγχάγης, είχαν συγκεντρωθεί σε μια από τις μεγάλες κεντρικές αίθουσες. Ο Δημήτρης είχε καταφέρει να εξασφαλίσει ακόμα και κάποια έργα, αρχαία και σύγχρονα, που βρίσκονταν σπαρμένα σε ιδιωτικές συλλογές. Και αυτό το τελευταίο απαιτούσε ιδιαίτερα διακριτικές διαπραγματευτικές ενέργειες, λόγω της εκκεντρικότητας μερικών συλλεκτών, και κυρίως λόγω του τρόπου απόκτησης των έργων. Με λίγα λόγια υπήρχαν και οι περιπτώσεις κλεμμένων έργων, και εδώ φυσικά οι συνεννοήσεις με τον κάτοχο γίνονταν με πλήρη μυστικότητα.
Η έκθεση είχε ξεσηκώσει πρωτοφανές κύμα ενδιαφέροντος, έκανε σάλο πριν ακόμα ξεκινήσει. Διαφημιζόταν ευρέως σε όλα τα ΜΜΕ της Μ. Βρετανίας, καθώς επίσης και με αναρτήσεις και εικονογραφικό υλικό πάνω στα διώροφα λεωφορεία και στους σταθμούς του υπόγειου της αγγλικής πρωτεύουσας. Φυσικά υπήρχαν και αυτοί που αντέδρασαν. Κάποιοι στενόμυαλοι ήταν που υποστήριζαν ότι η πρωτοβουλία του μουσείου είναι κάκιστη, αφού ωθεί το γενικό αίσθημα προς μια αισθητική, και κυρίως μια ηθική, διφορούμενη, επομένως επικίνδυνη. Μερικοί μάλιστα έφθασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η πρωτοβουλία έγινε εκ του πονηρού· με στόχο τον αποπροσανατολισμό του κοινού από τα πραγματικά του προβλήματα.
Ας θυμηθούμε όμως τον μύθο του Γανυμήδη. Σύμφωνα με την ομηρική παράδοση ο Γανυμήδης ήταν ένα πανέμορφο νεαρό βοσκόπουλο, το κάλλος του οποίου δεν πέρασε απαρατήρητο από τον πανηδονιστή Δία. Ο αθεόφοβος αρχι-θεός των αρχαίων Ελλήνων τόσο ενθουσιάστηκε από τον καλλονό πληβείο που, όταν τελείωσε μαζί του δεν τον άφησε στη Γη, όπως έκανε με όλες τις γυναίκες ερωμένες του -αλίμονο!- παρά τον πήρε μαζί του στον Όλυμπο για να τον έχει παραπόδας, και μάλιστα δίνοντάς του την αρμοδιότητα του οινοχόου.
Το πρόσωπο του Γανυμήδη και του προστάτη του Δια τροφοδότησε την τέχνη ανά τους αιώνες, επομένως υπήρχε άφθονο υλικό. Η συγκεκριμένη όμως έκθεση δεν είχε προηγούμενο, ήταν μοναδική. Πρώτη φορά μαζεύονταν σε μία έκθεση όλα τα γλυπτά, η μεγάλη πλειοψηφία τους έστω. Όσο για τον Δημήτρη, αυτός ήταν πράγματι αξιοθαύμαστος, διότι είχε αναλάβει πολλαπλό ρόλο. Μελέτη, έρευνα, διαπραγμάτευση, συγκέντρωση των έργων. Και, έχοντας υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια, ήταν περήφανος για τον εαυτό του.
Όμως. Υπήρχε μια τόση δα μικρή αλλά απολύτως κεφαλαιώδης λεπτομέρεια. Μια έλλειψη, που εξαιτίας της το μουσείο υποστήριζε ότι η έκθεση δεν ήταν ολοκληρωμένη. Και αυτό διότι τα γλυπτά αυτά καθαυτά δεν ήταν ολοκληρωμένα.
