Μυστήριο, αισθησιασμός, αγριότητα, αιφνιδιασμός και απαλότητα, δύναμη και σαγήνη. Το αίνιγμα της γάτας. Αυτά είναι και τα χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στην τέχνη αλλά και στη ζωή της Λεονόρ Φινί. Μιας γυναίκας πολύ μπροστά από την εποχή της (30-8-1907 έως 18-1-1996), που έζησε πέρα από συμβάσεις, έξω από καλλιτεχνικά και κοινωνικά στερεότυπα. Που αποφάσισε ότι θα ζήσει και θα δημιουργήσει με τους δικούς της όρους. Περήφανα αμφισεξουαλική, με έντονη ερωτική ζωή με τα διαβόητα ménage à trois, με την άρνησή της να ενταχθεί στο ρεύμα των σουρεαλιστών (όπως άλλωστε η φίλη και, για ένα διάστημα, ερωμένη της Ντοροθέα Τάννινγκ) αν και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσά τους. Μαξ Ερνστ, Νταλί, Λεονόρα Κάρρινγκτον, Κριστιάν Ντιορ, Μαν Ρέι, Μπαλτύς, Ντόρα Μααρ, Ζαν Κοκτώ, Ζωρζ Μπατάιγ, Μπριζίτ Μπαρντώ, Κάρλος Καρρά, Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Ενρί Καρτιέ-Μπρεσσόν, Ζαν Ζενέ ανάμεσα σε αυτούς που την εκτιμούν και είναι φίλοι της.
autoportrait. 1938
Οι πίνακές της μυστηριακοί, απεικονίζουν γυναίκες δυνατές που κατοικούν κόσμους μυθικούς, ανεξήγητους και εμπλέκονται σε παιχνίδια εξουσίας που ο θεατής αδυνατεί να καταλάβει. Η ίδια λέει, «Ζωγραφίζω εικόνες που δεν υπάρχουν και που θα ήθελα να δω». Πολλές φορές οι γυναίκες της εμφανίζονται με τη μορφή της Σφίγγας, με σώμα γυναίκας από τη μέση και πάνω και φτερωτής λέαινας από τη μέση και κάτω. Γυναίκα-μεγάλο αιλουροειδές. Μορφή ανδρόγυνη, δυναμική, αισθησιακή, αινιγματική, που δονείται γεμάτη θηλυκή και μάλλον τρομακτική ενέργεια. Η Φινί λατρεύει τις γάτες. Η συμβουλή της: «Περιστοιχίσου από όντα και πράγματα αγαπημένα. Κι αν αυτά είναι γάτες, τόσο το καλύτερο». Στη ζωή της είχε αμέτρητες γάτες, οι περισσότερες περσικές, και σε μια φάση ζει με 23 από αυτές που κοιμούνται στο κρεβάτι της και τρώνε στην τραπεζαρία μαζί της.
Leonor Fini, photo Horst P. Horst. 1946
Η Λεονόρ Φινί ήταν από τις πλέον φωτογραφημένες περσόνες της εποχής της. Εγώ, πολύ μικρή ακόμα, τόσο μικρή που δεν καταλάβαινα γιατί, την είχα ξεχωρίσει ανάμεσα στα πρόσωπα που φιγουράριζαν στα περιοδικά που κυκλοφορούσαν σπίτι μας. Ήταν μια εποχή που στην Ελλάδα κυριαρχούσε μια μάλλον βαριά ενέργεια, όπως τουλάχιστον εγώ την αισθανόμουν. Το λαϊκό τραγούδι στο πρόσωπο του Καζαντζίδη, η Πικρή μικρή μου αγάπη στο ραδιόφωνο, τα ιταλικά φωτορομάντζα με τη γυναίκα που κυνηγάει απεγνωσμένα τον έρωτα με σκοπό τον γάμο, η Ατιμασμένη και εγκαταλελειμμένη Στεφανία Σαντρέλι, ο υπέροχος αλλά πεσιμιστικός νεορεαλισμός στον κινηματογράφο. Και από την άλλη ο μακρινός απόηχος της ζωής των τολμηρών και τυχερών της εποχής, αυτών που τελικά προχώρησαν τα πράγματα για τους ίδιους και τον κύκλο τους, για τα γράμματα και τις τέχνες. Για όλους μας τελικά. Για να βρεθούμε εδώ που βρεθήκαμε – Ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω, όπως λέει και σύντροφος Ίλιτς. Πόσο προχωρήσαμε; συχνά αναρωτιέμαι. Αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.
