Ο ρυθμός που ρυθμίζει το άρρυθμο, ο θυμός που απορρυθμίζει τον θύμο, ο αδένας του δύσθυμου που ένας ρυθμός τον συνεφέρνει στο εύθυμο και τι πιο δύσθυμο από τον χρόνο που χάνεται. Και τι πιο άρρυθμο από τα φάλτσα του πόνου.
Μα φαλτσάρει ο πόνος; Όχι ο πόνος στονάρει. Κι εμείς;
Εμείς κάποτε στην πολεμική μας φαρέτρα έχουμε και κάποιο σφύριγμα αδιάφορο όχι προσποιούμενοι τους άνετους αλλά με την παραίτηση εκείνου που κουράστηκε να φωνασκεί και να διαμαρτύρεται και επιλέγει ένα λιγοστό ανέβασμα της φωνής σε τόνο πιο ψηλό απ’ τον πόνο.
Μια επιτήδευση στη φωνή, μια εσκεμμένη ψευδοσοπράνο φωνή μήπως και φτάσουμε τις πολύ ψηλές νότες, για να αποδοθούν τα χαμηλόφωνα λυρικά μέρη του αβάσταχτου. Ένα αβαρές φαλτσέτο στον αντίποδα της στηθικής φωνής, όταν το στήθος έχει γεμίσει από το αφόρητο και την έκθεση στον κίνδυνο.
Η Δήμητρα Χριστοδούλου μας παραδίδει για άλλη μια φορά τη δική της ξεχωριστή θέαση τού μέσα και έξω σύμπαντος κόσμου με τον οποίο αλληλοεπιδρά και τον ορίζει εκ νέου σε μια γλωσσική φαντασμαγορία εικόνων και συνθέσεων αιφνίδιων που εκείνο που κατορθώνουν είναι ακριβώς αυτός ο ίδιος στόχος και της ποίησης δηλαδή μέσω ολοκαίνουργιων και φρέσκων λεκτικών συνδυασμών και μεταφορικών εκλάμψεων να επαναπροσδιοριστεί ο παλιός φόβος, να ξανασυστηθεί ο κόσμος στην πτώση του και ο άνθρωπος στην αδιάφορη ή και ανήμπορη συχνά συνθήκη ζωής του.
Η θέαση του μέσα και έξω σύμπαντος κόσμου και του Θεού που είναι σιωπή και σωπαίνει γι’ αυτό και θα λογοδοτήσει για τις αμέλειες και τα αναπάντητα, τα ανανταπόδοτα ένας Θεός που όφειλε και δεν που του ανατέθηκε μα δεν γι’ αυτό και είναι Θεός υπόλογος και ως εκ τούτου στη δική του μετά θάνατον ζωή θα επιστρέψει σαν παιδί που κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα, / Εκεί που πάνε τ’ άτακτα παιδιά / Μετά από ένα χέρι ξύλο. «Βαριά βιβλία»
Κι όταν ακόμα η αφορμή είναι ο σκύλος που ερωτεύτηκε μία παντόφλα και σηκώνει τη μουσούδα του στο φεγγάρι, τότε και πάλι η αναφορά στον Θεό και τη μη ανταπόκρισή του πιάνει τον μεγαλύτερο χώρο του νοήματος που δεν είναι πλέον υπαινιγμός αλλά σαφής καταγγελία για τον άκαρπο σπόρο που πάγωσε κι ας έφτασε η παράκληση ως της θείας απουσίας τα κράσπεδα.[…] «Ρομάντζο για όλους»
Η ποίηση της Χριστοδούλου είναι μια ελεγεία για την ίδια την ύπαρξη και την τραγική εγκατάλειψή της, μια ελεγεία για τον πηλό που του ανατέθηκε να περιέχει την ψυχή. Ένα σκεύος ο άνθρωπος πήλινο και ως εκ τούτου εύθραυστο, μια εκ προοιμίου και εκ γενετής αδυναμία να εμψυχωθεί, αφού η πνοή του Κυρίου δεν τη φτάνει κι απομένει πηλός στεγνός και αφυδατωμένος.
