You are currently viewing Έφη Φρυδά. Ο κύριος Τιμολέων, για 15 λεπτά της ώρας λέων

Έφη Φρυδά. Ο κύριος Τιμολέων, για 15 λεπτά της ώρας λέων

Οι μαθητικές εκδρομές είναι πάντα κορυφαίο γεγονός στο σχολικό έτος. Φέτος η 3η λυκείου Ηλιούπολης έχει με το αίμα των γονιών μαζέψει τα χρήματα για την τριήμερη εκδρομή στο Παρίσι. Τα παιδιά είναι όλη τη χρονιά στα κάγκελα, τα έχουν φτύσει με τη στριμόκωλη έως απελπιστική κατάσταση στο σπίτι, με τα εντατικά φροντιστήρια για τις Πανελλαδικές, με τους καθηγητές τους που, μες στην εργασιακή ανασφάλεια, δεν ξέρουν που πατούν και που βρίσκονται. Προσθέστε σε αυτά και την πλήξη του εκπαιδευτικού συστήματος και η εικόνα συμπληρώνεται. Τα παιδιά δεν βλέπουν την ώρα να βρεθούν στην πόλη του φωτός για να φύγουν μακριά από το καταπιεστικό ημίφως της δικής τους πόλης. Η κυρία Συμεωνίδου Άρτεμις έχει καταφέρει, με νύχια και με δόντια να συγκεντρώσει 20.000 ευρώ για την εν λόγω εκδρομή. Την ημέρα εκείνη, τρέμοντας κυριολεκτικά υπό το βάρος της ευθύνης ενός κίτρινου φακέλου γεμάτου εφηβικές προσδοκίες και γονεϊκές στερήσεις υπέρ σκοπού, πάει μετά το σχόλασμα να πιει ένα ποτάκι με την φίλη της την Ευδοκία, μπας και χαλαρώσει λιγάκι.

Η ώρα είναι δέκα και μισή, ημέρα Τετάρτη. Ο κύριος Τιμολέων Λάμπρου[1] επιστρέφει σπίτι, φορτωμένος με το βαρύ του χαρτοφύλακα, από το γραφείο όπου τελευταία μένει όλο και πιο αργά. Όσο υπάρχει ακόμα δουλειά… Αυτή την ώρα τα δρομολόγια του μετρό είναι πιο αραιά. Η αποβάθρα σχεδόν έρημη, ένα ζευγάρι μόνο στο βάθος και ένας μεσήλικας με μια βαλίτσα κάπου στο μέσον. Ο Τιμολέων προχωρά προς την άλλη άκρη και κάθεται σε μια από τις μεταλλικές θέσεις. Σήμερα δεν χρειάζεται να προβληματιστεί για το αν πρέπει να μείνει όρθιος για να καθίσει η ηλικιωμένη κυρία, η έγκυος, ο φορτωμένος με τσάντες από τη Βαρβάκειο αγορά κύριος. Όλες οι θέσεις στη διάθεσή του. Αυτό το καλό έχει η νύχτα, σκέφτεται. Σου αφήνει χώρο. Ωστόσο σηκώνεται σχεδόν αμέσως και αρχίζει να βηματίζει νευρικά. Χρόνος αναμονής 14 λεπτά. Αρκετά κάθισα στο γραφείο, χρειάζομαι λίγη κίνηση, η κίνηση κάνει καλό. Σε όλα. Κάνει μερικές διαδρομές πάνω κάτω, από το τέρμα της πλατφόρμας ως τον κύριο με τη βαλίτσα. Κάτι περίεργο συμβαίνει μ’ αυτόν, πρέπει να έχει κάποιο τικ, κάποιον ψυχαναγκασμό –πως το λένε; Όρθιος, με την πλάτη γυρισμένη στις ράγες και αντικρίζοντας τον τοίχο, ξύνει δυο φορές τη μύτη του – όχι, δεν την σκαλίζει, τη χτυπάει ελαφρά – και στη συνέχεια χτυπάει δυο φορές τον τοίχο του σταθμού. Κι ύστερα πάλι από την αρχή. Μια χαρά φαινόταν με την πρώτη ματιά, να όμως που έχει ξεφύγει, δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος. Με το ένα χέρι κρατάει τη βαλίτσα με τα ροδάκια και κρατώντας σταθερά γυρισμένη την πλάτη στη στοά επαναλαμβάνει τη ζευγαρωτή κίνηση με το άλλο χέρι -ρυθμικά και με παλμό. Τι ζόρι να τραβάει άραγε…;

