Έρωτας ανάμεσα στους λεπρούς.
Μια ανθοδέσμη λευκές γλαδιόλες με μακρύ στέλεχος στολίζουν το στήθος της, κεριά καίνε στο πλευρά της, στα πόδια της δυο γυναίκες ξαγρυπνούν την νεκρή. Μόνο το χρώμα του δέρματος ξεχωρίζει τους νεκρούς απ’ τους ζωντανούς: το μεταλλικό πορφυρό των λεπρών ξεβγάζει με τον θάνατο. Η λέπρα σκοτώνει με δύο τρόπους: στραγγαλίζει ή χτυπά στην καρδιά· οι στραγγαλισμένοι γίνονται μπλε, οι άλλοι ωχροί. Τα χαρακτηριστικά εξογκώματα στο πρόσωπο της νεκρής γυναίκας απλώνονται πάνω σε ένα χλωμό φόντο.
«Πρέπει να ήταν πολύ ηλικιωμένη» λες στον γιατρό.
«Πριν ένα χρόνο γέννησε εδώ ένα παιδί» απαντάει εκείνος.
«Ο άνδρας της ζει κι αυτός εδώ;»
«Ήταν ανύπαντρη και το έκανε με έναν από τους ασθενείς μας. Του δώσαμε εξιτήριο τον προηγούμενο μήνα».
«Ανάρρωσε;»
«Σε κάθε περίπτωση δεν είναι κολλητικό πλέον. Λέπρα τουμπερόσα, μια ελαφριά περίπτωση, κλειστές πληγές. Παρεμπιπτόντως ήταν όμορφος άνδρας».
Κοιτάς την νεκρή.
«Τι της βρήκε δεν το ξέρουμε» λέει ο γιατρός. «Ίσως εδώ πέρα να χαμηλώνουν οι προσδοκίες, ίσως σε κάποιον ν’ αρέσει ό,τι του μοιάζει.»
«Το παιδί είναι νεκρό;»
«Γιατί νεκρό; Η λέπρα δεν κληρονομείται. Προφανώς το βρέφος απομακρύνθηκε αμέσως απ’ την μητέρα του και όπως όλα τα παιδιά των λεπρών το πήγαν στο Τλαλπάν[1] στο «Πρεβεντόριο παρά χίχος ντε λεπρόσος»[2] . Πριν από μερικές μέρες ήρθε μια πληροφορία απ’ το Τλαλπάν ότι το παιδί είναι καλά.
Ο γάμος μεταξύ λεπρών απαγορεύεται απ’ τον νόμο. Αλλά κανένας νόμος δεν μπορεί ν’ απαγορεύσει τον έρωτα. Στην άκρη του κρατικού λεπροκομείου του Ζοκιαπάν[3], εντός του περιφραγμένου χώρου, στέκονται καλύβες από πηλό· αυτές δείχνουν ακόμα πιο άθλιες απέναντι στα επίσημα περίπτερα με τους πεντακάθαρους τσιμεντένιους τοίχους και τους καλοφροντισμένους κήπους. Σε αυτά τα περίπτερα λευκοντυμένες νοσηλεύτριες κρατούν συντροφιά στους αρρώστους, κάποιες μ’ ένα μαντήλι μπροστά απ’ την μύτη, αλλά εμφανή, βαμμένα χείλη, κάποιες με ακάλυπτο και γι’ αυτό περισσότερο μακιγιαρισμένο πρόσωπο. Στην κουζίνα μη λεπροί μάγειρες ετοιμάζουν το φαγητό.
Σ’ αυτήν την πλευρά, μπροστά στις γυμνές καλύβες, ανθίζει αντί ενός κήπου ο σκουπιδότοπος, και χιλιάδες μύγες βουίζουν γύρω απ’ αυτόν. Σε κάθε καλύβα κάθεται ένας άρρωστος δίπλα σε μια γυναίκα, η οποία μοιάζει σαν αυτόν, του ψήνει τορτίγιες και του τηγανίζει τάκος. Στην απέναντι πλευρά, στα περίπτερα, στους ασθενείς γίνεται ένεση με τον χυμό του ινδικού φυτού τσαουλμούγκρα ή τους δίνεται σε ζελατινένιες κάψουλες. Σ’ αυτήν την πλευρά στις πηλοκαλύβες οι άρρωστοι καπνίζουν το ναρκωτικό της λήθης, μαριχουάνα.