Το ον επιμένει να χτυπά την πόρτα με το ρόπτρο της προσευχής μα ένα χασμουρητό αδράνειας νωθρού ακροατή παρουσιάζει κωφάλαλο τον αποδέκτη, ένας Θεός που όχι η ίδια αλλά ο παπαγάλος της αναλαμβάνει να προκαλέσει. Πήγα να γράψω να χλευάσει, γιατί σκαρφαλωμένος στο πολύφωτο, αφού το έχει σκάσει απ’ το κλουβί του, επαναλαμβάνει: «Μηδέν! Μηδέν! Μηδέν!» Κι όμως δεν είναι χλεύη, απελπισία και απόγνωση είναι, μια πρόκληση αγανακτισμένου που επιμένει να αποζητά με κάθε τρόπο μιαν οποιαδήποτε αντίδραση, να αποδείξει ότι δεν έχουν νεκρωθεί τα αντανακλαστικά του αποδέκτη.
Και το ποιητικό υποκείμενο πώς αντιδρά; Σωπαίνει από την τυραννία κουρασμένο και ομολογεί:
Να γρατζουνάς τα θεία τεφτέρια μάταια / Και να βουίζουνε οι πλάκες της γης/
Η μια την άλλη πλησιάζοντας, / Να γράφονται στα τζάμια ιδεογράμματα / Από τους κρότους μιας άφαντης άνοιξης / Κι ατσαλάκωτο σαν ρούχο πεθαμένου / Ν’ απλώνεται κάτω από τόσα μάτια το χαρτί. […]
«Ο παπαγάλος»
Είναι το άγραφο χαρτί ή αλλιώς όλη η έντυπη διαμαρτυρία της ψυχής για την αφασία του Θεού που μοιάζει να αναθέτει στη γλώσσα να τα βγάλει πέρα παραπέμποντας στην Τετάρτη των Τεφρών του Τ. Σ. Έλιοτ «Και προσεύχομαι ώστε να μπορώ να λησμονήσω / Τα θέματα που συζητώ τόσο πολύ με τον εαυτό μου / Τόσο πολύ εξηγώ /Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι / Ας αποκριθούν αυτές οι λέξεις / Για ό,τι έγινε να μην γίνει πάλι».
Την αποτυχία επικοινωνίας του Θεού με το ον την περιγράφει και ως μαράζι του μοναχικού Θεού, όταν κι εκείνος όπως μας εγκατέλειψε θα έχει εγκαταλειφθεί κι αυτός στη μοναξιά του.
Μα πήγε ο νους μου πάλι σ’ ένα αηδόνι / Που άκουσα παιδί σ’ ένα λαγκάδι. / Α! Κελαηδούσε σαν θεός που μαραζώνει / Για ενός θνητού το τελευταίο χάδι. «Τραγουδάκι για τα θραύσματα»
Πιστεύει πως το θείο βλέμμα δεν πέφτει πάνω μας από εκεί ψηλά, για να μη συντριβεί κι όμως όλη αυτή η συζήτηση γύρω από την αδράνεια της θείας βοήθειας, όλη αυτή η θυμωμένη γραφή για το μουγγό τής άνωθεν επέμβασης δεν θα έλεγα πως είναι μια ξεκάθαρη άρνηση αλλά μια ύστατη απόπειρα της ψυχής της να εξαντλήσει όλους τους δυνατούς δικούς της τρόπους, προκειμένου να διεγείρει την ευθιξία του πιθανού, όπως λέει, Δημιουργού της μήπως και αντιδράσει.
Έκανα ό,τι μπορούσε, λένε οι στίχοι της, αλλά εσένα δεν ίδρωσε το αυτί σου.
Μια ακτιβιστική, θα λέγαμε, στάση του φθαρτού όντος το οποίο κανείς ούτε και οι άγγελοι δεν το συμπονούν, μονάχα τα δόντια τους νιώθει επάνω του και μόνη του αντίσταση η επιμονή της ψυχής να γίνεται αθάνατη, η επιμονή του σώματος να πεθαίνει και σε πείσμα όλων αυτών η επιμονή της ποιήτριας να διαμαρτύρεται γράφοντας.
Και βέβαια ούτε σε αυτήν ούτε στην άλλη ζωή δεν ελπίζει κάποια δικαίωση, μια υποτυπώδη καταλλαγή και γαλήνη ούτε για τους θνητούς μα ούτε και για τα ουράνια πλάσματα που κι αυτά η δυσπιστία μας θα τα παρασύρει στη φθορά.