Ο Τιμολέων κάνει μεταβολή και, αφήνοντας πίσω τον κύριο και το τελετουργικό του, βηματίζει ξανά αργά προς το τέρμα του σταθμού, εκεί που τελειώνει η πλατφόρμα και δίνει τη θέση της στις σκιές του τούνελ.

Τι θα γίνει έτσι και κάνω το βήμα, ένα βήμα παραπάνω, ένα βήμα προς το κενό, προς το σκοτάδι; Έχασε η Βενετιά βελόνι… Όμως μια τόσο δραματική κίνηση θέλει αποφασιστικότητα, και ο Τιμολέων δεν τα πάει καλά με τις αποφάσεις, πόσο μάλλον με τις τόσο οριστικές αποφάσεις. Η ζωή τον πάει και τον φέρνει, έτσι είναι η ζωή του. Τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο.

 

 

Thomas Bossard

 

Στέκεται εκεί και κοιτάζει στην οθόνη που είναι τοποθετημένη στο άκρον, ψηλά. Ένας κουρασμένος μεσήλικας στημένος εκεί του ανταποδίδει το βλέμμα. Ο Τιμολέων και ο εαυτός του. Real time. Νιώθοντας μια ξαφνική εξάντληση κατευθύνεται προς τον τοίχο για να ακουμπήσει. Απλώνει το χέρι του σχεδόν στα τυφλά αλλά καθώς κάνει να στηριχθεί το πόδι του γλιστράει στο στενό αυλάκι που διατρέχει τη ρίζα του τοίχου. «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το έχουν αυτό, σε τι χρησιμεύει, κόντεψα να τσακιστώ». Ο Τιμολέων σταθεροποιείται και κοιτάζει κάτω να δει σε τι σκόνταψε. Ένας κίτρινος φάκελος, μάλλον χοντρός, έχει σφηνώσει μέσα στο αδιευκρίνιστης χρησιμότητας αυλάκι. Κάνει να σκύψει, αλλά αμέσως μετανιώνει. Κοιτάζει προσεκτικά τον φάκελο. «Τι να έχει μέσα; Μπα, ασ’ το καλύτερα, δεν θέλω μπλεξίματα. Κάποιος τον έχασε, κάποιου του έπεσε κι εγώ, αφού τον βρήκα, πρέπει να τον επιστρέψω τώρα, να τον παραδώσω. Αυτό είναι το σωστό. Θα τον παραδώσω, αυτό θα κάνω. Ωχ, θα ζητήσουν τα στοιχεία μου, όνομα, τηλέφωνο, διεύθυνση. Άπαπα, δεν μ’ αρέσουν αυτά, μπλέξιμο». Μολονότι η σκέψη του τον απομακρύνει το πόδι του αυτενεργεί και ο Τιμολέων κλοτσάει ελαφρά τον φάκελο και διαπιστώνει ότι δεν είναι σφραγισμένος. «Δεν είναι σφραγισμένος, ανοιχτός είναι ο φάκελος». Τον μετατοπίζει ελαφρά με το πόδι του και μένει με το στόμα ανοιχτό. «Λεφτά… Λεφτά είναι. Μπα, πλάκα μου κάνουν, τώρα θα εμφανιστεί η κάμερα και όλοι γύρω θα γελάνε μαζί μου. Θα γελάσω και εγώ, αυτό είναι το καλύτερο».

