Το νέο ποιητικό βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου, που έρχεται δύο χρόνια μετά την τελευταία της ποιητική συλλογή Εποχή αφής (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016) σηματοδοτεί μια βαθύτερη και ευκρινέστερη χάραξη του δρόμου που έχει ήδη ανοίξει η ποιήτρια με το προηγούμενο έργο της. Η Κούλα Αδαλόγλου είναι ίσως η αντιπροσωπευτικότερη γυναικεία φωνή στην ποίηση της Θεσσαλονίκης σήμερα, αλλά και μία από τις πιο ιδιαίτερες και ξεχωριστές φωνές στην σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Η γραφή της διακρίνεται για το χαμηλόφωνο τόνο, την έκταση αλλά και το βάθος του στοχασμού, παράλληλα όμως και για την ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει και αποτυπώνει πρόσωπα και καταστάσεις. Εκείνο, όμως, που την χαρακτηρίζει περισσότερο από όλα είναι η αποφυγή κάθε περιττολογίας, η πυκνότητα, η σαφής, καθαρή διατύπωση και η σοφά μελετημένη δόμηση του ποιήματος με τρόπο τέτοιο, ώστε κάθε ποίημα να μοιάζει με αρχιτεκτόνημα από το οποίο δεν μπορείς ούτε να αφαιρέσεις, αλλά ούτε και να προσθέσεις τίποτα.
Ο τίτλος της συλλογής, Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, είναι δηλωτικός μιας διαφορετικής κατεύθυνσης στην οποία στρέφεται τώρα η ποιητική ματιά της Αδαλόγλου, η οποία, όπως φαίνεται, δεν αποζητά πλέον μόνο την ενδοσκόπηση και την αυτοαναφορά, αλλά γίνεται περισσότερο εξωστρεφής και ανοίγει το βλέμμα της σε έναν κόσμο που τον αντιλαμβάνεται σαν προέκταση και συνέχειά της. Η συλλογή είναι δομημένη σε δύο ενότητες. Η πρώτη φέρει τον τίτλο «Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» και αποτελείται από είκοσι ποιήματα, ενώ η δεύτερη που αποτελείται από εικοσιεφτά ποιήματα είναι αυτή που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Πρόκειται, ουσιαστικά, για δύο χωροχρόνους, δύο διαφορετικά σύμπαντα. Στο πρώτο μέρος διερευνώνται πτυχές πιο προσωπικές και αποτυπώνονται στιγμές του ανθρώπινου βίου μέσα από τις οποίες αναβλύζει η βιοθεωρία της ποιήτριας και η δική της στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Στο δεύτερο μέρος η Αδαλόγλου μιλά για τον χαμένο παράδεισο, την απολεσθείσα αθωότητα και τη σχέση ή, καλύτερα, τη σχάση του παρελθόντος με το παρόν.
Η θεματική των ποιημάτων εκκινεί από τις ίδιες περίπου κατευθύνσεις που εκκινούν και τα ποιήματα των προηγούμενων συλλογών με τη διαφορά όμως ότι ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων προκύπτουν και υπηρετούν το λεγόμενο ανθρωπιστικό ιδανικό. Περισσότερο έντονος είναι ίσως εδώ ο κοινωνικός προβληματισμός, η κοινωνική μέριμνα χωρίς βέβαια να λείπουν και οι προσωπικές αναζητήσεις και αγωνίες. Αυτά είναι τα δύο σημεία αναφοράς στα οποία μοιράζονται τα ποιήματα, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι περιπτώσεις στις οποίες το συλλογικό με το ατομικό συνυφαίνονται και συλλειτουργούν. Η ποιήτρια αφήνει να περάσει στις φλέβες των ποιημάτων της η δύσκολη εποχή μέσα στην οποία δημιουργεί, ταυτόχρονα όμως δίνει χώρο και στα προσωπικά της βιώματα, στις δικιές της χαρές και λύπες. Είναι συγχρόνως παρατηρητής και απολογητής του εαυτού της και της κοινωνίας.
