Ναι, φαίνεται, σαν σε αυτήν την πόλη με τα θορυβώδη χρώματα και τους πιο πολύχρωμους θορύβους στην Γη ειδικά σήμερα το βράδυ να έχουν σιγήσει τα χρώματα νωρίτερα και να έχουν ξεθωριάσει οι θόρυβοι νωρίτερα από ό,τι συνήθως.
Στα εστιατόρια και τα καφέ της οδού Κανεμπιέρ κάθονται λίγοι θαμώνες, οι υπαίθριοι πωλητές έχουνε φύγει μαζί με το βάθρο τους και το καρότσι τους με τα εμπορεύματα. Μόνο σε μερικά τραπέζια στην άκρη του δρόμου εκτίθενται χάρτινα καπέλα, σακούλες με μικρές πολύχρωμες μπάλες από βαμβάκι, χάρτινα φρου φρου και κονφετί, και στην Και ντες Μπελζ[i], η οποία μέχρι το 1914 ονομαζόταν Αποβάθρα της Αδελφοσύνης, οι πωλητές αστακών και ψαριών έχουν στολίσει τους πάγκους τους με κόκκινα λαμπιόνια- η αργοπορημένη νοικοκυρά αναγνωρίζει από μακριά από που μπορεί να πάρει ακόμα τα υλικά για την «μπουγιαμπέσα», την διάσημη σούπα από αστακό, φέτες ψωμιού, ψάρια, σαφράν και πικάντικα μπαχαρικά.
Είναι η Μασσαλία ακόμα Γαλλία, γιορτάζει κι εδώ ο κόσμος ρεβεγιόν μόνο στο σπίτι του; Όχι, η Μασσαλία δεν είναι πλέον Γαλλία και οι κάτοικοί της ανήκουν σε όλες τις θάλασσες και όλους τους μόλους.
*
Κάτι γίνεται στην δεξιά πλευρά του Παλιού Λιμανιού. Αυτό το Παλιό Λιμάνι της Μασσαλίας. Όπως η λίμνη Άλστερ του Αμβούργου είναι βαλμένο κάθετα στην μέση της πόλης· αλλά κάποιος πρέπει να σκεφτεί το Πεζούλι της Παναγιάς[ii] και το τείχος της προκυμαίας και τα νερά παλιωμένα, παραμελημένα, παρηκμασμένα, να έχουν γίνει κάτι αλλόκοτο, διακοσμημένο με απίθανα ενθύμια εξωτικών ταξιδιών.
Εκατοντάδες μονοκάταρτα ιστιοφόρα μαζεύουν εδώ την καφεκόκκινη μετζάνα[iii] και τον κόκκινο σαν αίμα ταύρου φλόκο[iv] και δένουν στην αποβάθρα, για να σχηματίσουν μια πλωτή αγορά αλλόκοτα οδοντωτών, αλλόκοτα αγκαθωτών ψαριών, καβουριών και μεδουσών. Ανάμεσά τους τραμπαλίζονται, εν μέρει σε προβλήτες με ξύλινα περίπτερα σε χτυπητά χρώματα που παραπέμπουν σε πανηγύρι, οι βάρκες που μεταφέρουν επιβάτες στο Σατώ ντ’Ιφ, το νησί-φυλακή του φανταστικού κόμη Μοντεχρίστο και του πραγματικού Μιραμπώ[v]. Πιο πίσω: ακτοπλοϊκά ατμόπλοια στις σημαδούρες, μεγάλα κότερα, μέχρι πέρα στις δυο κυβόσχημες οχυρώσεις, οι οποίες κάποτε έκλειναν το λιμάνι πολεμόχαρα και τώρα είναι το αξιολύπητο γκισέ ενός θυρωρού.
