Τρία είναι τα βασικά ζητήματα που θέτει το νέο ποιητικό βιβλίο της Μάνιας Μεζίτη σε σχέση με τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή και τον τρόπο με τον οποίο τεχνουργείται και παρουσιάζεται ο ποιητικός λόγος στο αναγνωστικό κοινό. Το πρώτο έχει να κάνει με τον αριθμό των ποιημάτων κάθε συλλογής, με την έκταση του βιβλίου που προκύπτει και που αποκαλύπτει, ουσιαστικά, την οπτική του δημιουργού πάνω στην τέχνη του και τον βαθμό στον οποίο αναγνωρίζει σε αυτή είτε την ιδιότητα της απόσταξης, είτε αυτή της εξομολογητικής κατάθεσης. Γιατί καθεμιά από τις δύο αυτές εκδοχές οδηγεί και σε μια διαφορετική ενατένιση του ποιητικού φαινομένου – σε μια διαφορετική, εν τέλει, συγγραφική μέθοδο και τακτική που εκβάλλει σε ένα διαφοροποιημένο, ανάλογα με την επιλογή και τον προσανατολισμό, αποτέλεσμα. Στην περίπτωση της Μεζίτη, εν προκειμένω, η στροφή στην πυρηνικότητα είναι περισσότερο από προφανής. Το βιβλίο αποτελείται από οχτώ μονάχα ποιήματα αφιερωμένα στον πατέρα της δημιουργού και στον τρόπο με τον οποίο η σχέση της κόρης μαζί του υπήρξε, ουσιαστικά, μια ιδιαίτερα γόνιμη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Η εμφανής πυρηνικότητα, ωστόσο, δεν αρκεί για να αποκρύψει τον εξομολογητικό τόνο που, ακόμα κι αν δεν οδηγεί σε μια χειμαρρώδη κατάθεση, αποτελεί το φόντο μπροστά από το οποίο προβάλλουν τα ποιήματα. Η σύζευξη αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Γιατί κυρίως δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η ποσότητα μπορεί να συρρικνώνεται, να συμπιέζεται και να χωρά μέσα σε ένα «δοχείο» που ακτινοβολεί από συντομία και από λιτότητα. Από αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινάει ένας δεύτερος δρόμος που οδηγεί σε μια περιοχή όπου η ποιητική δημιουργία έχει αφήσει πίσω το γνωστό, «παραδοσιακό» της περίγραμμα και εναγκαλίζεται μια νέα ποιητική, η οποία δεν αναγνωρίζει τόσο την πρωτοκαθεδρία του στίχου όσο αυτή του λόγου –του ποιητικού λόγου– που διεκδικεί και κερδίζει την απόλυτη ελευθερία στη μορφοποίησή του. Μια ελευθερία που έρχεται για να κατοπτρίσει το θυμικό της ποιήτριας το οποίο σφραγίζεται από την ανησυχία και την ταραχή, από τη βαθιά συγκίνηση μπροστά στη σκέψη του πατέρα της, στην εικόνα του όπως η ίδια την αναπλάθει για να τη διασώσει μέσα στη μνήμη της τέχνης της, σαν φυλαχτό.
Παρά το πεζόμορφο των ποιημάτων, ωστόσο, και παρά την απομάκρυνσή τους ακόμα και από την ελεύθερη στιχουργία, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη βαθιά ποιητικότητα του λόγου, την ιδιαίτερη φόρτιση των ποιημάτων, την ένταση που κρύβεται μέσα στις παύσεις και τις ρωγμές που διαμορφώνει η ποιήτρια στο εσωτερικό τους. Είναι μάλιστα τόσο ισχυρή αυτή η αίσθηση των τομών, ώστε, παρά τον πεζολογικό προσανατολισμό, να δημιουργείται η υπόγεια εντύπωση ότι το ποίημα που έχει μπροστά του ο αναγνώστης αποτελείται από στίχους ολοκάθαρους και αυτοτελείς. Ανάλογο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η χρήση διαλογικών στοιχείων σε δύο από τα ποιήματα. Πρόκειται για έναν νέο ορίζοντα στον οποίο στρέφεται η ποιήτρια, για να ανακαλύψει εκεί τον καλύτερο, ίσως, τρόπο για να αποδώσει την οικειότητα, την εγγύτητα, τον ακατάλυτο δεσμό πατέρα και κόρης. Είναι μια ανατρεπτική, ανεστραμμένη ενατένιση του διαλόγου αυτή, που θέλει τους συνομιλητές να στέκονται ο ένας στο πλάι στον άλλο και όχι, όπως η συνήθης πρακτική τους θέλει, απέναντι.