Όμως ο Τιμολέων βαθιά μέσα του ξέρει ότι αυτό ακριβώς χρειάζεται για να γελάσει. «Μου τα ‘στειλε ο Θεός, το σύμπαν συνωμότησε και δούλεψε υπέρ μου, οι προσευχές μου εισακούστηκαν, αιτήθηκα και μου δόθηκε. Επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή μου στάθηκα τυχερός», καταλήγει ο Τιμολέων ύστερα από μια συλλογιστική αλληλουχία θετικών στερεοτύπων που θα ζήλευε και ο ενθουσιωδέστερος  life coach.

Αναζωογονημένος κάνει να σκύψει και να τον σηκώσει, αλλά ξάφνου κοκαλώνει σαν κεραυνοβολημένος. Κοιτάζει γύρω του. Το ζευγάρι στο άλλο τέρμα της πλατφόρμας έχει το δικό του χαβά. Ερωτευμένοι είναι, δεν έχουν μάτια για τίποτα και κανέναν, εκτός από τους εαυτούς τους. Ο πιτσιρικάς, καθισμένος κρατά την αγαπημένη του στα γόνατά του και χέρια, γλώσσα και διάφορα άλλα μέλη του αναψηλαφούν με ενδελέχεια σπηλαιολόγου. Όσο για τον κύριο με τη βαλίτσα, αυτός συνεχίζει απόλυτα προσηλωμένος τη λιτανεία των ζευγαρωτών κινήσεων. Δύο μύτη, δύο τοίχος, δύο μύτη, δύο τοίχος… Με το ένα χέρι πίσω από την πλάτη του κρατάει γερά τη βαλίτσα με τις ρόδες και με το άλλο χαϊδεύει, ξεσκονίζει, σκονίζει, μπατσίζει, αγγίζει – ποιος ξέρει τι ακριβώς.

«Δεν με βλέπει κανείς, κανείς δεν με βλέπει. Θα τον σηκώσω, θα σηκώσω τον φάκελο και θα τον πάω στο γραφείο. Ποιο γραφείο, είναι κλειστά αυτή την ώρα. Να τον πάρω και να τον επιστρέψω αύριο καλύτερα, ναι αυτό είναι. Αύριο. Θα τον επιστρέψω αύριο». Και αμέσως μετά: «Σημάδι. Είναι σημάδι, είναι το τυχερό μου, δεν κάνει να πετάξω το τυχερό μου, αχαριστία είναι, κρίμα». Ξανά δεξιά αριστερά, ελεύθερα παντού, ψυχή δεν έχει κατέβει στην πλατφόρμα, εκτός από αυτούς που είναι ήδη εδώ. Αλλά και αυτοί εδώ δεν είναι πραγματικά. Οι ερωτευμένοι στη χώρα των ερώτων και ο άλλος στον δικό του αινιγματικό χώρο. Κάνει κρύο απόψε, όλος ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του –όπου κάνει ακόμα περισσότερο κρύο. Τέσσερις άνθρωποι στον σταθμό, μοιάζουν οι τελευταίοι στην πόλη.

Ο Τιμολέων σκέφτεται λίγο κι έπειτα κάνει ένα κόλπο. Γελάει μέσα του, γελάει με τον εαυτό του, γελάει με το κόλπο που σκέφτηκε, αυτός που δεν ήταν ποτέ για κόλπα. Αφήνει να πέσει ο χαρτοφύλακας από τα χέρια του κι ύστερα, καθώς σκύβει να τον σηκώσει, σηκώνει μαζί και τον φάκελο και τον τοποθετεί πίσω από τον χαρτοφύλακα. Τον κρύβει πίσω του. Τώρα ακουμπάει και τα δύο πάνω στην καρδιά του. Έτσι κανείς δεν τον βλέπει, «Άλλωστε κανείς δεν με προσέχει. Ποτέ.  Κανείς δεν με προσέχει ποτέ εμένα».