Και ωστόσο ούτε κατά διάνοια τόσο γελοίο όσο η γέφυρα Τρανσμπορντώρ[vi]· αυτήν την έχτισαν οι στην κυριολεξία καυχησιάρηδες Μαρσεγέζοι για να αντιτάξουν πολύ επιβλητικά στο πέτρινο ξεπερασμένο του φρουρίου το σιδερένιο επίκαιρο της σύγχρονης γεφυροποιητικής τεχνικής. Αλλά δεν είναι καμιά σωστή γέφυρα, κάτω από το σύρμα ανάμεσα στους 50 μέτρα ψηλούς αλά πύργους του Άϊφελ πυλώνες κυλάει μόνο ένα φέριμποτ, και όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολύ πιο απλά.
Ολόκληρη η λεκάνη, που κατά την διάρκεια των εργάσιμων ωρών φέρει μαζί της μια απερίγραπτη ζωή, είναι περιτριγυρισμένη από ραγισμένα, ξασβέστωτα σπίτια, εξαώροφα και παρόλα αυτά χαμηλά, εστιατόρια με τζαμαρίες, ταβερνάκια με τραπέζια πάνω στο πλακόστρωτο του δρόμου κάτω από μαρκίζες με πρασινοκόκκινες ρίγες, ναυτιλιακά γραφεία, προξενεία, δικηγορικά γραφεία, αποθήκες, αμαξοστάσια.
Δεξιά, όπου ακόμα και τώρα, στις ύστερες απογευματινές ώρες, κάτι γίνεται, υπάρχει κατά την διάρκεια της μέρας η ζωηρότερη δραστηριότητα. Στην πλατεία Βικτόρ Ζέλου[vii], όπου υπάρχουν τρεις φοίνικες, ένα πενιχρό γρασίδι και το ανάγλυφο του προβηγκιανού ποιητή (ο οποίος μοιάζει καθώς μιλάει με έναν ομιλούντα Λένιν), κατά μήκος της θρυμματισμένης και ακόμα θρυμματιζόμενης αναγεννησιακής πρόσοψης του παλιού δημαρχείου μέχρι την κεραία του γερανού, του επονομαζόμενου Ποντ Τρανσμπορντόρ, περιφέρονται και σπρώχνονται εκείνοι, οποίοι μόνιμα ή κατά την επίσκεψη ανήκουν στο λιμάνι, ναύτες, φορτωτές, αχθοφόροι, Γάλλοι φαντάροι, πόρνες, μεθύστακες. Αυτός ο παραλιακός δρόμος είναι η βάση ενός τριγώνου που ορθώνεται στον αέρα. Τα δύο σκέλη του διασταυρώνονται ψηλά πάνω στον λόφο, ακριβώς εκεί όπου, αρκετά συμβολικά, βρίσκεται το Σαριτέ- ένα νοσοκομείο πρέπει να είναι το αποκορύφωμα της απελπισμένης-αποχαλινωμένης συνοικίας του λιμανιού.
*
Είναι αυτή η κάθετα τοποθετημένη τριγωνική σκηνή, στην οποία σήμερα ήδη στις οχτώ η ώρα το βράδυ ακούγεται πρωτοχρονιάτικη μουσική. Ιταλοί νεαροί τολμάνε, παρελαύνοντας σε μουσικές μπάντες, να πάνε μέχρι την περιφέρεια της ζούγκλας των στενοσόκακων, μέχρι βαθιά μέσα σε μια περιοχή που έχει ήδη πεζοδρόμια. Μπροστά στα ακόμα ανοιχτά μαγαζιά, τους φούρνους, τα ζαχαροπλαστεία και τα κάπως πιο καθωσπρέπει μπαρ πιάνουνε πόστο για να παίξουν στον μαγαζάτορα μια πρωτοχρονιάτικη σερενάτα.
