You are currently viewing Έφη Φρυδά. Τα αχαρτογράφητα μιας αυτο-πραγμάτωσης. «ΥΠΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ», του Ερνστ Ντε Γκέερ. (Το χάος σιγοβράζει αθόρυβα από κάτω)

Έφη Φρυδά. Τα αχαρτογράφητα μιας αυτο-πραγμάτωσης. «ΥΠΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ», του Ερνστ Ντε Γκέερ. (Το χάος σιγοβράζει αθόρυβα από κάτω)

 

Ποιοι είμαστε πραγματικά, ποιος είναι ο αληθινός μας εαυτός; Είμαστε άραγε αυτό που δείχνουμε στους άλλους ή μήπως κρυβόμαστε πίσω από μια μάσκα και παραχώνουμε στις γωνιές τις σκοτεινές πλευρές μας;

Μη όχι καλέ, μη φεύγετε, μη φοβάστε δεν περνάω υπαρξιακή κρίση. Ούτε σκοπεύω να βγάλω τα σώψυχά μου εδώ και τώρα. Βέβαια αν σας ενδιαφέρει, ίσως κάποια στιγμή. Όχι ε;

Ηρεμήστε, δυο κουβέντες μόνο θα πω στη στήλη αυτή του κινηματογράφου – φιλοξενούμενη πάλι της καλής μας Γιούλης Ζαχαρίου την οποία θερμά ευχαριστώ. Είδα την ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Ερνστ Ντε Γκέερ, Υπνοθεραπεία.

Μπορεί μια κοπέλα συνεσταλμένη, εσωστρεφής που προτιμάει να μην πολυμιλάει, που – για χ, ψ λόγους, θεός ξέρει ποιους – δεν εκτίθεται κοινωνικά, μπορεί μια ήσυχη κοπέλα να μετατραπεί σε χρόνο ντε τε σε μια θυγατέρα που αντιμιλάει – ατάραχη επιπλέον – στην άκρως επιτυχημένη και διακριτικά δεσποτική μαμά της, που βγαίνει μπροστά και πιάνει χώρο, που αιφνιδιάζει τον σύντροφό της που αλλιώς την είχε συνηθίσει, αφού αυτός ήταν ως τώρα ο αρχηγός, μπορεί να μεταμορφωθεί σε έναν κορίτσαρο που ντύνεται προκλητικά, που παίρνει πρωτοβουλίες, καλαμπουρίζει, τραγουδάει δυνατά, χορεύει «σαν να μην τη βλέπει κανείς», που ταράζει τελικά τα νερά και δημιουργεί μια απίστευτη αναμπουμπούλα γύρω της.

 

 

Ένα ζευγάρι τριαντάρηδων, η Βέρα και ο Αντρέ, έχουν στήσει μια εταιρία με την ονομασία Epioni που αφορά την υγεία των γυναικών (από τη σύζυγο του Ασκληπιού Ηπιόνη) – ακούγεται μεγαλοπρεπές. Είναι προσκεκλημένοι σε ένα συνέδριο εκλεκτών νέων επιχειρηματιών με την ονομασία Start up, για νεοσύστατες εταιρίες όπου διαγωνίζονται για την πρώτη θέση και που τη 2η ημέρα θα συναντήσουν ενδεχόμενους επενδυτές.