 

 Jeffrey Chong Wang. Undergrpound. 2019

Το μπουμπουνητό του συρμού που πλησιάζει από τα σκοτάδια της στοάς τον επαναφέρει, πρέπει να επισπεύσει. Με τον φάκελο πίσω από τον χαρτοφύλακα πλησιάζει τις ράγες. Αποφασιστικά τώρα. Ο συρμός σταματά και ο Τιμολέων βλέπει τον εαυτό του στο τζάμι της κλειστής ακόμα πόρτας του συρμού. Ο φάκελος έχει ξεφύγει κάπως πίσω από τον χαρτοφύλακα και είναι τελείως εμφανής, πιο εμφανής δεν γίνεται. «Μα τι αδέξιος που είσαι!» Με κινήσεις ασυνήθιστα γοργές ο Τιμολέων προφταίνει και τον χώνει στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του πριν ακόμα μπει στο βαγόνι. «Ευτυχώς που φόρεσα αυτό το μπουφάν σήμερα, ήταν το τυχερό μου, τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά. Το τυχερό μου, το τυχερό μου». Οι άλλοι τρεις ταξιδιώτες της νυχτερινής Αθήνας έχουν ήδη μπει σ’ άλλα βαγόνια. «Κανείς δεν με έχει δει σε τούτο δω που μπήκα, όπως μπήκα, είμαι ασφαλής».

Ωστόσο ώσπου να φθάσει σπίτι τού έχει βγει η ψυχή. Θέλει να τρέξει, να γίνει καπνός. Όμως συγκρατείται. «Μη δίνεις στόχο, δεν πρέπει να δίνεις στόχο, μπορεί να σε υποψιαστούν. Ποιος; Δεν ξέρω, όλος ο κόσμος. Περπάτα κανονικά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα».