Παραδομένος σε μια δίνη ανάμικτων συναισθημάτων, παραδέρνοντας ανάμεσα στην ευφορία και την αγωνία, ο Δημήτρης προχώρησε στην αίθουσα και επέλεξε να σταθεί μπροστά σε ένα γλυπτό του Γανυμήδη που, όρθιος πλάι σε ένα κορμό δέντρου, τάιζε στο στόμα έναν μεγαλειώδη αετό. Θυμόμαστε ασφαλώς ότι ο αετός, σύμφωνα με τον μύθο, δεν είναι παρά μία ακόμα από τις πολλές μεταμορφώσεις του Δία που πήρε τη μορφή του βασιλέα των πτηνών για να προσεγγίσει ευκολότερα και να αποπλανήσει με τη μορφή αυτή το αντικείμενο του πόθου του. Γνωρίζοντας ίσως, ως θεός που ήταν, ότι η ωραιότης του εν λόγω νεανία ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την ευφυΐα του, ο πατέρας των θεών επέλεξε να μεταμορφωθεί στο συγκεκριμένο πτηνό, πιθανολογούμε για να μην τον ανταγωνιστεί με τη διάνοιά του· ιδού μια απόδειξη πραγματικής αγάπης! Στο σημείο αυτό οφείλουμε να πούμε κάτι που θα αποκαθηλώσει μάλλον στα μάτια σας τον βασιλιά των πτηνών. Ορνιθολογικοί κύκλοι διαδίδουν ότι η μνημειώδης εμφάνιση του αετού είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ευφυΐα του – όπως και του Γανυμήδη άλλωστε – , με δυο λόγια ο αετός είναι βλακωδέστερος κι απ’ το ταπεινό κοτόπουλο.
Το βλέμμα του Δημήτρη πλανήθηκε στο πανέμορφο κεφάλι, το πλαισιωμένο από πλούσιους βόστρυχους, στο υπέροχο παράστημα, στα καλλίγραμμα άκρα, στο χέρι που τάιζε το περήφανο, πλην όμως παντελώς πλέον αποβλακωμένο από τον έρωτα, πτηνό. Είναι παράξενα τα παιχνίδια που παίζει ο νους. Έτσι τώρα ο Δημήτρης, κοιτώντας τον μεταμορφωμένο από ερωτική υστεροβουλία Δία, σκέφθηκε την ταλαίπωρη την Ήρα και το ζόρι που τραβούσε με τις αλλεπάλληλες απιστίες του άντρα της, και στη συνέχεια, παίρνοντας μια ακόμα περίεργη στροφή, ο νους του επικεντρώθηκε στην όμορφη μνηστή του, την Μάριον. Τι να κάνει άραγε τώρα, αναρωτήθηκε αγχωμένος, καθότι και πολύ ζηλιάρης. Με τους ρυθμούς που δούλευε τον τελευταίο καιρό φοβόταν ότι είχε παραμελήσει την όμορφη Μάριον.
Με τη σκέψη της ωραίας να τον ταλανίζει ευχάριστα, το βλέμμα του έπεσε στο σημείο του κορμού του αγάλματος, στο σημείο ακριβώς αυτό που αποτελούσε το αίτιο του επαγγελματικού του προβλήματος· κάτι που έδιωξε το ευχάριστο περιορίζοντας την αίσθηση στο βασανιστικό. Οπότε μπορείς να πεις ότι τώρα είχε δύο βάσανα σε ένα. Το βλέμμα του, που λέτε, έπεσε στην περιοχή κάτω από τη θαυμαστά επίπεδη κοιλιά, λουσμένη σε ένα ρόδινο θάμπος καθώς ο ασθενικός λονδρέζικος ήλιος τρύπωνε από τα ψηλά παράθυρα. Και για να μην σας κρατούμε άλλο σε αγωνία, και αν δεν το έχετε ακόμα καταλάβει, κάτι μάλλον απίθανο, θα το αφήσουμε να το πάρει το ποτάμι· το έλλειμα της συλλογής ήταν τα γεννητικά όργανα του γλυπτού. Τα οποία, όπως και των περισσότερων αγαλμάτων της έκθεσης, είχαν την τύχη πολλών μνημείων της αρχαιότητας όταν, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, έπεσαν θύματα θρησκόληπτου φανατισμού. Τάγματα έξαλλων μοναχών ξεσήκωναν τον αδαή όχλο που ξεχυνόταν στους δρόμους και επιδιδόταν σε αποτρόπαιους βανδαλισμούς. Και φυσικά πρώτοι στη λίστα ήταν οι φαλλοί των υπέροχων αρχαίων γλυπτών.