Η ταινία αρχίζει με την Βέρα να κοιτάζει απευθείας τον φακό και να μας μιλάει για την περίοδό της που της ήρθε για πρώτη φορά σε ηλικία 11 ετών. Μας εκμυστηρεύεται ότι ήταν μια τραυματική εμπειρία, ότι η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη, επειδή πάσχει από αιμοφιλία. Αμέσως ο νους τρέχει στον τραγικό μικρό γιο του τελευταίου τσάρου και στον θηριώδη Ρασπούτιν. Υπάρχει ακόμα αυτή η ασθένεια, και μάλιστα σε κοινούς θνητούς; διερωτάσαι αφού όλη η φρικτή ιστορία του καημένου του νήπιου Αλεξέι έχει περάσει από το νου σου. Προσπαθείς να συγκεντρωθείς, δεν θέλει μεγάλη προσπάθεια, η ταινία κορυφώνεται ταχύτατα. «Αυτό που με έσωσε», μας λέει η Βέρα, «ήταν ότι είχα το θάρρος να τρέξω στη μητέρα μου και να της το πω. Τι συμβαίνει όμως”, μας απευθύνει το ερώτημα, “σε πολιτισμούς που δεν έχουν αυτή την κουλτούρα, αυτή την άνεση με το σώμα τους και στη μεταξύ τους επικοινωνία;” Εδώ λοιπόν έρχεται η εταιρία Epioni που στόχο έχει να βελτιώσει την εμμηνορροϊκή υγεία, να ενημερώσει τις γυναίκες σχετικά με το σώμα τους, σε χώρες όχι μόνο του Βορρά αλλά παγκοσμίως, σε υπό ανάπτυξη χώρες, επιμένουν να μας λένε οι δύο συνέταιροι-σύντροφοι. Διότι τα πολιτισμικά ταμπού ίσως κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο, καλοπροαίρετο, ευγενές θα έλεγε κανείς, εγχείρημα. Σαν τα υπόλοιπα της ομάδας εργασίας, όπως θα διαπιστώσουμε· το κλίμα, το νερό κλπ.

Από πολύ νωρίς ακόμα ο σκηνοθέτης μας μπάζει στο θέμα, μας τοποθετεί σε μια θέση όπου δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν αυτό που βλέπουμε είναι αστείο ή δραματικό.

 

Παραμονές του σημαντικού αυτού γεγονότος η Βέρα αποφασίζει να πάει σε μια υπνοθεραπεύτρια για να βοηθηθεί να κόψει το κάπνισμα, όπως ανακοινώνει. Ωστόσο εκεί αποκαλύπτεται ότι το ζήτημα δεν είναι αυτό, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Η θεραπεύτρια εκμαιεύει από την Βέρα την ομολογία ότι πάντα προσπαθούσε να είναι το καλό παιδί, να ικανοποιεί τους άλλους, να πηγαίνει με τα νερά τους για να είναι αποδεκτή. Άλλωστε η θέση της γυναίκας, ακόμα και σε μια χώρα τόσο προηγμένη όπως η Σουηδία, είναι να είναι ευχάριστη, υποχωρητική, ευγενής.

45 λεπτά ύπνωσης και θεραπείας παλινδρόμησης έχουν εκπληκτικά αποτελέσματα για την προσωπικότητα της πρωταγωνίστριάς μας. Η Βέρα βγαίνει κατά πολύ ψηλότερη από το γραφείο της θεραπεύτριας, τα μποτοτάκια της δεν πατάνε πια στη γη. Βέβαια εξακολουθεί να είναι καπνίστρια, όμως μια άγνωστη πόρτα έχει ανοίξει για εκείνη -και για το περιβάλλον της. Η συμπεριφορά της αλλάζει άρδην.

Στην αρχή ο Αντρέ χαίρεται για τη νεοαποκτηθείσα αυτοπεποίθηση της κοπέλας του· συνηθισμένος να την πατρονάρει δεν διστάζει να την επαινέσει που ύψωσε επιτέλους το ανάστημά της στην καπελωτική μαμά της, τραγουδάει μαζί της μες στο αυτοκίνητο ουρλιάζοντας χαρούμενα Start up, Start up· μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο προμήνυμα για την έκβαση της συνάντησης με την ομάδα εργασίας και τους επενδυτές. Αλλά όχι.

Στη συνέχεια, και όσο η Βέρα «ξελύνεται» και αφήνει στην άκρη τις κοινωνικές της αγκυλώσεις, τόσο εμείς μαζευόμαστε στη θέση μας απέναντι στην οθόνη. Με ένα χαμόγελο όμως να απλώνεται στο πρόσωπό μας· διστακτικό και κάπως σκανταλιάρικο.