Όσο πρωτόγονα φτιαγμένες με το χέρι κι αν είναι οι καλύβες, διαθέτουν όλες ένα βιομηχανικό προϊόν που το ζηλεύουν όλοι όσοι δεν έχουν καλύβα: μια κλειδαριά. Όταν η καλύβα είναι άδεια η κλειδαριά κρέμεται έξω, όταν είναι κατειλημμένη κρέμεται μέσα. Τα βράδια κρέμεται πάντα έξω, γιατί όλοι πρέπει να κοιμούνται στα περίπτερα, οι γυναίκες χωριστά, οι άνδρες χωριστά, ακόμα και τα παντρεμένα ζευγάρια τα βράδια ζούνε χωριστά.
Καθώς εισέρχεσαι στην μεγάλη αίθουσα με τους κρεβατωμένους, ένας άρρωστος ανασηκώνεται στο κρεβάτι δίπλα στην πόρτα της εισόδου και σε κοιτάζει επίμονα, σαν να ένιωθε το προσβλητικό της φρίκης σου και να ήθελε να σ’ εκδικηθεί γι’ αυτό. Τα μάτια του είναι στραμμένα πάνω σου, μέσα τους κοχλάζουν μίσος, οργή και περιφρόνηση, τα οποία εντείνονται, καθώς σε περιεργάζεται. Όλα πάνω σου τον δυσαρεστούν ολοκληρωτικά. Στην στιγμή πρόκειται να πηδήξει και να σε τραυματίσει θανάσιμα. Το όπλο το έχει στο χέρι του: το χέρι του. Αρκεί μόνο να σ’ αγγίξει. Τα μάτια του δεν κρύβουν ότι είσαι ο στόχος του.
«Είναι τυφλός» σου παρατηρεί ο γιατρός, «όλη την μέρα ατενίζει έτσι το κενό. Πολλοί είναι τυφλοί, ο νεαρός Κινέζος εκεί είναι επίσης τυφλός!»
«Αυτοί οι Κινέζοι επίσης;» ρωτάς, δείχνοντας δύο που παίζουνε σκάκι ο ένας με τον άλλο ανάμεσα στα κρεβάτια.
«Αυτοί δεν είναι Κινέζοι, είναι Ινδιάνοι. Απλώς η ασθένεια επιτείνει τα μογγολοειδή χαρακτηριστικά τους, τραβάει τις άκρες των ματιών προς τα πάνω, ρίχνει τα φρύδια και τα μαλλιά και πλαταίνει την μύτη.»
Στην αίθουσα των γυναικών μία κάθεται ανακούρκουδα στην άκρη του κρεβατιού και τραβάει, γιατί σε βλέπει να έρχεσαι, βιαστικά το φόρεμά της προς τα κάτω, που ήταν ανασηκωμένο. Το πρόσωπό της είναι αυτό ενός πεκινουά, από την μύτη έχουν μείνει μόνο τα ρουθούνια. Χαμογελάει αμήχανα, μην τυχόν και είδες κάτι απ’ τα πόδια της.
Στον σκελετό κάθε κρεβατιού κρέμεται ένα κομποσκοίνι, πάνω σε κάθε κομοδίνο στέκεται μια κορνιζαρισμένη εικόνα αγίου, στους τοίχους κρέμονται πολλές, πάντοτε ο ίδιος άγιος. «Ο άγιος Λάζαρος», μου εξηγεί ένας άρρωστος, που ακολουθεί την ματιά μου, «ο άγιος Λάζαρος είχε λέπρα και αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς.»
Σίγουρα αυτό το πιστεύουν όλοι εδώ γύρω, και τους παρηγορεί που η θεραπεία της λέπρας είναι δυνατή, δηλαδή τόσο δυνατή όσο και η ανάσταση των νεκρών. Αλλά δεν είναι καθόλου ο αναστημένος Λάζαρος που κρέμεται εδώ, αλλά ένας άλλος Λάζαρος, ένας λεπρός, που δεν αξιώθηκε την ανάσταση, όπως αφηγείται το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
Το πορτραίτο ενός ιεραποστόλου σε χαιρετά κι αυτό απ’ τον σοβά του τοίχου. Το ξέρεις αυτό το πορτραίτο. Σου έχει μείνει αξέχαστο από μια φριχτή βιτρίνα στην Νέα Υόρκη, η οποία επιχειρεί να εκνευρίσει τους περαστικούς ώστε να μπουν στο μαγαζί, τον έρανο μιας ιεραποστολής. Τα πρόσωπα και τα μέλη τα οποία εδώ στο λεπροκομείο τα έχεις μπροστά σου εκ του φυσικού, εκεί τα είδες φωτογραφημένα και μεγεθυμένα, και στην μέση, πλαισιωμένη με ένα φωτοστέφανο από νέον, κρεμόταν η εικόνα αυτού του ιεραποστόλου, του πάτερ Ντάμιεν, του επονομαζόμενου ήρωα-μάρτυρα, ο οποίος μοιράστηκε οικειοθελώς το πεπρωμένο των λωβιασμένων στην νήσο Μολοκάι του αρχιπελάγους Σάντουιτς[4].