Γι’ αυτό:
Αν πέσει από τον ουρανό μπρος στα πόδια σας / Ένα κουμπί απ’ το σακάκι ενός αγίου /
Τι θα σκεφθείτε, ότι έγινε θαύμα / Ή ότι ο άνθρωπος / Που τόσο βασανίστηκε ώστε ν’ αγιάσει / Ούτε στον κερδισμένο Παράδεισο /Δεν βρήκε κάποιον που να τον νοιαστεί, να του το ράψει;/ Ότι μια ευτράπελη αφήγηση /Ποτέ δεν γίνεται ν’ αποδώσει / Την οδύνη της ερημιάς;/ Ή θα σκύψετε να το μαζέψετε απ’ το δρόμο / Τέτοιο κουμπί από διάφανο πάγο; / Χιονίζει εδώ κάτω απ’ τα χαράματα./ Πέφτουν συνέχεια από τον ουρανό /
Ξέφτια απ’ τα ρούχα τους, κουμπάκια των αγγέλων./ Δεν μπόρεσε η κλωστή κι η βελόνα /Ούτε την ίδια τους την αθανασία / Να περισώσει από τη φθορά.[…]
«Τα κουμπιά»
Στην ποίηση της Χριστοδούλου το ον τραυλίζει, γι’ αυτό και αναζητά τον ρυθμό και το ενιαίο, το ον σαν τον βραδύγλωσσο βλασφημεί και διακόπτεται η ροή του λόγου του από την αγωνία του θανάτου, από το ατελέσφορο των ονείρων και την απουσία ουσιαστικής συνομιλίας με το θείο.
Μιλά για το επέκεινα μα το επέκεινα κωφεύει. Η ψυχή τραυλίζει, όταν της απομένει ο πάγος ανάμεσα στα δόντια, ο ίδιος πάγος που τρυπά με την υγρασία του εκείνον για τον οποίο η ερωτική επιθυμία είναι φευγάτη ή, όπως η ίδια γράφει, έχει παλιώσει ο πόθος.
Ακόμα, όμως, και σ’ αυτή την αμηχανία της ψυχής που δεν αρθρώνει παρά την ασυνέχειά της, βάζει συνοδοιπόρο βοηθό τον άγγελο της Τέχνης να συνδράμει, ώστε να διασκεδάσει κάπως τη συντριβή.
Μπροστά στο επερχόμενο τέλος των πάντων και του σώματος, μπροστά στην αποδεδειγμένη ματαιότητα κάθε πορείας, όσο κι αν αυτή στέφεται με επιτυχία, εκείνη διαβάζει τον προδιαγεγραμμένο αφανισμό του όντος, του πλασμένου από αίμα και ύδωρ.
[…] Τ’ αυτιά του κλείνοντας στο τραύλισμα / Των ταξιδιών και των ερώτων / Ο αρχάγγελός μου ο μουσόληπτος / Τραγούδησε, πρώτος των πρώτων.// Τώρα κανείς. Με τα γυαλάκια μου / Διαβάζω συντριβή και στέμμα. / Αυτός ο κόσμος ο κατάπληκτος / Θα στερηθεί νερό και αίμα. «Τραγουδάκι για να με θυμάστε»
Το τραύλισμα της ύπαρξης ωστόσο διαθέτει μια δυνατότητα γέλωτα και θρήνου κάτι που τα πετούμενα στερούνται, γι’ αυτό κι εκείνη παραγγέλλει να γίνει το τραύλισμα ρυθμός.
[…] Ω, εσείς που κλαίτε, εσείς που γελάτε, / Εσείς που φλυαρείτε ή που τραυλίζετε,/ Πιο δυνατά θε μου, πιο δυνατά! / Δεν ακούν τα πουλάκια τ’ αόρατα! / Νύχτα μέρα πετούν λυπημένα / Από την άμουση τη γη της κατοικίας τους / Γύρω απ’ τα σπίτια μας τα επτασφράγιστα / Για το δώρο του θρήνου ή του γέλιου μας […] «Piano forte»
Επικαλείται τον ρυθμό και βέβαια την προσωδία η οποία υποβάλλει ή και επιβάλλει εκφραστικές λύσεις συγκολλώντας τα διάφορα τεμάχια ενός κατακερματισμένου κόσμου διευκολύνοντας την έξοδο της σωρευμένης μέσα μας ποιητικής ύλης και την τελική σχηματοποίησή της καθώς και την απελευθέρωση του νοήματος με σύγχρονες ανατρεπτικές εκφορές.