 

η Βέρα συστήνει στην ομάδα το τσιουάουα

Από αντισυμβατική και  απρόβλεπτη έως προκλητική, έως ενοχλητική,  έως ξεκάθαρα προσβλητική, η Βέρα το τραβάει ως εκεί που δεν πάει. Καλαμπουρίζει με τρόπο όλο και πιο ανάρμοστο, παρουσιάζει στην ομάδα ένα αξιαγάπητο, πλην όμως ανύπαρκτο, τσιουάουα και καλεί μια καθώς πρέπει επαγγελματία της ομάδας να το βγάλουν μαζί βόλτα στο τετράγωνο, για να την προσβάλει αργότερα, πίνει γάλα με κρασί το οποίο το σερβίρει μόνη της στον εαυτό της μπαίνοντας αυθαίρετα πίσω από το μπαρ, την λέει στον γκουρού της ομάδας, τον Τζούλιαν, ξεμπροστιάζει τον σύντροφό της ο οποίος ενώ ο Αντρέ επιθυμεί να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί μοχθεί παρά ταύτα να δημιουργήσει μια σοβαρή και ενδιαφέρουσα εικόνα για τον εαυτό του. Ο Ντε Γκεερ έχει παραλάβει τον Αντρέ τώρα και τις δικές του ανασφάλειες. Και, ως το τέλος, δεν θα τον αφήσει σε χλωρό κλαρί.

Το βράδυ, μετά την παρουσίαση των πρότζεκτ στην ομάδα, ακολουθεί ένα πάρτι στο σικάτο ξενοδοχείο. Εδώ ο Αντρέ  και η δική του ανάγκη για αποδοχή αποκαλύπτονται με τρόπο κωμικοτραγικό· μπαίνει στην αίθουσα ακάλεστος και, αφού δεν υπάρχει θέση για αυτόν ούτε κανείς του προσφέρει, κουβαλάει μια ψηλή καρέκλα στην οποία κάθεται κουρνιασμένος σαν πετεινός σε κολωνακιώτικο κοτέτσι, με τα κανιά του να περισσεύουν πάνω από το στρωμένο με εκλεπτυσμένα πιάτα τραπέζι, σαν λιμασμένος κοπρίτης ριγμένος άσπλαχνα ανάμεσα σε καλοζωισμένα σκυλάκια του καναπέ.

Όταν το ζευγάρι αποσύρεται στο δωμάτιό του, η κάποτε ήσυχη Βέρα βάζει μουσική στη διαπασών μες στη νύχτα και χορεύει ασύστολα με τους χρυσούς τσιγγάνικους κρίκους να ταλαντεύονται στα σουηδικά της αυτιά. Στην ερώτηση του σοκαρισμένου Αντρέ τι της συμβαίνει τού δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν θέλει να κάνει την παρουσίαση όπως την έχουν συμφωνήσει και προβάρει με την personal coach τους και έπειτα μπροστά τον γκουρού και στην ομάδα Start up, διότι αυτή βασίζεται σε ένα ψέμα. Και του αποκαλύπτει ότι δεν είναι αιμοφιλική. Παφ, έσκασε αυτό το δράμα. Και τώρα αρχίζει ένα άλλο.

 

 

Εδώ τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Δεινή η θέση του Αντρέ, τον συμπονάς πραγματικά -σε επαγγελματικό και σε προσωπικό πεδίο. Μην αναγνωρίζοντας πια τη σύντροφό του δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την κατάσταση που του έχει προκύψει. Ωστόσο, νιώθοντας πρωτοπόρος στη φεμινιστική αποστολή του, αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Για να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται, κι ας έχει τις συνέπειες του… ρόλου.

Και τι κάνει; Ναρκώνει την Βέρα. Γιατί; 1) για να ησυχάσει και να μπορέσουν επιτέλους να κοιμηθούν και να είναι ξεκούραστοι την επόμενη, κομβική για την καριέρα τους, ημέρα και 2) σημαντικότερο, για να κάνει μόνος του την παρουσίαση, αφού η Βέρα αρνείται κατηγορηματικά να παίξει έναν ψεύτικο ρόλο.