Ο κοινωνικός προβληματισμός διαφαίνεται ήδη από τον τίτλο της συλλογής, έναν στίχο που η ποιήτρια δανείζεται από το ποίημα «Σαν τύψη». Εδώ η έμπνευση προέρχεται από την αντίθεση ανάμεσα στην αγαπημένη της εγγονή και σε όλα εκείνα τα παιδάκια που στερούνται όχι μόνο ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια, αλλά τους γονείς και το μέλλον τους. Από τη μία πλευρά η αθωότητα, η τρυφερότητα, η αγάπη και από την άλλη ο πόνος, η δυστυχία, το μέλλον που εκμηδενίζεται. Η ποιήτρια στέκεται ανάμεσα στα δύο με όλο το βάρος της ευθύνης και της ενοχής στους ώμους της. Είναι το μέλλον που την απασχολεί, το μέλλον που φαίνεται να έρχεται χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις. Και πάνω εκεί που πας να πιστέψεις πως η ελπίδα χάθηκε, πως η αμφιβολία και η αβεβαιότητα θα κυριαρχήσουν, τότε ακριβώς η ποιήτρια μετατρέπουν αυτήν την κουκίδα σε μια δυνάμει κηλίδα φωτός που μπορεί να απλωθεί και να διαλύσει το σκοτάδι. Περισσότερο όμως κι από αυτό την απασχολεί η δική της θέση απέναντι στα πράγματα. Γι’ αυτό και γίνεται η φωνή όσων αδυνατούν να μιλήσουν ή να ακουστούν.
Ξεχωριστή θέση έχει μέσα στη συλλογή το θέμα της προσφυγιάς, ένα θέμα επικαιρικό, ταυτόχρονα όμως και διαχρονικό που ευαισθητοποιεί και κινητοποιεί την Αδαλόγλου να γράψει ποιήματα που από τη μία αποτυπώνουν το δράμα, την απόγνωση και τη δυστυχία τόσων ανθρώπων και από την άλλη προσφέρουν τη δυνατότητα στην ποιήτρια να καταθέσει τη δική της προσφορά σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν είναι άλλη από την ποιητική μετάπλαση της περιπέτειας τους και την προβολή της, μέσω της ποίησης, σε όλους τους ανθρώπους.
Κυρίαρχο είναι και το θέμα της μνήμης που επανέρχεται σε αρκετά ποιήματα. Η μνήμη ως λύτρωση από τον πόνο που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου, αλλά και η μνήμη ως νοσταλγία του παρελθόντος. Η ποιήτρια ανακαλεί στιγμές από την παιδική της ηλικία, τη μητέρα και τη γιαγιά της, από την εποχή των σπουδών της στο Εδιμβούργο, από τα ταξίδια που πραγματοποίησε, από τη Θεσσαλονίκη, από τους προγόνους της στη Μικρά Ασία που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Οι μνήμες αυτές πολύ συχνά παίρνουν τη μορφή εικόνων που απαθανάτισε ο νοερός φωτογραφικός φακός της ή γίνονται μορφές που ζωντανεύουν, συντρέχουν την ποιήτρια και ύστερα χάνονται, όπως στο ποίημα «Πέφτει ψύχρα»: Με ευλόγησε το χέρι της γιαγιάς, παχουλό, σαν φουσκωμένο/ ζυμαράκι στον καρπό, είχα χρόνια πολλά να δω το χέρι της,/ το χαμόγελο το βλέπω συχνά, με συντρέχει, όπως κι οι άλλοι/ απ’ τις φωτογραφίες χαμογελούν, μου περνούν ένα σάλι στους/ ώμους σαν πέσει ψύχρα, ένα λαστιχάκι στα μαλλιά, μην/ πέφτουν στα μάτια μου, κι ύστερα καμώνονται τους/ ανήξερους και κοιτούν το άπειρο, όμως εγώ δεν κάνω λάθος/ και κλείνω τις κουρτίνες, ο ήλιος διώχνει χειρονομίες και/ βλέμματα που ανθούν στο σκοτάδι.
