You are currently viewing Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου: Γεώργιος Κ. Γεωργίου, Κατ’ οίκον ιατρική επίσκεψη, (εκδ. Σπανίδη 2022)   

Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου: Γεώργιος Κ. Γεωργίου, Κατ’ οίκον ιατρική επίσκεψη, (εκδ. Σπανίδη 2022)  

Η απόφαση να καταφύγει κάποιος στη σύντομη σε έκταση αφηγηματική πεζογραφία, στο διήγημα δηλαδή, δεν είναι πάντα μια απλή υπόθεση που πρέπει να προσπεραστεί ως φυσική και αυτονόητη λόγω της ευκολίας της συγκριτικά με το εκτεταμένο μυθιστόρημα.

Η ιστορία της μνήμης ή και της επινόησης είναι πάντα μια ιδιαίτερα επίπονη και επώδυνη γυμναστική του νου αλλά και της γλώσσας η οποία στα εκτεταμένα μυθιστορήματα αρέσκεται στη συνειρμικά χαλαρή και φλύαρη περιγραφή περνώντας ξυστά από το καίριο και ουσιαστικό και κάποτε δυστυχώς μη ακουμπώντας το.

Στην περίπτωσή μας ερχόμαστε εξ’ αρχής αντιμέτωποι με μια γραφή που έχει αίσθηση του μέτρου και της οικονομίας, της πυκνής και κατατοπιστικής κατάθεσης, η οποία μάλιστα ακολουθεί και συχνά ξεπερνά την πρακτική του αναπαραστατικού κινηματογράφου συναιρώντας τη χωρικότητα της λογοτεχνίας με τη χρονικότητα του σινεμά.

Η συνδρομή βέβαια της φαντασίας του αναγνώστη αδιαφορεί για το μοντάζ και αντιμετωπίζει την κάθε παράγραφο του κειμένου ως δομική μονάδα ενός καρέ αυτόνομου συμφωνώντας προφανώς με την πρακτική του μετακινηματογράφου.

Η «Κατ’ οίκον ιατρική επίσκεψη» είναι ακριβώς αυτό. Μια παρέλαση περιστατικών της μνήμης που δεν φλυαρούν, δεν σχολιάζουν, κυρίως δεν συναισθηματολογούν αλλά με έναν ακριβή χειρουργικό τρόπο ανατέμνουν και απλώς δείχνουν. Δεν υπογραμμίζουν, δεν εκβιάζουν την αποδοχή και τη συγκίνηση. Απλώς την κατορθώνουν σαν ασυναίσθητο επίτευγμα που γίνεται ερήμην του συγγραφέα αλλά με τον πλήρη έλεγχο της γλώσσας του. Η επιλογή του χρόνου στη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων είναι καθοριστική για την άμεση, απόλυτη θα λέγαμε τοπική και χρονική ταύτιση με το εκάστοτε συμβάν.

Ο ενεστώτας του αφηγητή στο εναρκτήριο διήγημα: «Γάγγραινα κάτω άκρου» εμπλέκεται με τον ενεστώτα των παραισθήσεων του ασθενή που, εν όψει ακρωτηριασμού του ποδιού του, ενσωματώνει στο παραλήρημά του τις ψευδαισθήσεις με τις παραισθήσεις σε μια φανταστική μάχη στον αλβανικό πόλεμο που διεξάγεται αυτή τη στιγμή.

 

Εγκατέλειψα τον θάλαμο, ενώ η μάχη ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Δεν είχε νόημα και θα ’ταν απάνθρωπο από μέρους μου να τον επαναφέρω στη μίζερη πραγματικότητα. Τηρουμένων των αναλογιών θα ήταν έγκλημα πολέμου να τον αποσύρω από τη μάχη και να του θυμίσω πως βρίσκεται στο Νοσοκομείο με ένα πόδι σάπιο που πρέπει να κοπεί.