Δεν θα αφηγηθώ όλη την ταινία, μη σας χαλάσω με σπόιλερς την αμήχανη έως μαζοχιστική απόλαυση. Θα πω όμως ότι το ανάγωγο παιδί που βγήκε μέσα από την Βέρα δεν άλλαξε μόνο την ίδια. Όταν τα πράγματα κλιμακωθούν, και εκεί που φαίνεται πως όλα έχουν πια χαθεί, θα έχουμε ακόμα μια ανατροπή.

Στην ταινία του Ντε Γκεερ τα ψέματα δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Είναι η συμπεριφορά που η κοινωνία περιμένει από όλους εμάς τους ενήλικες. Μια συμπεριφορά συγκρατημένη, ευγενής, σε ένα κοινωνικό/ επαγγελματικό πλαίσιο τακτοποιημένο, ευπρεπές. Είναι επιπλέον η εμμονή μας στο πώς μας βλέπουν οι άλλοι: πιο πλούσιους, πιο ενδιαφέροντες, πιο αποτελεσματικούς κλπ. Ο Ερνστ Ντε Γκεερ δεν χάνει χρόνο στην επιδίωξη των στόχων του: από νωρίς να μας κάνει να νιώθουμε όσο πιο αμήχανα γίνεται. Και το απολαμβάνει.

Πρόκειται για μια ταινία φρέσκια, προκλητική, αντισυμβατική. Ο στόχος διττός. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Από τη μια γελοιοποιεί την τάση της εποχής για αστραπιαία αυτογνωσία και αυτοπραγμάτωση, και από την άλλη  σατιρίζει τον επιχειρηματικό κόσμο, το ψέμα του, την προσποίηση στις κοινωνικές συμβάσεις. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για τον ντε Γκεερ, και ενδεχομένως πιο αρεστό στους θεατές του, να καυτηριάζει κυρίως τον επιχειρηματικό κόσμο, για την υποκρισία που κυριαρχεί, για τους φιλόδοξους νεαρούς, και μη, επιχειρηματίες που «καλοπροαίρετα κινούνται για να σώσουν τον κόσμο», με το αζημίωτο φυσικά, πλουτίζοντας παρεμπιπτόντως.

Έλα όμως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ομολογουμένως περισσότερη πλάκα, είναι μεγαλύτερη η πρόκληση, να βλέπουμε τις κουλαμάρες της Βέρα, που εντέλει σατιρίζουν τους  life coaches και τους gurus που αναλαμβάνουν να μας αποκαλύψουν τον πραγματικό μας εαυτό, να καθοδηγήσουν με απλές συνταγές την πορεία μας στη ζωή. Τη μανία της εποχής μας για αυτό-πραγμάτωση, αυτό-βελτίωση, ό,τι και να σημαίνει αυτό, κι όπου μας βγάλει.

Και βέβαια ο τρόπος που επιλέγει ο σκηνοθέτης είναι σχηματικός, επομένως ειρωνικός· καλά θα ήταν να αρκούσε μία και μόνο συνεδρία με κάποιον ειδικό για να αγαπήσουμε το παιδί μέσα μας και να υπερπηδήσουμε/ αψηφήσουμε τους κοινωνικούς κανόνες. Δεν είναι μόνο για την οικονομία του σεναρίου που συμβαίνει αυτό, αλλά φυσικά και για να υπογραμμιστεί η αφέλεια παρόμοιων διαδικασιών. Ενίοτε, για να μην παρεξηγηθώ, γιατί τι ικανοποιητικότερο από την αυτογνωσία και την αυτοβελτίωση;

 