Είναι εξοπλισμένοι με συνηθισμένα αντικείμενα, με γερμανικά κλειδιά, κουτιά από κονσέρβες, ένα μικρό ταμπούρλο- κουνιέται πάνω σε ένα έμβολο όπως μια αντλία αέρα- με καπάκια από κατσαρόλες και τρία στερεωμένα σφυριά, των οποίων το εξωτερικό χτυπάει στο μεσαίο μέρος. Με την πρώτη ματιά νομίζει κανείς ότι θέλουν να κάνουν σαματά· με το πρώτο άκουσμα παρατηρεί κανείς ότι ξέρουν να παίζουν επιδέξια με αυτά τα διαβολικά όργανα και επιπλέον να τραγουδούν λαμπρά και εύθυμα.
Άλλες ομάδες, επίσης Ιταλών, γυρνούν τους δρόμους με μαντολίνα, ένα κουαρτέτο με πίπιζες τους ανταγωνίζεται, ένα κοινό απ’ όλες τις ράτσες τους ακολουθεί, ιδιαίτερα Άραβες και Νέγροι, γιατί η Μασσαλία είναι το προγεφύρωμα της Αφρικής στην Ευρώπη. Οι έμποροι, για τους οποίους προορίζονται οι σερενάτες, προέρχονται απ’ την Ελλάδα και την Ιταλία, σπανιότερα είναι Γάλλοι. Είναι μάλλον ολόκληρος ο τζίρος της μέρας, αυτά που μαζεύουν για να λάβουν από τους μουσικούς σαν ευχαριστώ ένα τραγουδιστό «μπουόν άννο[viii]».
Κατά μήκος της Ρου Μπουτερί η τζαζ μπάντα της πρωτοχρονιάς παρελαύνει δίχως ταρατατζούμ- τι θα υπήρχε να αποκομίσουν εδώ; Φτωχές κοπέλες περιμένουν την πρωτοχρονιά όπως κάθε άλλη νύχτα του χειμώνα με πουκαμίσα και κιλότα ή μόνο με πουκαμίσα, το ένα στήθος τελείως ξεγυμνωμένο, μπροστά στις ισόγειες καμαρούλες τους και δείχνουν το αρκετά καθαρό κρεβάτι. Τα πόδια τους είναι βαλμένα σε παιδικές κάλτσες, πορτοκαλιές, ανοιχτοπράσινες ή μπλε ελεκτρίκ. Όταν ένας αγοραστής μπαίνει στο κατάστημα του σοκακιού, του οποίου το εμπόρευμα είναι το σώμα τους, σπρώχνουν τα αγοράκια τους ή τα κοριτσάκια τους έξω στον δρόμο.
Σχεδόν καμιά δίχως παιδιά. Είναι τίγκα στα παιδιά· τα πρόσωπά τους έχουν όλα τα χρώματα, που δεν είναι αυτά των καλτσών, άσπρα, καφετιά, μαύρα, κίτρινα πρόσωπα, γαλλικές, ιταλικές, αραβικές, κινέζικες διασταυρώσεις· όλα είναι ξύπνια την νύχτα και γυροφέρνουν στο ρείθρο, οι πατεράδες μάχονται στα ξένα ενάντια στους ανέμους και τα κύματα ή ξαπλώνουν πλάι στις μητέρες σαν πελάτες πριν σηκώσουν άγκυρα ή απέναντι στην ανταγωνίστρια της μητέρας.
Εδώ προσπερνάνε τα όργανα των μουσικών συγκροτημάτων δίχως ήχο ή ανταμοιβή, το πολύ πολύ να ανταλλάσσονται μερικές φωνές.
Τα ούτε ένα μέτρο φαρδιά ακτινωτά δρομάκια που ανεβαίνουν απότομα προς τον κολοφώνα του τριγώνου παραμένουν επίσης απαρατήρητα δεξιά και αριστερά. Τί υπάρχει εκεί μέσα; Εκεί μέσα υπάρχει βρωμιά, σωροί από ψαροκόκκαλα και υπολείμματα λαχανικών και από άλλα σκουπίδια, τυλιγμένα σε χαρτί εφημερίδας και πεταμένα εδώ, σαπισμένα στις γωνίες, χοντροί αρουραίοι κρατσανίζουν και λιπόσαρκες γάτες ψαχουλεύουν μέσα εδώ.
