Πάνω απ’ τα κεφάλια μας χρόνια περνούσε
Αθέατο
Οι τοίχοι το ΄ξεραν, αφού τ’ αυτιά τους είχαν,
τη γενεαλογία του εμφανώς καιρό παράτασσαν.
Η οροφή, αρειμανίως καπνίζοντας, σήματα αναβόσβηνε ψηλά για να τα στείλει.
Κάποια απ’ αυτά μες στη σιγαλιά περνούσαν
Άλλα με βρόντο στη γη κατέληγαν.
Εμείς όμως, φορώντας τα καλά μας, τα χέρια σταυρωμένα,
Τα μάτια ξέχειλα με κροκοδείλου υγρασία,
Μισοί τα βρύα απαθείς κοιτάζαμε
Κι άλλοι μισοί τα κορφοβούνια που στα πόδια το είχαν βάλει.
Εκείνο, μάτι ηφαίστειο με βράγχια, ανάμεσά μας κολυμπούσε
Μικροί αναστεναγμοί μαζί με την ανάσα του στην επιφάνεια βγαίναν.
Ώσπου την παράστασή μας την ανούσια σκυλοβαρέθηκε
Και τη δική του, που από καιρό πανέτοιμη ήταν, ν’ ανεβάσει κίνησε
Με όλο της το βάρος.
Nick Alm, 1985. Figurative painter