Στο λεπροκομείο κανείς δεν χρειάζεται ιεραποστόλους. Εδώ περιθάλπουν γιατροί και νοσοκόμοι ό,τι χρειάζεται περίθαλψη. Υπάρχουν πολλά να περιθάλψεις, αλλά όχι πολλά να βοηθήσεις. Τί μπορεί να κάνει κανείς με τριακόσιες μέχρι τετρακόσιες πληγές πάνω σ’ ένα σώμα, το οποίο επιπλέον παραμένει μόνο ένα θραύσμα σώματος, ένας πυώδης σκελετός; Γιατρός και αδελφή νοσοκόμα καθαρίζουν τις πληγές, βάζουν λίγη αλοιφή από τσαουλμούγκρα πάνω και τις δένουν με λεπτές γάζες.
Περνάς μέσα από αίθουσες και δίπλα από αίθουσες. Ένα εδάφιο της Βίβλου σου έρχεται στον νου: οι λωβιασμένοι μιας πολιορκημένης, λιμοκτονούσας πόλης – δεν ήταν η Σαμάρια;- αποφασίζουν να κάνουν έξοδο. Η αιτιολογία: «Αφήστε μας να ζήσουμε, θα ζήσουμε, σκοτώστε μας, λοιπόν, θα είμαστε νεκροί». Αυτά τα λόγια σου εντυπώθηκαν γιατί σου φάνηκαν ως η πεμπτουσία της αδιαφορίας, ενός παλαιοδιαθηκικού «ζε μ’ εν φις»[5].
Τώρα, εν όψει των λεπρών, τα καταλαβαίνεις αλλιώς, καταλαβαίνεις ότι η ζωή με την λώβα δεν είναι κανένα μεγάλο όφελος και ότι οι λωβιασμένοι της Σαμάριας δεν θα μπορούσαν να γίνουν πολύ περισσότερο πεθαμένοι απ’ όσο ήταν ήδη. Εξόρμησαν από τον προμαχώνα αυτού του σκεπτικού και ο στρατός των πολιορκητών με σηκωμένες τρίχες έγινε καπνός, σαν να προέλαυνε ολόκληρο το στράτευμα των Αιγυπτίων και των Χετταίων. Έτσι η Σαμάρια ελευθερώθηκε χάρη στην φρίκη.
Η χρήση της λέπρας ως όπλου έχει παίξει ρόλο και στην ιστορία του Μεξικού. Όποτε ο λαός ξεσηκωνόταν εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας, οι αντιβασιλείς έστελναν στο πεδίο της μάχης λεπρούς και συμμορίτες, λεπρόσος και λέπερος, ενάντια στους εξεγερμένους. Υπάρχουν και σήμερα ακόμα αρκετοί λεπροί στο Μεξικό, ακόμα και αν δεν επιστρατεύονται πλέον για τέτοιες δραστηριότητες. Τουλάχιστον 26000 πολίτες είναι άρρωστοι με λέπρα. Αυτή η ασθένεια θάλλει σε όλες τις χώρες όπου υπάρχει τροπική υγρασία, φτώχεια και οπισθοδρόμηση, στα Βαλκάνια, στην Λατινική Αμερική, προ πάντων στην Ασία και την Αφρική. Τέσσερα με πέντε εκατομμύρια ψυχές σημαδεύουν την γήινη σφαίρα μας με λέπρα.
Στην σκιά μιας καλύβας κάθεται ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Φαίνεται να τους προκαλεί ντροπή που τους έπιασες εξαπίνης αλλά δεν λύνουν τα μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο χέρια, τα οποία κλείνουν μέσα σε μια ενότητα την αύρα της αγάπης τους.
«Ναι,» λέει ο γιατρός, ο οποίος παρανοεί το βλέμμα σου πάνω στα αγαπώμενα χέρια, «ναι, αυτά τα δάχτυλα είναι τυπικά της λέπρας αναισθέτικα: κυρτωμένοι μύες, κόμποι στις αρθρώσεις, ωχρό, μεταλλικά στιλπνό δέρμα. Τελείως απονεκρωμένα, δίχως κανένα συναίσθημα.»
Και γεμάτα συναίσθημα χαϊδεύουν και φιλάνε το ένα το άλλο τα δάχτυλα των δύο ερωτευμένων.
Τα μακρόστενα κτήρια, πάνω στα οποία στέκει η επιγραφή «Αμπουλάντες» δεν είναι ασθενοφόρα[6], αλλά περιέχουν τους χώρους κατοικίας εκείνων, οι οποίοι μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα. Στο κήπο οι ασθενείς φοράνε μαύρα γυαλιά ηλίου, τα οποία αφαιρούν απ’ την όψη τους και το τελευταίο κομμάτι που θυμίζει ανθρώπινη όψη.