Πιο ανοιχτά από ό,τι αλλού στην Γαλλία, τελείως ανοιχτά, στέκουν τα ουρητήρια. Ώμο με ώμο με τους εκεί απασχολημένους άνδρες κοπέλες διαβάζουν τις κολλημένες στον τοίχο κινηματογραφικές αφίσες.
Δοκάρια είναι στημένα εγκάρσια ανάμεσα στις προσόψεις, πάνω τους φουσκώνουν σεντόνια, καμιά φορά οι μπουγάδες κρέμονται πάνω σε ξύλα έξω απ’ το παράθυρο. Ένα σκοτεινό ποταμάκι άγνωστης προέλευσης ρέει μέχρι κάτω στο λιμάνι, στο κέντρο του πεζοδρομίου έχει σκάψει ένα ρυάκι. Και δεν υπάρχει πουθενά φως.
Μόνο στην Ρου ντε λα Ρεϋνάρντ, στην Ρου Λεμαίτρ, στην Ρου Βεντομαγί και στην Ρου Προβιντές, στρίβει, συνοδευόμενη από φανταρίνες, μαθητευόμενες και βετεράνες της αγάπης, η ορχήστρα και παίζει μπροστά στις πύλες των αριστοκρατικών μπουρδέλων, στο δυνατό φως των ηλεκτρικών πινακίδων: «Μαντάμ Εζενί»- «Μαντάμ Αλίν» – «Μαιζόν Κυθήρεια!» – «Ετιέν Χοτέλ Ρεναισάνς» – «5 α λα Λουν» – «Ωλίν! Ωλίν!» – «Τέο» – «Εν φλαμπογιάν». Προσόψεις με λαδομπογιές. Μπροστά στις πολύχρωμες γυάλινες πόρτες του διαδρόμου κάθεται η τίμια πατρόνα του σπιτιού, αρκετά φαρδιά και βαριά, ώστε να παρουσιάζεται στους πλησιάζοντες διαβάτες σαν οδόφραγμα.
Επικελευστές, κελευστές και αρχιμηχανικοί συνωστίζονται στο σαλόνι του πρώτου ορόφου για τις επί μακρόν στερημένες λιχουδιές, απολαμβάνουν την συντροφιά των γυναικών αρχικά συζητώντας προτού αποσυρθούν· το δωμάτιο κοστίζει πενήντα φράγκα.
Στον δεύτερο όροφο αξιοποιείται ως εξαγωγική βιομηχανία το γεγονός ότι η υπόλοιπη Ευρώπη έχει κλείσει σχεδόν παντού τα σπίτια με γυναίκες. Από την Αγγλία και την Αμερική έρχονται οι ταξιδιώτες ηδονοβλεψίες, κατά βάση κυρίες, για να ερεθιστούν με σεξουαλικές διαστροφές. Αρχικά τους προβάλλονται ταινίες, ανείπωτα κοινότοπες βρωμερές ταινίες με την τεχνική των παλαιών κινηματογράφων του 1900. Τότε εμφανίζομαι – αποκορύφωμα του εξευτελισμού- όλες οι κοπέλες του σπιτιού με βήμα σημειωτόν, παρουσιάζονται σε ημικύκλιο εν μέρει γυμνές, εν μέρει σηκώνοντας την πουκαμίσα ή το κοντό τους φόρεμα, με ένα παγωμένο, υποτίθεται σαγηνευτικό χαμόγελο και με παρακλητικό βλέμμα. Έτσι περιμένουν μέχρι δύο ή τρεις από αυτές να επιλεγούν για μια επίδειξη.