«H σύγχρονη ποίηση», είπε ο Λώρενς Φερλινγκέτι, «είναι πεζή, γιατί δεν έχει μουσικό πάθος. Γίνεται, δηλαδή, η τέλεια ποίηση του τεχνοκρατικού ανθρώπου», για να προσθέσει ο ίδιος: «O Έζρα Πάουντ έριξε την ιδέα ότι μονάχα σε καιρούς παρακμής η ποίηση διαχωρίζει τον εαυτό της από τη μουσική». Ο Ezra Pound, βέβαια, όπως γνωρίζουμε από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα υποστήριζε πως «πρέπει να συνθέτει κανείς ακολουθώντας τη μουσική φράση και όχι έναν μετρονόμο», ενώ ο Νάσος Βαγενάς σημειώνει πως «χωρίς μέτρο, δηλαδή χωρίς την ιδιαίτερη προσωδιακή ορχήστρωση (έμμετρη ή ελεύθερη), που θα έδινε στη γλώσσα εκείνη την κίνηση που ονομάζεται ποιητικός ρυθμός, ο λόγος δεν μπορεί να γίνει ποιητικός».
Η ρυθμοτονική ποιότητα στη συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου είναι άψογη και σε κάθε περίπτωση συνειδητή όχι γιατί προσομοιάζει με τον άλαλο γέρικο κόσμο που, όπως γράφει εκείνη, πλησιάζει στο τέλος του αλλά γιατί η ίδια μέσα από φθόγγους, συλλαβές και ψελλίσματα επανασυνδέεται με τη ροϊκότητα και μέσα από τα σκότη και τη συμπαντική δυσαρμονία συντονίζει τον ποιητικό ρυθμικό σφυγμό, ώστε να εναρμονίσει σ’ αυτόν τον σφυγμό της.
[…] Έτσι φτάνω στα χρόνια που γράφω, / Στων φτωχών λέξεών μου τον τάφο / Και το ξέρω πως πριν με σκεπάσει / Θα μου ρίξει η άγραφη φράση.// Όσο τ’ άστρα κρυώνουν χαμένα / Στη βουβή τ’ ουρανού αλφαβήτα / Κι όπως σβήνοντας πια ένα ένα / Του νοήματος γράφουν την ήττα / Τόσο κάποιος μ’ ελπίδα κι αυθάδεια / Θα γεμίζει τετράδια άδεια / Και θα ντρέπομαι εγώ που τελειώνω / Μ’ έναν άρρυθμο στίχο και μόνο.[…]
«Το τραγουδάκι του πυροβολισμού»
Ας δούμε όμως τον λόγο για τον οποίο επιλέγει τη ρυθμική του στίχου, κάτι που με έναν παιγνιώδη τρόπο αναγγέλλεται και σε αρκετούς τίτλους των ποιημάτων της συλλογής όπως: «τραγουδάκι για να με θυμάστε», «τραγουδάκι για το Γενάρη», «το τραγουδάκι του μουγγού», «τραγουδάκι για τα θραύσματα», «το τραγουδάκι του πυροβολισμού», «τραγουδάκι για το τέλος του κόσμου» και «τραγουδάκι για το τέλος ενός βιβλίου». Ο λόγος κατά την άποψή μου είναι ότι στους στίχους της Δήμητρας κυκλοφορεί με άνεση φαντάσματος και ένα παιδί. Μόνο που το παιδί αυτό πρόωρα θαρρείς εξορισμένο από την παιδική ηλικία επιστρέφει για να ζητήσει τον λόγο για όλη αυτή τη βίαιη και πρόωρη εξημέρωσή του ή μάλλον για την εξόντωσή του όταν σαν ξύλινο αλογάκι ένας πυροβολισμός το αποτελείωσε.