Στο σημείο αυτό να σταθούμε λίγο για να ενημερώσουμε ότι ακόμα και ο Άγιος Νικόλαος, ένας επίσκοπος που έγινε γνωστός στη δύση με το όνομα Άι Βασίλης, θεωρείται υπεύθυνος για την καταστροφή του περίφημου Ιερού του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας. Ανατριχιάζοντας σύγκορμος, ο Δημήτρης είδε μπροστά του την εικόνα του καλοκάγαθου αγίου που, αντί για σακούλι με δώρα, κραδαίνει ένα τσεκούρι και, με ιερό χαμόγελο, καταστρέφει, ακρωτηριάζει, θρυψαλιάζει. Ο Δημήτρης μόρφασε στη θέα του κομμένου πέους του ωραιότατου μαρμάρινου νεανία, σε συνδυασμό με τη σκέψη του τσεκουροφόρου αγίου, διπλώθηκε στα δυο από ένα σφάχτη σχεδόν σωματικό.
Πονεμένος βγήκε από τη μεγάλη αίθουσα και διέσχισε τους σιωπηλούς διαδρόμους προς το γραφείο του. Αλλά, καθώς προχωρούσε σκυθρωπός, το μάτι του πήρε τον αξιολάτρευτο πισινό της ερωτικής Μάριον. Τι δουλειά έχει εδώ; σκέφτηκε πρασινίζοντας από τη ζήλια, ενώ έβλεπε την άκρη της υπέρκομψης φούστας της να στρίβει στη γωνιά. Το γραφείο της είναι στον τρίτο όροφο, τι γυρεύει εδώ κάτω; Μπας και πάει στα ιδιαίτερα του εφόρου;
Η Μάριον προσπέρασε τις αίθουσες του ισογείου και έστριψε αριστερά στο Κυκλικό αναγνωστήριο. Εκεί κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω της. Ο Δημήτρης κοίταξε κι αυτός. Αυτό ήταν όλο αυτό τον καιρό, σκέφτηκε βράζοντας, καθώς από την μεγάλη αίθουσα είδε να βγαίνει ο έφορος. Οι δυο τους συναντήθηκαν στα μισά και συνέχισαν να περπατούν σιωπηλοί. Τα βήματά τους αντηχούσαν ξερά στους γυαλιστερούς διαδρόμους, με τον Δημήτρη να τους ακολουθεί παραπόδας, εντελώς αθόρυβα· η ανάγκη του να είναι ξοπίσω τους, δεμένος θαρρείς με άρρηκτο σκοινί, ήταν τόση που τον μεταμόρφωνε σε κάτι ασώματο, σε πνεύμα χωρίς υλική υπόσταση, σ’ ένα μαινόμενο πνεύμα παρανάλωμα των παθών του. Θα τους σκοτώσω! Θα τους σκοτώσω και τους δυο! έλεγε και ξανάλεγε μέσα του, και οι λέξεις μετατρέπονταν σε ιερό mandra που του συσκότιζε το νου.
Το ζευγάρι άρχισε να κατεβαίνει τις σκοτεινές σκάλες που οδηγούσαν στα υπόγεια. Ο Δημήτρης δεν είχε πια την παραμικρή αμφιβολία για το τι συνέβαινε, και σε μια στιγμή, μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο, πετάχτηκε μπροστά τους ζητώντας εξηγήσεις σε γλώσσα ακατάληπτη, που όμως αρκούσε για την Μάριον, αυτή πάντα τον καταλάβαινε. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις», του είπε στερεότυπα. Τι άλλο θα έλεγε, σκέφτηκε ο Δημήτρης έξαλλος. «Ήθελα από καιρό να σου το πω», συνέχισε εκείνη ατάραχη, «από την άλλη όμως ήθελα να δω και την έκπληξή σου. Ακολούθησέ με».