 

Δεν είναι τόσο η συγκινητική ιστορία που καθιστά λογοτεχνία το συγκεκριμένο περιστατικό όσο η πλήρης ενσυναίσθηση του αφηγητή να εντάξει τον εαυτό του στο παραλήρημα, όχι ως ακροατή αλλά ως συμμέτοχο στην εκτυλισσόμενη μάχη αρνούμενος να διαπράξει έγκλημα πολέμου με την αφαίρεση του ασθενή από τη δική του εν εξελίξει πραγματικότητα. Η μεταγλώσσα άλλωστε του συγκεκριμένου περιστατικού που δεν δηλώνεται άμεσα αλλά υπονοείται ομιλεί για μια κυριολεκτική και ρεαλιστική μάχη με την ίδια τη ζωή. Ο εχθρός είναι ορατός.

Οι ήρωες στα διηγήματα της συλλογής αποπνέουν έναν αέρα ιδιότυπης ελευθερίας, μια αίσθηση εκλεπτυσμένης «παρακμής», που σημαίνει πως διαθέτουν μια σπάνια αρχοντιά είτε προέρχονται από αστικό περιβάλλον είτε όχι, είτε είναι μορφωμένοι είτε όχι.

Παρακολουθώντας τους, έτσι όπως ο Γεωργίου επιλέγει να μας τους συστήσει, ανατρέχω στον Paul Verlaine, για να συμφωνήσω απόλυτα με την οπτική του. Έγραφε:

«Αγαπώ τη λέξη «παρακμή», λέξη αποστίλβουσα πορφύρα και χρυσάφι. Αποποιούμαι, βεβαίως, οποιονδήποτε προσβλητικό καταλογισμό εκπτώσεως. Η λέξη προϋποθέτει, αντιθέτως, αβρούς λογισμούς έσχατου πολιτισμού, μια υψηλή λογοτεχνική παιδεία, ψυχή ικανή για έντονες ηδονές… είναι η τέχνη τού να αποθνήσκεις εν ευμορφία».

Η ιδιότυπη ευγένεια των ηρώων-αντιηρώων των διηγημάτων του Γεωργίου συνίσταται σε αυτήν την τέχνη όχι μόνο του ζην αλλά και του αποθνήσκειν εν ευμορφία.

Συνίσταται στην αιφνιδιαστική τους συμπεριφορά που ανατρέπει τα δεδομένα και κομίζει μιαν άλλου τύπου, άλλης εποχής και νοοτροπίας έκφραση.

Ο πολιτισμός που ξεδιπλώνεται στην αφήγηση των ιστοριών του βιβλίου έχει ένα άρωμα παλαιάς κοπής ψυχισμού που δεν ασκεί μικρορητορική ούτε διδάσκει, αντιθέτως αφήνει ένα μικρό μπιλιετάκι κάτι σαν ένα επισκεπτήριο από κάποιον που ήρθε να φέρει ένα κοίτασμα βαθιάς εξόρυξης.

Πάντα αναρωτιόμουν γιατί οι κεντρικές φυσιογνωμίες ενός λογοτεχνικού, θεατρικού και κινηματογραφικού έργου αποκαλούνται ήρωες και ηρωίδες, ποια βαρύνουσας σημασίας πράξη τους, ποιας μορφής αυτοθυσία αλλάζει τη ζωή των άλλων; Εκείνο στο οποίο κατέληξα είναι πως κάποτε κάποιοι άνθρωποι κατορθώνουν με ανεπαίσθητες φαινομενικά κινήσεις να αμφισβητήσουν την ασπρόμαυρη οπτική μας περί ζωής και να ορίσουν το άλλο πλαίσιο στην εικόνα.

Και αυτό είναι ηρωικό γιατί εμπεριέχει το σθένος και την τόλμη εκείνου που επιτίθεται κατά μέτωπο στην πραγματικότητα των πολλών για να αναδείξει την ξεχασμένη αλήθεια.

Τα πρόσωπα που κυκλοφορούν στις σελίδες του βιβλίου είναι τέτοιας στόφας.

Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα:

Στο διήγημα Angor animi (όρος που αναφέρεται στην αγωνία της ψυχής μπροστά στο αίσθημα επικείμενου θανάτου) διαβάζουμε:

 

«Ο ασθενής κάθιδρος, ταχυπνοϊκός, ανοίγει φευγαλέα τα μάτια. Έκδηλη η προσπάθεια να αρπάξει  ̶ μάταια ̶  όσες δυνάμεις του απομένουν, ενώ ένα ακαθόριστο αίσθημα επικείμενου θανάτου πλανάται στην ατμόσφαιρα. Βλέπει την άσπρη ομήγυρη και έχοντας πλήρη επίγνωση για τα τεκταινόμενα, χωρίς απόγνωση, χωρίς να τον εγκαταλείπει η λόγια παιδεία του αποφαίνεται ξεψυχισμένα σε άπταιστη καθαρεύουσα: Τετέλεσται… Η ομήγυρη ανασάλεψε. Κάποιοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο επιθανάτιος λόγος του ήταν αντάξιος του θρύλου του. Ένας θυμήθηκε πως αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Χριστού επάνω στον σταυρό. Άλλοι είπαν πως έτσι απαντούσε στον επικεφαλής γιατρό που τον καλούσε να πάρει βαθιές ανάσες. Το γνώριζε, δεν είχε νόημα, δεν επρόκειτο να ανανήψει. Είπαν ακόμα πως μίλησε συμβολικά, εννοούσε πως η αποστολή του ως δασκάλου τελείωσε, ό,τι ήταν ταγμένος να δώσει το έδωσε. Παρών, γενναίος, στο τελευταίο μάθημα».

 

Στο διήγημα «Κάταγμα προσωπικού κρανίου» ο θηριώδης ασθενής με το πρησμένο πρόσωπο και το δεξί του μάτι μισόκλειστο από χτύπημα Kick boxing δεν δέχεται παυσίπονα παρά μόνο ρωτά αν έχουν κανένα συναξάρι, για να τον δούμε στη συνέχεια να διαβάζει με το καλό αριστερό του μάτι ένα πατερικό του Γέροντα Πορφύριου.

Αλλού και πάλι η ευγένεια όχι ως επίπλαστη κοινωνική συνθήκη αλλά ως αυθόρμητη εκδήλωση γίνεται ο πρωταγωνιστής. Μια λέξη μόνο, μια απλή λεξούλα, ένα ρήμα αρκεί, για να δώσει το στίγμα του πρότερου έντιμου βίου ενός ασθενή.

 

«Κύριε Δημήτρη… Περιμένω αντίδραση, σημάδι ζωής. Ένα άνοιγμα των ματιών, μια κίνηση του σώματος, ένα μούγκρισμα, μια βρισιά ίσως… Γυρίζει το κεφάλι αργά και αποκρίνεται ψιθυριστά και ξέπνοα. Παρακαλώ…

Μόνο αυτό. Βυθίστηκε αργά αργά στον λήθαργό του και δεν ξανασυνήλθε. Έσβησε, αυτή είναι η σωστή λέξη, αθόρυβα μέσα σε λίγα λεπτά εκεί μπροστά στα μάτια μας.

Μα, να αποχαιρετάς τα εγκόσμια με ένα «παρακαλώ»;

Η τελευταία λέξη έδωσε στίγμα ζωής. Δεν μου ήταν πλέον άγνωστος.»

 

Η κυρία Αντιγόνη, μια πάλαι ποτέ αρχόντισσα δασκάλα, τώρα ενενηντάρα και βάλε κουβαλά υποβασταζόμενη στο τμήμα επειγόντων την καθαρεύουσά της όπως «Ιατρέ από τετραώρου…», ή «με κατέλαβε αιφνιδίως μετά το μεσημεριανό φαγητό» ή «καλέ αφήστε με να υπάγω στο σπίτι μου» και μετά ο Μεταξάς και το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου, ένα αναπάντεχο άλμα στον χρόνο, μια σύντμηση ιστορίας και καθημερινότητας όπου όλα συνωμοτούν και στριμώχνονται, προκειμένου να φιλοξενηθούν σε έναν χρόνο καινούργιο που ορίζει η γραφή του Γεωργίου.

Η ευγένεια κάποτε είναι καλά κρυμμένη πίσω από παράσημα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που αναπαύονται στο στήθος μιας γιαγιάς κουφής, με άνοια, μιας δασκάλας από την πρώην Σοβιετική Ένωση που διεκδικεί αναπηρικό επίδομα από την υγειονομική επιτροπή. Κι όμως ο Τολστόι και οι γνώσεις της για τη ρώσικη λογοτεχνία σε μιαν αυθόρμητη αιφνιδιαστική της αντίδραση την προδίδουν.