Πάνω είσαι;
Ναι, σπίτι είμαι.
Ευτυχώς, παιδί μου, γιατί νόμιζα πως είχες πάει
μακριά, πολύ μακριά.
Πού νόμιζες πως πήγα; Αφού σου είπα ότι γύρισα.
Πριν από λίγο δεν σου τηλεφώνησα;
Νόμιζα πως είσαι μακριά. Δεν μπορώ καν να ξε-
στομίσω πού φαντάστηκα πως βρίσκεσαι. Θα σου
το πω σιγανά στο αυτί όταν σε δω. Με τίποτα δεν
μπορώ να πω τι νόμιζα. Αλλά θυμήθηκα πως, αν
πατήσω το κουμπί που μου έχεις δείξει, θα μου
απαντήσεις όπου κι αν είσαι.
Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο το γεγονός ότι οι διαλεγόμενοι είναι δύο πρόσωπα συγγενικά, συνδεόμενα με μια σχέση σφραγισμένη από την τρυφερότητα, τη φροντίδα και τη βαθιά αγάπη που τρέφει ο ένας για τον άλλον. Εδώ, ωστόσο, οι ρόλοι δεν κρατούν το πάγιο περίγραμμα και τη συνήθη λειτουργία τους αφού, πολύ συχνά, η γονεϊκή μέριμνα μετατίθεται από τον πατέρα στην κόρη η οποία, την ίδια στιγμή που παραμένει το παιδί, την ίδια εκείνη στιγμή μετουσιώνεται σε ένα παιδί που έχει την ευθύνη του γονιού του. Είναι μια γνωστή από την πραγματική ζωή συνθήκη αυτή, μόνο που η ποίηση τη βοηθάει να φωτιστεί διαφορετικά, να ξεφύγει από το γήινο περίγραμμά της και να αποκτήσει μια δυναμική ξεκάθαρα καλλιτεχνική, μια προοπτική υποδείγματος που συστήνει την αλλαγή των όρων και των ορίων λειτουργίας της ύπαρξης. Εδώ η Μεζίτη δεν διστάζει να ανατρέψει την πάγια τάξη πραγμάτων, να τη δει να αναδιαμορφώνεται για να χωρέσει το αδύνατο και το αδιανόητο.
Μπαίνω στο φέρετρο
και σε περιμένω
μένω εκεί
μην τύχει και συμβεί
άμα λείπω
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο πατέρας εδώ παρουσιάζεται μέσα και από μια άλλη πτυχή της ζωής του – την ψυχική του ασθένεια. Η ίδια η ποιήτρια καλεί τον αναγνώστη της να κατανοήσει την ιδιαιτερότητα της περίστασης και να αναπτύξει μια αγαπητική σχέση με τους ανθρώπους αυτούς που, όπως λέει, μπορεί να μην είναι χρήσιμοι, να είναι κουραστικοί, να μην μπορούν να εκφράσουν με τρόπο άρτιο τα συναισθήματά τους, αποτελούν, όμως, ένα άριστο «έδαφος» μέσα στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να σπείρει την αγάπη και να τη δει να καρπίζει. Από αυτή την άποψη, η ποιήτρια συνθέτει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, μια επιστολή προς τον «αγαπημένο άλλο», τον αγαπημένο έτερο, τον αγαπημένο συνάνθρωπο, και δευτερευόντως προς τον «αγαπημένο πατέρα», που, σε πρώτη ανάγνωση, βρίσκεται στην απαρχή της δημιουργικής διεργασίας. Έτσι, το βιβλίο ανακαλεί και θυμίζει, με κάποιον τρόπο, το γνωστό ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, «Στο παιδί μου», το οποίο επίσης φαινόταν να απευθύνεται στο παιδί του ποιητή, αλλά στην πραγματικότητα αφορά κάθε παιδί και κάθε άνθρωπο. Με ανάλογο τρόπο και εδώ, η Μεζίτη εκκινεί από τον πατέρα και, ενώ φαίνεται ότι έλκεται και παραμένει κοντά στον πυρήνα αυτό, στην πραγματικότητα μοιάζει σαν να κόβει τον «ομφάλιο λώρο» για να εξακτικνωθεί, να απευθυνθεί, να αγγίξει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Για να την κλείσει μέσα στη μεγάλη αγκαλιά της ποίησης που δεν γνωρίζει παρά μόνο αγαπημένους.