Κοντά στα παραπάνω στέκουν τα πιο προσωπικά και ενδόμυχα ποιήματα που πραγματεύονται θέματα όπως αυτό της επούλωσης των πληγών, του αόριστου φόβου που προξενεί η βεβαιότητα του θανάτου, του αναπάντεχου που εισβάλλει στη ζωή μας είτε αυτό είναι ανεπιθύμητο είτε επιθυμητό, αλλά και τα θέματα της απουσίας του αγαπημένου προσώπου και του κενού που αυτή δημιουργεί, του τέλους μιας σχέσης, της αγάπης, του έρωτα στην σκληρή και ωμή του όψη, του παρόντος που μοιάζει οδυνηρό σε σχέση με το ευτυχισμένο και γεμάτο συναισθηματική ασφάλεια παρελθόν, αλλά της ποίησης που ξέρει να γίνεται αιχμηρή και να ματώνει. Ο χρόνος, ως έννοια, είναι επίσης παρών σε αρκετά ποιήματα και παρουσιάζεται ως κάτι που ταυτόχρονα μπορεί να συνεχίζεται και, ταυτόχρονα, να σταματά. Στο ποίημα «Κάπως έτσι» αποτυπώνεται με μεγάλη δεξιοτεχνία αυτή η διπλή λειτουργία του χρόνου, το σταμάτημά του δηλαδή στο τέρμα της ζωής της ποιήτριας και, την ίδια στιγμή, η συνέχειά της μέσα στη ζωή του αγαπημένου της προσώπου: Θα σου γνέφω/ την ώρα που φεύγεις/ εκεί, μισοκρυμμένη στο τζάμι,/ κι εσύ θα σταματάς για μια στιγμή, θα υψώνεις το κεφάλι/ και θα χαμογελάς/ θα είμαι εκεί στην καθημερινότητά σου.
Η Αδαλόγλου βρίσκεται παράλληλα στο τότε και στο τώρα, στο εκεί και στο εδώ και δεν ξέρει να πει κανείς πότε και που υπάρχει με παρουσία πραγματική. Αυτό το παιχνίδισμα με την έννοια του χρόνου είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ταυτόχρονα όμως και οδυνηρό γιατί εμπεριέχει την σκληρή βεβαιότητα ενός αναπόφευκτου τέλους: Αργά κυλάει απόψε η φωνή μου/ με ευδιάκριτη την υγρασία της// αργόσυρτη απόψε/ η ραγισμένη φωνή μου/ μακριά από μένα. («Broken voice – Παραλλαγή ΙΙ»)
Την ποιήτρια απασχολεί έντονα και το ζήτημα της έκθεσης των σκέψεων της και, συνεπώς, και της ίδιας σε ένα κοινό που ενδεχομένως δεν την καταλάβει και την χρησιμοποιήσει κατά τρόπο στρεβλωτικό, όπως καταθέτει στο ποίημα «Η δικλείδα»: Ένιωσα περίπου σαν φλασάκι, πεσμένο σε πίσω κάθισμα ταξί./ Σε λίγες μέρες/ είδα τους συλλογισμούς μου να ξεπουλιούνται στο παζάρι./ Δεν έμενε παρά να με διαπομπέψουν και να με εξευτελίσουν.
Ξεχωριστή θέση μέσα στη συλλογή έχουν τα ποιήματα που εμπνέονται ή αφορμώνται από ανθρώπινους τύπους που συλλαμβάνονται από την ποιήτρια σε οριακές καταστάσεις ή σε στιγμιότυπα που καταδεικνύουν μια φιλοσοφία ζωής και μία στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Δεν θέλει πολύ»: Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο./ Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες/ με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι/ χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες/ πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι./ Την τελευταία μέρα/ εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα/ να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.
Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το ποίημα «Εύλογα» μέσα στο οποίο περιγράφεται μια κίνηση αποχαιρετισμού από μια γυναίκα που θέλει να αφήσει τα ίχνη της πάνω σε αυτούς που αποχαιρετά: Στην εύλογη απορία του/ γιατί βάζει κραγιόν λίγο πριν τους αποχαιρετήσει,/ μα γι’ αυτό ακριβώς, απάντησε,/ για να ’χουν κάτι από μένα πάνω τους/ σαν θα ’χω φύγει.
Η Κούλα Αδαλόγλου προσφέρει, με τη νέα της συλλογή, έναν ακόμη σημαντικό σταθμό στην ποίηση της εποχής μας και αποδεικνύει περίτρανα ότι συναίσθημα και στοχασμός μπορεί να συνυπάρχουν και να συνυφαίνονται πολύ αποτελεσματικά. Μια κατάθεση ψυχής, μια ομολογία υπαρξιακής αγωνίας, μια ώριμη ματιά πάνω στα πράγματα του καιρού και του τόπου. Πάνω από όλα όμως η διαμόρφωση ενός κλίματος ιδιαίτερου και ξεχωριστού, ενός κλίματος μέσα στο οποίο συλλειτουργούν η νοσταλγική διάθεση, η σκληρή βεβαιότητα και η κρυφή ελπίδα του ανθρώπου.