Ανυποψίαστη μικρή, που λέτε, ξεφύλλιζα τα περιοδικά και καρφωνόμουν πάνω στην κομψή, συχνά εξωφρενική, και πάντως ανεπανάληπτη φιγούρα της Λεονόρ Φινί, με τα πλούσια μαλλιά να περιβάλλουν σαν απαλή χαίτη το όμορφο κεφάλι, το καφτάνι στο μπλε του κοβάλτιου, τις γατίσιες μάσκες και τα επιβλητικά κι όμως γεμάτα χάρη καλύμματα κεφαλής από λευκά ή μαύρα φτερά. Η παρουσία της με μαγνήτιζε, ήταν λες και ήξερα ότι και αυτή βυθίστηκε στα βιβλία όταν ήταν μικρή, λες και, παιδάκι πράγμα, έπιανα την αλλόκοτη πλευρά της που σαγηνευόταν από τη γοτθική παράδοση, το ανησυχητικό στα έμβια όντα, που σαγηνευόταν τελικά από καθετί το ανθρώπινο, που φυσικά περιλαμβάνει και τον θάνατο. Έφηβη ακόμα η Λεονόρ συχνάζει στο νεκροτομείο της πόλης, όπου σχεδιάζει τα πτώματα επιχειρώντας το δικό της εναλλακτικό μάθημα ανατομίας.
Chat. 1952
Το κεφάλαιο Λεονόρ Φινί είναι τεράστιο και πολύ σημαντικό για μένα, γιατί εμπεριέχει κάτι δικό μου, αφού με συντρόφευσε τόσο, και τόσο ανεξήγητα στα παιδικά μου χρόνια. Όμως εδώ θα μιλήσουμε κυρίως για τη Λεονόρ και τις γάτες. Για τις σχέσεις της με αυτές, την αγάπη της προς αυτές και για τα έργα που δημιούργησε ενσαρκωμένη μέσα απ’ αυτές.
Λίγα λόγια μόνο για τη ζωή της. Γεννιέται στο Μπουένος Άιρες το 1907 από Ιταλίδα μητέρα, τη Μαλβίνα, που παντρεύτηκε έναν εύπορο επιχειρηματία και μετακόμισε μαζί του στην Αργεντινή. Μην αντέχοντας όμως τον «υπερβολικά αρρενωπό χαρακτήρα του», όπως μας εξομολογείται αργότερα η ίδια η Λεονόρ, παίρνει την κόρη της, μωρό ακόμα, και επιστρέφουν στην Τεργέστη. Ο χωρισμός του ζευγαριού δεν είναι εύκολος. Η Λεονόρ περνάει τα παιδικά της χρόνια μεταμφιεσμένη σε αγόρι, γιατί ο πατέρας της καραδοκεί να την απαγάγει. Από μικρή λοιπόν συνηθίζει τις μεταμφιέσεις και συχνά το cross dressing, και έτσι αργότερα κάνει αίσθηση με τη φυσική χάρη που ντύνεται τα τολμηρά της κουστούμια. Ο ελεύθερος, μποέμικος τρόπος ζωής της μητέρας επηρεάζει επιπλέον την ανεξάρτητη φύση της Λεονόρ. Τα σχολεία το ένα μετά το άλλο αποβάλλουν την επαναστάτρια μικρή Λεονόρ γιατί αρνείται να συμμορφωθεί με τους «κανόνες».
la vie ideale. 1950
Αυτοδίδακτη στη ζωγραφική αποφασίζει να γίνει καλλιτέχνης ύστερα από δύο μήνες που περνά με τα μάτια δεμένα, εξαιτίας μιας σοβαρής ρευματικής επιπεφυκίτιδας. Όταν βγαίνουν οι επίδεσμοι, με τη φαντασία γεμάτη σύνθετες εικόνες που έβλεπε βυθισμένη στο απόλυτο σκοτάδι, ανακοινώνει την απόφασή της να γίνει καλλιτέχνης. Ζωγραφίζει επιπλέον «για να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της». Παιδί παράξενο, διαβάζει αχόρταγα βιβλία που βρίσκει στη βιβλιοθήκη του θείου της – πριν ακόμα συμπληρώσει τα 16 έχει διαβάσει Φρόυντ – , συχνάζει στα μουσεία, όπου μελετά τους Μεγάλους Διδασκάλους, και στο νεκροτομείο της πόλης, όπως είπαμε, για να διδαχθεί με τον δικό της τρόπο τα αιώνια μυστικά του ανθρώπινου σώματος, της ανθρώπινης ύπαρξης στο πέρασμα στην ανυπαρξία. Οι μάσκες που συναντάμε συχνά στα έργα της αναμφίβολα κρατάνε και από τους επιδέσμους στα μάτια της.