Κατέβηκαν κι άλλο, σε χώρους που ο Δημήτρης ούτε που ήξερε ότι υπήρχαν. Προχωρούσαν και οι τρεις, με τον έφορο να τους ακολουθεί τώρα, σε όλο και πιο δαιδαλώδεις διαδρόμους, σε στοές που στένευαν τόσο ώστε μόλις που χωρούσαν να περάσουν. Ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες, αιώνες όταν πια, διασχίζοντας μια σκοτεινή σήραγγα, βρέθηκαν μπροστά σε μια χαμηλή, σιδερένια πόρτα με ένα παράξενο ανάγλυφο . Ήταν δυο φαλλοί τοποθετημένοι αντικριστά ο ένας στον άλλον, με τα κεφάλια τους να ακουμπούν σχεδόν μεταξύ τους, ενώ στο «λαιμό» φορούσαν ένα κολάρο που κατέληγε σε φτερά. Στο πίσω τους μέρος φύονταν δυο λιονταρίσια πόδια που πάνω τους κάθονταν οι φαλλοί. Και πάνω η επιγραφή: ΤΟΥΤΟ ΕΜΟ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΣΟΙ[1].
Η Μάριον άνοιξε τη χαμηλή πόρτα και σκύβοντας βρέθηκαν σε μια μεγάλη θολωτή κάμαρα, σε μια κρύπτη. Η πρώτη αίσθηση ήταν η οσμή, εκατοντάδες κεριά άναβαν σκορπώντας τη γλυκόθερμη ευωδιά της κηρήθρας. Έπειτα, και καθώς τα μάτια συνήθισαν στο χρυσαφί ημίφως, ο Δημήτρης άρχισε να διακρίνει τον χώρο. Ερμαϊκές στήλες, σαν εκείνες της Δήλου δεξιά κι αριστερά, με το κεφάλι του Ερμή και ανάγλυφα γεννητικά όργανα που λειτουργούσαν σαν συνοριακοί λίθοι, σαν οδοδείκτες που όριζαν τον χώρο οδηγώντας τους στο βάθος. Άφωνος περπάτησε στον δρόμο που χάρασσαν, για να βρεθεί ανάμεσα σε ένα πλήθος αρχαία αντικείμενα φαλλικών απεικονίσεων. Προτομές με φαλλούς επικεφαλής, λυχνάρια και κοσμήματα σε σχήματα φαλλικά. Tintinnabulums, μελωδικά ανεμόκρουστα, τα chimes αρχαίων εποχών, αντικείμενα που κρεμούσαν στους κήπους και στις εισόδους σπιτιών και καταστημάτων που με το απαλό φύσημα του ανέμου έβγαζαν έναν γλυκό ήχο. Και όλα με τους φαλλούς ανέπαφους, ούτε η παραμικρή καταστροφή.
the the British Museum Parthenon hall (incidentally)
“Είναι όλα δικά σου. ‘Αυτό για σένα και αυτό για μένα’“, του έλεγε τώρα η Μάριον, “είναι το δώρο μου για τις γιορτές που θα ολοκληρώσει την έκθεσή σου και θα σου φέρει καλή τύχη, όπως κάνουν πάντα τα Tintinnabulums“. Και, βλέποντας το κατάπληκτο ύφος του, συμπλήρωσε, «Ήταν κάτι που όφειλα και στον εαυτό μου και στην αγαπημένη μου γιαγιά. Έπρεπε να μας αποδείξω ότι ο άγιος της αφθονίας και της χαράς υπάρχει… μην το ψάχνεις, ίσως κάποια στιγμή να σου εξηγήσω. Για την ώρα, ας πούμε ότι ο Άγιος Νικόλαος κατάλαβε το λάθος του και, φορώντας τον γιορτινό αγιοβασιλιάτικο εαυτό του, μάζεψε ό,τι μπορούσε να μαζευτεί και μας τα προσφέρει. Όσο για το Μουσείο, μην ανησυχείς. Όλα έχουν γίνει εν πλήρει μυστικότητα. Επιπλέον κανείς δεν θα ρωτήσει να μάθει την προέλευση των ευρημάτων, το ξέρεις δα αυτό».
[1] Αυτό για σένα και αυτό για μένα.