Επιτέλους σπίτι! Διπλοκλειδώνει την εξώπορτα, κλείνει παντζούρια και κουρτίνες και χώνεται στο πιο εσωτερικό δωμάτιο του σπιτιού, ένα καμαράκι που χρησιμοποιεί για γραφείο. Νιώθει ότι τα δάχτυλά του θα βάλουν φωτιά στον φάκελο καθώς τον ανοίγει, κι ύστερα αμέσως τα νιώθει νεκρωμένα, δεν έχουν αφή. Μετράει. Χαρτονομίσματα των 10, 20, 50, και κάνα δυο των 100 ευρώ, όχι μεγαλύτερα. 20.000. Ξαναμετράει. «Σωστά… 20.000 ευρώ. Ποιανού να ’ναι άραγε; Ποιος ταλαίπωρος τα κλαίει; Αύριο πρωί πρωί. Θα τα παραδώσω. Ναι, αυτό θα κάνω, έτσι είναι το σωστό. Ο άνθρωπος αυτός που τα ‘χασε μπορεί να τα ‘χει απόλυτη ανάγκη, μπορεί να ‘ναι για το παιδί του, για την μάνα του, μπορεί να τα οφείλει σε τοκογλύφους –πού το πας αυτό; Μπορεί να κινδυνεύει η ζωή του. Ίσως είναι άρρωστος και εξαρτάται η ζωή του απ’ αυτά. Αν όμως…πού ξέρεις, αν είναι κάποιου απατεώνα από τους τόσους που υπάρχουν στην κοινωνία μας; Τους διαπλεκόμενους, τους διεφθαρμένους. Αρκετά δεν έφαγαν αυτοί τόσα χρόνια; Πρόκειται για θεία δίκη. Να που υπάρχει Θεός! Μ’ αυτά τα λεφτά εγώ σώζομαι. Θα ξοφλήσω τις κάρτες μου, θα πληρώσω τα κοινόχρηστα, θα κλείσω μερικές τρύπες που με ρουφάνε χρόνια -και το σπουδαιότερο, ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ! θα πάρω τη Χρυσούλα να πάμε ένα ταξιδάκι. Να τα ξαναβρούμε, να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, βρε αδερφέ, το δικαιούμαστε, μας χρειάζεται. Αχ πόσο μας χρειάζεται! Φυσικό είναι μωρέ βαρέθηκε μαζί μου, κουράστηκε η γυναίκα δεν μπορούμε αυτό και δεν μπορούμε τ’ άλλο, τι να σου κάνει; Όχι, θα τα κρατήσω, στο κάτω-κάτω δεν είναι και κανένα ιλιγγιώδες ποσό, για μένα φυσικά είναι, αλλά μπροστά στα δισεκατομμύρια και βάλε που μας έχουνε φάει. Σιγά την κλεψιά… Όχι μην λες αυτή τη λέξη, μη τη λες καν. Δεν είναι κλεψιά, καθόλου δεν είναι. Το τυχερό μου είναι, το ‘παμε! Άλλωστε όλος ο κόσμος «κλέβει», έστω και λίγο, έστω και με κάποια μορφή. Τα πιτσιρίκια κατεβάζουν μουσική, κάποιοι φίλοι μου ταινίες, και μάλιστα με το επιχείρημα ότι οι καλλιτέχνες θέλουν να γίνεται ευρύτερα γνωστό το έργο τους. Και στη μικρή μας καθημερινότητα κλέβουμε, όλοι ανεξαιρέτως. Ενώ κάνουμε δίαιτα τσιμπολογάμε κρυφά από το ψυγείο, όταν δεν μας βλέπει κανείς. Παίρνουμε το εισιτήριο που αφήνει στην έξοδο του μετρό ο απερχόμενος επιβάτης, ή ακόμα ακόμα μπαίνουμε χωρίς να ακυρώσουμε. Μάλιστα έχω μια φίλη –καθ’ όλα αξιοπρεπή κυρία, καλοντυμένη και τα σχετικά- η οποία βάζει ένα καινούριο εισιτήριο μαζί με ένα ακυρωμένο στην τσέπη της και ακυρώνει για δεύτερη φορά και τρίτη ίσως το ακυρωμένο. Και μια φορά που την πιάσανε έτσι την γλίτωσε, λέγοντας ότι είχε ξεχάσει το ακυρωμένο στην τσέπη της και κτύπησε αυτό κατά λάθος… Έλα μωρέ, όλα μια ιδέα είναι. Αρκεί να αλλάξεις λίγο οπτική. Και οι τράπεζες, άσε πια τις τράπεζες, άσε πια το κράτος που μας έχει πηδήξει –φόροι, χαράτσια- παντοιοτρόπως. Εδώ πρόκειται για ξεκάθαρη σύγκρουση συμφερόντων. Για τον τρόπο που βλέπεις την πραγματικότητα. Δεν έχεις παρά να μετατοπίσεις λιγάκι την οπτική σου, τις «αξίες», τα κίνητρά σου. Όλοι θέλουν να περνάνε καλά, όλοι πρώτα απ’ όλα τον εαυτό τους σκέφτονται. Τα λεφτά άλλωστε δεν είναι παρά ένα απλό μέσον συναλλαγής. Εξάλλου εγώ θα τα χρησιμοποιήσω με σωφροσύνη και θα αλλάξω – έστω και προσωρινά, αλλά τόσο δραστικά!- την πραγματικότητά μου. Και πού ξέρεις, αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει μια καινούρια αρχή, να είναι το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Άντε ρε, Τιμολέων, ξεκόλλα! Τι στο διάολο, κορόιδο είσαι εσύ; Έλα τώρα, φτάνει, μην τυραννάς άλλο τον εαυτό σου. Ο κύβος ερρίφθη».

Έχωσε, όπως όπως, τον φάκελο στην τσέπη του – δεν ήθελε να τον αφήσει πουθενά ίσως από φόβο μην τον χάσει κι αυτός. Μήπως και η μοίρα του φακέλου είναι να εξαφανίζεται, να ξεγλιστράει κατεργάρικα από τον κάτοχό του. Πανούργοι καλικάντζαροι ίσως καραδοκούν την ώρα τούτη στο περίκλειστο σπίτι του έτοιμοι να του τη φέρουν.