στο διάλειμμα των γυρισμάτων

Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι έχει απίστευτη χημεία μεταξύ του. Παρά τις υπερβολές που απαιτεί το σενάριο, είναι  απόλυτα πειστικοί· θα μπορούσαν να είναι πραγματικό ζευγάρι. Η ένταση μεταξύ τους, άλλοτε δραματική, άλλοτε κωμική, βγάζει ένα απορημένο, αν και πικρό, γέλιο. Επίσης ο Τζούλιαν, ο γκουρού-εκπαιδευτής, είναι αρκούντως αντιπαθής στον αυτάρεσκο ρόλο του, καυτηριάζοντας τη δημιουργία ειδικοτήτων σαν αυτή της αφεντιάς του. «Η παρουσίασή σου αποτελεί ένα λούνα παρκ νευρικών κινήσεων», λέει στον Αντρέ· και τον μισούμε γι’ αυτό.

Μια σκέψη ακόμα: Όσο έβλεπα την ταινία σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ήταν Έλληνες. Πολύ με διασκέδασε το εναλλακτικό σενάριο που έπαιζε στο μυαλό μου. Φωνές, υστερίες, καταπιεσμένη οργή, σκηνές, ίσως και σωματική βία. Σκέφτομαι τον νεαρό Έλληνα να τηλεφωνεί στην υπνοθεραπεύτρια και να ωρύεται ότι του κατέστρεψε την καριέρα και την προσωπική του ζωή, ότι υπνώτισε τη σύντροφο και συνέταιρό του, να την απειλεί με εξώδικα και να δηλώνει ότι επιφυλάσσεται για κάθε νόμιμη ενέργεια ενώπιον ποινικών και αστικών δικαστηρίων. Να την απειλεί ακόμα και με αφαίρεση αδείας γιατί μεταμόρφωσε την πειθήνια Βέρα του σε μια ασύστολη παιδίσκη. Σε τυφλό όργανό της με σκοπό να καταστρέψει το μέλλον τους· από ζήλεια, από κακία, από τρέλα. βάλε μέσα ό,τι θες. Αλλά ξεχάστε τα αυτά, έξω οι ελληνικές ταινίες! Ούτε καν Λάνθιμος. Και βέβαια ούτε Χόλυγουντ, που μια υπερβολή και μια δικομανία την έχει, πώς να το κάνουμε. Στην οθόνη μας επί μία ώρα και 34 λεπτά έχουμε Σουηδούς. Με απίστευτη ψυχραιμία, αξιοθαύμαστο φλέγμα και πνεύμα.

 

η μαμά, σοκαρισμένη

Δείτε την ταινία. Βέβαια αν είστε τύπος ευπρεπής με τα comme il faut σας, γκαραντί θα υποφέρετε, κάτι όμως μου λέει ότι, αν δεν ανήκετε στους τελειωμένους οπαδούς του καθωπρεπισμού, θα το απολαύσετε τελικά, θα διασκεδάσετε, ίσως να μπείτε και σε σκέψεις, πού το πας αυτό; Αν πάλι είστε συνεσταλμένοι και εσωστρεφείς, εντάξει, εσείς θα περάσετε τα πάθη του λιναριού, τα τεκταινόμενα θα σας φανούν τερατώδη. Μπορεί όμως και να ζηλέψετε, κάτι που στην προκειμένη θα σας σώσει· γιατί, πού ξέρεις, μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και θεραπευτικά για ‘σας. Και ίσως μάλιστα διαπιστώσετε ότι κρασί ανακατεμένο με γάλα είναι μια χαρά ποτό και για ‘σας.

Δυο λόγια ξεκίνησα να πω, είπα και μια κουβέντα παραπάνω. Ας όψεται το χάος που σιγοβράζει…

Περιμένουμε με αδημονία τη δεύτερη ταινία του Van De Geer, ο οποίος παρεμπιπτόντως, από τις 13 υποψηφιότητές του σε διάφορα φεστιβάλ, κέρδισε 9 βραβεία και το πρώτο βραβείο στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Εμείς πάντως ετοιμαζόμαστε αφού πρώτα τραβήξουμε παράμερα τα χαλιά… Άλλα δεν λέω. Enjoy!

 

 

 

 

 

 

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.