Πολύ νωρίς, δεκαεπτά ετών, η Λεονόρ έχει ήδη εκθέσει τα πορτραίτα της και λάμπει στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Τεργέστης. Η κριτικός τέχνης Σάρα Κεντ γράφει για την Φινί, «Διαθέτει το δώρο της φιλίας· όλοι αγαπούν τη ζεστασιά, την ευφυία, την ευαισθησία, την ομορφιά της».
Είκοσι χρονών περίπου μετακομίζει στο Μιλάνο και μετά στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Μαξ Ερνστ, που γίνεται εραστής της και την συστήνει στους σουρεαλιστές. Εκεί λάμπει με την έντονη προσωπικότητα, την εκκεντρικότητα, τη θεατρική της εμφάνιση. «Βάφει τα μαλλιά της μπλε, πορτοκαλί, κόκκινα, χρυσά και συχνά πηγαίνει στα πάρτι ντυμένη ανδρικά, ή φορώντας μόνο άσπρες μπότες και μια κάπα από λευκά φτερά», γράφει πάλι η Σάρα Κεντ.
Ωστόσο η Λεονόρ κρατιέται μακριά από τον ιδρυτή του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, αφού γνωρίζει πολύ καλά πως είναι διαβόητος μισογύνης. Ο δε Νταλί λέει γι’ αυτήν, «Είναι μάλλον καλύτερη απ’ όλους μας . Όμως η τέχνη χρειάζεται αρχίδια». Γι’ αυτά και γι’ αυτά λοιπόν, η Λεονόρ Φινί διαχωρίζει τη θέση της δηλώνοντας, «Δεν είμαι σουρεαλίστρια, είμαι η Λεονόρ!»
Γενναιόδωρη, ταλαντούχα, εντυπωσιακή και βεβαίως αμφιλεγόμενη. Ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής, η ανοιχτή αμφισεξουαλικότητά της και τα διαβόητα ménage à trois σοκάρουν ακόμα και τους Παρισινούς καλλιτεχνικούς κύκλους. Έτσι, παρά την τεράστια δημοφιλία της, την ευρεία αναγνώρισή της και μάλιστα όχι μόνο τους κύκλους των εικαστικών, αλλά και στον κόσμο του θεάτρου, του σινεμά (συνεργάζεται με τον Φελίνι στο 8½ και στην τελευταία του ταινία E la nave va), του μπαλέτου, την κυριαρχία της στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας όπου έκανε εμφανίσεις σε μπαλ μασκέ και φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα με τα φανταχτερά της κουστούμια, κάποια στιγμή περνάει στην αφάνεια καθώς η εκκεντρική της εικόνα και η ριζοσπαστική της ζωή υπερτερεί της τέχνης της στα μάτια του κόσμου.
La Belle et le Bête, 1940. masques Leonor Fini.
Στις μέρες μας η Λεονόρ Φινί θεωρείται πρόδρομος του φεμινισμού, της αυτοδιάθεσης και του ελεύθερου έρωτα και μία από τις σημαντικότερες και πιο υποτιμημένες εικαστικούς του 20ου αιώνα.
‘Dimanche après-midi”. 1980
«Καραδοκώ, το κυνηγώ, το κτυπάω, προσπαθώ να το κάνω να με υπακούσει». Η Φινί μιλάει για το νερό, μια και τα περισσότερα έργα της είναι ακουαρέλες. Της αρέσει αυτό το μέσον έκφρασης, γιατί το νερό είναι ρευστό και, σε ανάμιξη με το χρώμα, γίνεται εκτατό και μπορεί να το τιθασεύσει για να δημιουργήσει το αποτέλεσμα που θέλει στο έργο της.
Φιγούρες αχνές, φτιαγμένες λες από οπάλι, γυναίκες με τις στρογγυλάδες της παιδικής ηλικίας ακόμα στο πρόσωπο αλλά και με κάτι σκοτεινό συνάμα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη γάτα, με πρόσωπο που φέρνει σε αιλουροειδές, παρέα με τις απαλές, μυστηριακές connoiseurs de comfort ίσως και επικίνδυνες γάτες. Γυναίκες-παιδιά, γυναίκες αιώνιες ενός άλλου κόσμου, κρυπτικού, ρευστού και μεταβατικού και μαζί κοφτερού σαν ακονισμένη λάμα, όπου κάθε πινελιά κάνει το υπερφυσικό ρεαλιστικό και το ρεαλιστικό υπερφυσικό. Όπου μορφές παρμένες από τη ζωή πάνω στη γη μας οδηγούν στη σφαίρα του άγνωστου.
Οράματα μοναδικής ομορφιάς μιας σπάνιας γυναίκας που είχε την τόλμη να ζήσει την τέχνη της σαν τη ζωή της και τη ζωή της σαν την τέχνη της. Με την ελευθερία, την “ακολασία” και την παραξενιά της γάτας.