*
Πυροτεχνήματα πετάνε σήμερα ανά μικρά διαστήματα πάνω από τις φτωχογειτονιές: δυο αμερικανικά αντιτορπιλικά γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά. Μπροστά στα πολυτελή σπίτια οι ιταλικές μπάντες αρχίζουν να παίζουν τις πρωτοχρονιάτικες σερενάτες τους. Οι πιο ανάπηροι ανάπηροι του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού έρχονται με καθίσματα κουτσαίνοντας από την γειτονιά, για να απολαύσουν το κονσέρτο.
Οι φτωχές πουτάνες από την οδό Κουτελερί έρχονται μαζί, με τις πορτοκαλί, ανοιχτοπράσινες και μπλε ελεκτρίκ κάλτσες τους, με το μαύρο, λευκό, καφετί και κίτρινο παιδομάνι τους, και κοιτάνε με ζήλεια πάνω στα φωταγωγημένα παράθυρα στα οποία η ζωή δεν έχει έγνοιες. Οι κοπέλες στα φωταγωγημένα παράθυρα σκύβουν προς την μουσική και τις φτωχές πουτάνες που έχουν έρθει μαζί από την οδό Κουτελερί με τις πορτοκαλιές, ανοιχτοπράσινες και μπλε ελεκτρίκ κάλτσες και με το μαύρο, λευκό, καφετί και κίτρινο παιδομάνι τους, στις οποίες θα ανήκουν και αυτές κάποτε.
Εκτός αν η μοίρα το θελήσει αλλιώς. Απέναντι στην άλλη πλευρά του λιμανιού, πέρα από τις χρυσές αχτίδες των πυροτεχνημάτων που σκάνε σε αστέρια, μια κοκότα έχτισε την πιο μεγαλόπρεπη βίλα της πόλης· το νησί ανάμεσα στο Σατώ ντ’ Ιφ και την είσοδο του λιμανιού ονομάζεται προς τιμήν της «Ιλ ντε Γκάμπυ»· τα μαργαριτάρια της αξίας δώδεκα εκατομμυρίων φράγκων τα δώρισε στην ευγνώμονα πόλη, το μεγαλόπρεπο ταφικό μνημείο στο νεκροταφείο Σαιν Πιερ φέρει το όνομά της, και η μνήμη αυτής της γυναίκας η οποία έθεσε τέλος στην πορτογαλική μοναρχία και πλούτισε την Μασσαλία, τιμάται όπως μιας αγίας.
Πότε έγινε αυτό;
Στον Μεσαίωνα;
Η Γκάμπυ Ντελύς, πραγματικό όνομα Ελένα Ναβρατίλ, πέθανε το 1923.
[i] Quai des Belges: αποβάθρα των Βέλγων. Προφανώς ονομασθείσα έτσι σε ένδειξη αλληλεγγύης προς το Βέλγιο μετά την εισβολή των Γερμανών σε αυτό κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο.
[ii] Ονομαστός παραλιακός πεζόδρομος του Αμβούργου
[iii] Μετζάνα: το τελευταίο κατάρτι του πλοίου, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη, εδώ το πρύμνιο πανί
[iv] Φλόκος: τριγωνικό μπροστινό πανί χωρίς να φτάνει πίσω από το άλμπουρο
[v] Μιραμπώ (1749-1791): ρήτορας και πολιτικός της Γαλλικής Επανάστασης
[vi] Μεταλλική γέφυρα που συνέδεε τις δυο πλευρές του λιμανιού της Μασσαλίας. Εγκαινιάστηκε το 1905 αλλά ήδη στην δεκαετία του 1930 είχε πέσει σε αχρησία. Ανατινάχτηκε από τους Γερμανούς το 1944.
[vii] Victor Gelu (1806-1885), Γάλλος ποιητής γεννημένος στην Μασσαλία, ο οποίος έγραψε στην προβηγκιανή γλώσσα
[viii] Buon anno: καλή χρονιά