Παρακάτω μια παραδοσιακή Κύπρια γιαγιά αυτοκινούμενη προσέρχεται στο Νοσοκομείο καβάλα σε ψηλό άσπρο άλογο. Εικόνες φελινικής φιλοσοφίας και σύλληψης.

Μία γραφή βλέμμα, μία γραφή φακός που εστιάζει και απομονώνει τις λεπτές αποχρώσεις ανθρώπινων συμπεριφορών που φέρουν ξανά σε όλους μας, που επιστρέφουν δηλαδή τα μαλακά ψυχία της ζωής ή αλλιώς μια ζωή αλλιώς ψυχωμένη και αλλιώς σπάνια. Γιατί είναι σπάνιο να αναλαμβάνει κάποιος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Γεωργίου, να σου ξανασυστήσει ένα κομμάτι του κόσμου μας που τείνει να εξαφανιστεί στον ορυμαγδό της ταχύρυθμης ισοπέδωσης.

Να σου δείχνει εν είδει περιήγησης έναν κόσμο που αντιδρά αλλιώς και αντιστέκεται με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας.

Ο κύριος Ζώης ας πούμε, συνταξιούχος μαθηματικός με πάρκινσον και ακουστικό βαρηκοΐας στο αριστερό αυτί, αντιστέκεται στην ξενόφερτη μουσική που βάζουν κάποιοι στη διαπασών αλλά και στα τουρκογύφτικα που ακούγονται κατά καιρούς από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, και οργανώνει τον δικό του αντιπερισπασμό. Επιστρατεύει τον Στράους και το μουσικό του εμβατήριο, τους επιβιβάζει στο παλιό του μπλε Peugeot και αναθέτει σε δυο μεγάλα ηχεία να συστήσουν την κλασική μουσική σε όλους. Σε εκείνον μένει να οδηγήσει το παλιό του αυτοκίνητο και περνώντας αργά μπροστά από την πολυκατοικία να μετατρέψει τη γειτονιά του σε Βιέννη.

Τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους στο βιβλίο αυτό είναι δοσμένα με προσεκτικούς αβρούς χειρισμούς από τον συγγραφέα, λες και αναλαμβάνει να μεταφέρει όσο πιο προσεκτικά γίνεται τα εύθραυστα υαλικά που του εμπιστεύτηκε η ζωή των άλλων και η εμπειρία η δική του. Με χειρουργικής ακρίβειας κινήσεις, χωρίς στόμφο, διδακτισμούς και υπερβολές ανοίγει θύρες μικρές, για να μας φανερώσει έναν κόσμο μες στον κόσμο, εν είδη κατ’ οίκον ιατρικής επίσκεψης μόνο που εδώ σημειώνεται μια μικρή διαφορά.

Δεν είμαστε, κι ας μοιάζει εξ’ αρχής, εμείς που επισκεπτόμαστε με τη συνοδεία του ιατρού συγγραφέα τα ξεχωριστά περιστατικά που έτυχαν στην πορεία του πραγματικά ή φανταστικά. Είμαστε εμείς, οι αναγνώστες του, που δεχόμαστε την κατ’ οίκον ιατρική του επίσκεψη, εμάς οι ιστορίες του θεραπεύουν, τη δική μας τραχύτητα μαλακώνουν. Ή παραφράζοντας τον Αλεξανδρινό αποφασίζει να προστρέξει στην τέχνη της γραφής που «κάπως ξέρει από φάρμακα· / νάρκης του άλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ και Λόγῳ».

Η αίσθηση του μέτρου και του ακριβούς ορίου, προκειμένου να μην υπερβεί τα εσκαμμένα και γλιστρήσει στην περιοχή των μελό αφηγήσεων είναι ένα στοίχημα απόλυτα κερδισμένο από τον Γεωργίου ο οποίος απλώς κινηματογραφεί και προβάλλει.

Ακόμα και τα απολύτως προσωπικά και συγκινητικά οικογενειακά βιώματα επιλέγει να τα διαχειριστεί ως δεινός εικονολήπτης που διασώζει πλάνα αμοντάριστα, για να οριστεί αλλιώς η όντως ιστορία.