Κυκλοφορεί λοιπόν ένα παιδί σοφό και ανεπιθύμητο που επινοεί φίλους και συντρόφους, μια ιδιάζουσα εξοικείωση με το αόρατο και το φανταστικό, τουτέστιν ένα πρώτο βάπτισμα για την ποίηση. Η αδεξιότητα του ανένταχτου παιδιού που απομονώνεται και στιχουργεί για να μπορεί να αντέξει το ωθεί να πει:
Κι αυτό είναι το μικρό μου Βυζάντιο:/ Μια ιερή βανδαλισμένη εικόνα. / Ουδέποτε παιδί. Πάντα κήπος. «Γιορτές σε κήπο»
Αυτό το παιδί λοιπόν εκείνη παλεύει να γλυκάνει και ίσως με τον ρυθμό καταφέρει να το αποκοιμίσει ή να το κάνει να δει τραγουδιστά και φαινομενικά ανέμελα τον Τιτανικό στον οποίο από καιρό επιβαίνουμε.
Όλα, και η πατρίδα που πονά και οι πνιγμένοι στη θάλασσα κι όλοι εμείς με τα χέρια ματωμένα που μοιράζουμε τα κλοπιμαία, η φύση, τα πουλιά, τα καμένα δάση τα πάντα μέσα από το πλάγιο σχόλιο της γραφής της και τη δεξιοτεχνία της ειρωνικής της ματιάς σχολιάζονται πικρά και απόλυτα.
Αντικρύζει τις πλημμυρισμένες κωμοπόλεις από τις ξαφνικές νεροποντές και το αποδίδει στα μπουγαδόνερα που ένας Θεός αδειάζει καταπάνω στα σαστισμένα κεφάλια. […]Αλλά τι μπορεί να πει κανείς μπρος στην ολοφάνερη νοικοκυροσύνη του υπερτάτου όντος; Αν κάποιοι επιζούν και σε λάσπες, αυτό δεν σημαίνει πως δεν ξέρει ο Κύριος τι είναι η καθαριότης. «Μισή αρχοντιά»
Κι αν ο ρυθμός είναι παρηγοριά και κατευνασμός, μια τακτοποίηση των κινήσεων κατά τον Πλάτωνα, ή αλλιώς η ίδια η «τάξη των χρόνων», στην ποίηση της Χριστοδούλου μετουσιώνεται και σε μια νεκρανάσταση του παιδικού χρόνου, μια επιστροφή στην ώρα της Ωδικής. Κι όλα αυτά γιατί επείγει να νανουριστεί ο φόβος μας, γιατί επείγει να αφυπνιστεί η ελπίδα, γιατί αν δεν ρυθμιστεί η αναπνοή, η πνοή μας θα σβήσει.
Γι’ αυτό και σε πείσμα του βυθού και των πνιγμένων, αντί να νανουρίσει ρυθμικά ή να μοιρολογήσει, αναθέτει κάποτε στον ρυθμό τον ρόλο ιδιότυπου ξυπνητηριού μήπως κι επιτευχθεί πέρα από την αφύπνιση κι η ίδια η ανάσταση.
[…] Όμως απόψε θα σκαρώσω ένα τετράστιχο
Σαν γιασεμί από γαλάζιο πάγο.
Ένα σονέτο με παπαρούνες στη θάλασσα
Να τις θερίζουν κάτω απ’ το νερό μικρά χεράκια.
Μία μπαλάντα – εκκλησία απ’ αλάτι
Να την φωταγωγώ με τις βαριές βλεφαρίδες μου.
Θα στείλω σήμα από το φάρο στα καράβια
Πως βράχια κείτονται στο φωτεινό μονοπάτι
Ν’ αλλάξουν ρότα κατά τον ανάπαιστο,
Εκεί μιλούν με φυσαλίδες οι πνιγμένοι,
Εκεί υπάρχει ανάσταση νεκρών.
«Αστρολάβος»
Μια φυσαλίδα, λοιπόν, που ανεβαίνει ρυθμικά η ποίηση, όταν το ον εκπέμπει σήματα κινδύνου απ’ τον βυθό του. Και η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου ένα σήμα συντονισμένου s.o.s, κάτι σαν «Save Our Ship» ή «Save Our Souls».
Όπως και να έχει, επειδή πάντα η γραφή θα αναζητά το νόημα, θα επιμένουμε με το μελάνι μήπως εντέλει εν γνώση ή και ερήμην μας γραφτεί η σωτήρια νότα.