 

Michael Taylor

 

Ο Τιμολέων πάει στην κουζίνα να τσιμπήσει κάτι. Ανοίγει το ψυγείο. Κατοχικά τα πράγματα. Δεν έχει και πολλά, για την ακρίβεια τίποτα δεν έχει. Ένα αυγό, μια μαραγκιασμένη ντομάτα, ένα κομμάτι τυρί –κατάξερο. Από τότε που τα ‘σπασε με τη Χρυσούλα, από τότε που, μετά από πολλοστές περικοπές μισθού, μετράει και το τελευταίο σεντ, η ζωή του έχει αδειάσει, η ζωή του έκλεισε. «Θα το γεμίσω, θα ψωνίσω ακόμα και φουά γκρα και θ’ ανοίξουμε μια σαμπάνια με τη Χρυσούλα να το γιορτάσουμε. Χαχαχα!!!! Σαν τους μαφιόζους…. Ωχ μαφιόζοι! Κι αν…αν αυτά τα λεφτά ανήκουν σε κάνα μαφιόζο, σε κάποιον από τη ρώσικη, την αλβανική, την κινέζικη –δεν ξέρω ποια μαφία- σε κάναν έμπορο ναρκωτικών, αν τα κουβαλούσε κανένα βαποράκι που ήταν μαστουρωμένο και του πέσανε; Μα ναι, αυτό είναι, μαστουρωμένος ήταν… ‘Η ίσως… ίσως τον κυνηγούσαν. Ω Θεέ μου! Θεέ μου, αυτό είναι, έτσι θα κυνηγήσουν και μένα! Θα με κυνηγήσουνε, θα με καθαρίσουνε, πάει αυτό ήταν. Η ζωή μου τελείωσε, τέλειωσε, είμαι νεκρός!»

Το επόμενο πρωί ο Τιμολέων Λάμπρου, ράκος σωστό, ξεκινάει χαράματα για τα κεντρικά γραφεία του μετρό στο Σύνταγμα. Φυσικά δεν έχει κοιμηθεί όλη νύχτα. Ξενύχτησε σφίγγοντας στην αγκαλιά του τον κίτρινο φάκελο ενώ η συνείδησή του έδινε αλλεπάλληλες και σκληρές μάχες με την ελαστικότητά της. Χύθηκε αίμα. Θα κάνει το σωστό, Ου κλέψεις υπενθυμίζει η Βίβλος. Και μολονότι γνωρίζει πως η Βίβλος δεν έχει υπ’ όψιν της την κάθε ανθρώπινη περίπτωση ξεχωριστά, μολονότι χιλιετίες έχουν περάσει από τότε που γράφτηκε και τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην, και ποιος την έγραψε επιτέλους τη Βίβλο, ποιος φωστήρας της τρισηλίου θεότητας; – ο Τιμολέων, τρέμοντας και κοιτάζοντας κάθε τόσο πίσω από τον ώμο του, παίρνει τον δρόμο για το σημείο όπου θα βάλει –οικειοθελώς, ναι!- τέρμα στο όνειρό του. Οι ενοχές, ο φόβος νίκησαν. Ο Τιμολέων Λάμπρου θα παραμένει πάντα εκπρόσωπος του συγκεκριμένου τύπου ανθρώπου.

 