Έτσι, η Μικρασιάτισσα γιαγιά του η Χατζηφωτεινή αλλά και η άλλη η Κύπρια, παρουσιάζονται ως δυο κόσμοι ασύνδετοι. Η Χατζηφωτεινή τουρκόφωνη χριστιανή Οθωμανή υπήκοος, με ελληνική συνείδηση, ιδιότυπο λόγο, ιδιόρρυθμη και ανένταχτη κάπνιζε και μιλούσε για τον τόπο της, την Αλάγια. Και η Αλάγια, τι είναι η Αλάγια; Άλλο ένα κλειδί από σπίτι πεταμένο στη θάλασσα.

Είναι ο μύθος και το μέρος ορόσημο στο Πάνθεον των ιδανικών και της ουτοπίας μέχρι την ώρα της επιστροφής στη μυθική Ιθάκη και εκεί γινόμαστε μάρτυρες μιας εξαιρετικά συγκινητικής στιγμής που εκτυλίσσεται η πολυπόθητη συνάντηση μαζί της. Η διάψευση και ο εντυπωσιασμός, αναμεμειγμένα με τη φαντασία και το όνειρο μάς οδηγούν στην ανάγνωση της πιο συγκλονιστικής επιστροφής.

 

«Άρχισα να τρέχω στην πλαγιά, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, ανάμεσα στα πλατιά χορταριασμένα μονοπάτια, σαν το σκυλί που το είχαν δεμένο και το αφήνουν ελεύθερο και τρέχει αλλοπαρμένο, ανάμεσα σε σωρούς από πέτρες, μισογκρεμισμένους τοίχους, στέγες πεσμένες, άγρια βλάστηση, περικοκλάδες, κισσούς, θάμνους, ώσπου έφτασα σε ένα ξέφωτο κάτω από τα ψηλά τείχη. Άρχισα να μονολογώ, έτσι για να ακουστεί λόγος ελληνικός ανάμεσα στα ερείπια, σ’ αυτή την ακρογιαλιά του Ομήρου. Άρχισα ν’ απαγγέλλω δυνατά στίχους από την Οδύσσεια, όσο έρχονταν στη μνήμη μου. «Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά πλάγχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον…» Ήμουν εκτός πραγματικότητας. Ένιωθα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ενθουσιασμού και άγριας χαράς από την εκπλήρωση ενός άπιαστου ονείρου που μου φάνηκε πως, εκείνη ακριβώς την ώρα, άκουσα δίπλα μου τη φωνή του πατέρα γεμάτη αγαλλίαση να με επιβραβεύει, όπως τους παλιούς, καλούς, καιρούς.»

 

Η γραφή, κάθε είδους γραφή είναι επιστροφή, νόστος. Μια επώδυνη, αβάσταχτη κάποτε καταφυγή στον βιωμένο χρόνο που όμως παρήλθε ανεπιστρεπτί, μια ιδιότυπη νεκρανάσταση που δεν αφήνει αλώβητο στο πέρασμά της ούτε το σώμα ούτε την ψυχή.

Ένα βιβλίο, αυτό το βιβλίο, είναι ένα πείραμα αντοχής, ένα στοίχημα, ώστε η κάμερα που τραβάει τα πλάνα να παραμείνει σταθερή, να μην κουνιέται πέρα δώθε απ’ το τρεμάμενο χέρι του κινηματογραφιστή. Και το καταφέρνει.

Γιατί μπορεί η ψυχή που θυμάται να κλαίει, μπορεί η ψυχή που νοσταλγεί να θυμώνει, μπορεί τέλος το μολύβι που γράφει να ξύνει εντέλει πιο βαθιά την πληγή και το τραύμα να μένει επίμονα ανοιχτό, όμως δεν γίνεται κι αλλιώς.

Γιατί οι πατρίδες που μας διεκδικούν και μας διαμελίζουν είναι πολλές.

Μια πατρίδα αλησμόνητη, μια άλλη πατρίδα χωρισμένη στα δυο, μια πατρίδα – νεότητα που μας καλεί για να την κατοικήσουμε όπως τότε που πρωτοξεκινούσαμε.

 

Το βιβλίο αυτό μας δίνει συνωμοτικά το κλειδί κι αυτό είναι μια πράξη λεπτότητας, για να ανοίξει ο καθένας τη δική του πόρτα να βγει στον δρόμο να συναντήσει τη δική του πατρίδα, αυτήν που κατοικούν οι ευγενείς και οι αγνοημένοι.

 

 

ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.