Max Ernst. Illustration from Une semaine de bonté

Λοιπόν ο Τιμολέων Λάμπρου αποθεώνεται. Γίνονται οι αναπόφευκτες συγκρίσεις. Επιτέλους! Να ένας έντιμος άνθρωπος! Να που τελικά υπάρχουν τίμιοι άνθρωποι σ’ αυτή τη σάπια κοινωνία! Ecce homo! Ιδού ο άνθρωπος! Αναφωνούν απαξάπαντες. Το φανάρι του Διογένη βρήκε επιτέλους τον άνθρωπο!  Τα ΜΜΕ τον παραλαμβάνουν και γνωρίζει και αυτός τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που του αναλογούν. Μάλιστα μια νεαρή και ιδιαιτέρως ευειδής δημοσιογράφος, φέρνοντας το μικρόφωνο πολύ κοντά στο στόμα του σαν να τον προκαλεί να το καταπιεί, τον ρωτάει, του προτείνει ουσιαστικά να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος της πόλης των Αθηνών. «Γιατί η πόλη μας, η αθάνατη αυτή πόλη που στις μέρες μας αργοπεθαίνει, έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο με Α κεφαλαίο. Από έναν άνθρωπο σαν και εσάς, κύριε Τιμολέοντα Λάμπρου!» Και ο Τιμολέων καμαρώνει ο δόλιος και νιώθει αθάνατος εκείνα τα λίγα λεπτά. Αυτό φθάνει για να πιστέψει ότι καλά έκανε, ότι το σωστό ανταμείβεται. Μα ναι, ζωή του θ’ αλλάξει, ακόμα και χωρίς αυτά τα λεφτά! Αφού ο κόσμος αναγνωρίζει το ήθος και το εκτιμά. Το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα, οι φίλοι είναι περήφανοι γι’ αυτόν. Και βέβαια του τηλεφωνεί και η Χρυσούλα και κανονίζουν να βρεθούν για καφέ. Η κυρία Συμεωνίδου Άρτεμις, χεσμένη από το φόβο των συνεπειών – γιατί εκτός από την υποψία της κατάχρησης θα την κατηγορούσαν κι από πάνω ότι ήταν μεθυσμένη, τι σκάνδαλο! – βαθιά ανακουφισμένη τώρα, βγάζει ένα συγκινητικό λογύδριο, με τον κύριο Τιμολέοντα Λάμπρου ως επίτιμο καλεσμένο και ενώπιον της πιτσιρικαρίας της 3ης λυκείου και σύσσωμου του σχολείου. Ο κύριος Τιμολέων «ευεργέτησε» τα παιδιά. Όχι μόνο υλικά, πρακτικά αλλά και ηθικά –προσφέροντάς τους επιπλέον ένα «χρυσό παράδειγμα». «Η λέξη δεν είναι τυχαία», όπως τονίζει με νόημα η καθηγήτρια.

Βέβαια ο Τιμολέων κλαίει κατά καιρούς από μέσα του, μεγάλος θρήνος έχει ξεσπάσει στην καρδιά του, εκεί όπου μόλις πριν λίγες ώρες ακουμπούσε η ζωογόνος δύναμις του χρήματος. Άλλωστε, βλέποντας τους έφηβους γύρω του, καταλαβαίνει, νιώθει την καζούρα που βράζει πίσω από τα σοβαρά πρόσωπά τους. «Ποιος κάνει τέτοια πράγματα στις μέρες μας;» «Βρε τι μλκ@ς! Εγώ πάντως δεν θα τα ‘δινα με τίποτα πίσω». «Ο μπαμπάς μου λέει ότι σ’ αυτή την κοινωνία όσοι πάνε με το σταυρό στο χέρι θα είναι πάντα θύματα».

Όσο για τη Χρυσούλα, όταν συναντιούνται για καφέ, αφού φυσικά τον συγχαίρει για την εντιμότητά του, για την καθαρή του ψυχή, του πιάνει το χέρι, τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια και του ανακοινώνει ότι γνώρισε κάποιον άλλον…

Και ο Τιμολέων Λάμπρου αντιλαμβάνεται ότι η δικαιόσουπα σερβίρεται σε πολύ μικρές μερίδες και είναι ένα πιάτο με πολύ πικρή γεύση.

Όταν όλα αυτά τελειώνουν, όταν γυρνάει στο σπίτι του, στο στενό απ’ όλες τις απόψεις γραφείο του, όταν ο θρήνος για τη χαμένη ευκαιρία τελειώνει και αφού οι έρωτες τον έχουν παρακάμψει, ε και αυτός, ο Τιμολέων αρχίζει να τραμπαλίζεται ανάμεσα στους διπλούς εαυτούς του. Αγγίζοντας, χαϊδεύοντας, μπατσίζοντας, ξεσκονίζοντας, σκονίζοντας –ποιος ξέρει;- ζευγαρωτά και αυτός, σαν τον κύριο με τη βαλίτσα, πότε τον εαυτό του και πότε τα τείχη που τον περιβάλλουν.

 

 

 

[1] Το όνομα Τιμολέων Λάμπρου και ο χαρακτήρας του είναι δανεισμένα από το έργο του Δημήτρη Ψαθά “Φωνάζει ο κλέφτης”.
2. η χαρακτηριστική εικόνα είναι του σύγχρονου Βρετανού ζωγράφου Michael Taylor.

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.