Οι γιατροί λυπούνται που οι ασθενείς δεν έχουν απασχόληση· μια βιομηχανική ή αγροτική εργασία στην πλατιά έκταση του ιδρύματος, η οποία εκτείνεται σχεδόν μέχρι τα ηφαίστεια και τις πηγές θείου των βουνών της Πουέμπλα, θα προσέφερε εισόδημα και θα έδινε περιεχόμενο στην ζωή. Βέβαια, θα απαιτούνταν κεφάλαια. «Το λεπροκομείο των Ηνωμένων Πολιτειών διαθέτει ένα προϋπολογισμό χιλίων δολαρίων την ημέρα», λέει ο γιατρός, «ένα τέτοιο ποσό σε εμάς πρέπει να αρκέσει για βδομάδες. Την ίδια στιγμή το αμερικανικό ίδρυμα – βρίσκεται στο Κάρβιλ της Λουιζιάνα- δεν είναι μεγαλύτερο απ’ το δικό μας».
Μεγαλύτερο, το μεγαλύτερο νοσοκομείο λεπρών του κόσμου είναι το Κουλιόν στις Φιλιππίνες. Φιλοξενεί πέντε με έξι χιλιάδες αρρώστους όλων των εθνικοτήτων. Και αυτό επίσης το συντηρούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Εδώ στο Μεξικό βρίσκονται σε απομόνωση μόνο ακριβώς εκατό, δύο τρίτα γυναίκες, ένα τρίτο άντρες, καθώς επίσης και μερικά παιδιά, για τα οποία υπάρχει ένα σχολείο.
Μια ινδιάνα κοπέλα, η οποία πλέκει πάνω σε ένα σκαλοπάτι δίπλα σε άλλες γυναίκες, φωνάζει προς τα δω: «Γιατρούλη, τί γίνεται με το εξιτήριό μου; Έχω να παντρευτώ τον Μάιο! Ο γαμπρός μου πιέζει για τα στέφανα».
«Ξέρει ότι είσαι εδώ;»
«Πώς όχι δηλαδή! Μου γράφει εντελώς ανυπόμονος απ’ το Μαζατλάν. Πότε θα γίνει ο γάμος μου γιατρούλη;»
Μπροστά στο περίπτερο των παιδιών παίζουν παιδιά με έναν σκύλο. Ένα αγόρι τυλίγει τον επίδεσμο ενός μαυρισμένου ποδιού.
«Ο σκύλος δεν βγαίνει καμιά φορά έξω απ’ το ίδρυμα;»
«Δεν ανήκει καν στο ίδρυμα», απαντά ο γιατρός, «αλλά δεν μπορεί να κολλήσει κανέναν. Οι βάκιλοι της λέπρας δεν μεταδίδονται σε κανένα ζώο, ούτε καν σε μεγάλους πιθήκους. Κάποιοι λένε ότι τα χαλιά είναι φορείς των βακίλων, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχτεί ποτέ. Οι άρρωστοί μας παίρνουν συχνά άδεια, για να πάνε σπίτι τους. Οι φυματικοί και οι συφιλιδικοί είναι επίσης μολυσματικοί και μετακινούνται όμως όπου θέλουν».
Ο σκύλος, δίχως όρεξη να τον βάλουν να πηδήξει πάνω από έναν τεντωμένο επίδεσμο, δοκιμάζει την τέχνη του σε σένα, πηδάει ψηλά σε σένα. Ίσως να πεινάει.
«Δεν χρειάζεται να φοβάστε, ακόμα κι αν δαγκώσει. Ούτε καν από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν διεισδύει τόσο εύκολα η λέπρα. Γνωρίζετε την περίπτωση Άρνινγκ;»
Μετά από επιθυμία του Σκανδιναβού σοφού Άρνινγκ ένας καταδικασμένος σε θάνατο είχε δώσει την έγκρισή του να τον εμβολιάσουν με βακίλους λέπρας, σε περίπτωση που λάμβανε χάρη. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν γύρω απ’ το σημείο του εμβολιασμού εξογκώματα τυπικά της λέπρας. Ένας συνάδελφος του Άρνινγκ, ο δόκτωρ Ντάνιελσεν, μεταμόσχευε επί χρόνια στον εαυτό του ιστούς μολυσμένους με λέπρα χωρίς να εμφανίσει κάποιο σύμπτωμα. Τώρα το πείραμα του Άρνινγκ θα είχε αποδείξει το αντίθετο, την δυνατότητα τεχνητής μετάδοσης – αν δεν είχε προκύψει μετά την δημοσίευση αυτού του αποτελέσματος ότι δύο αδέρφια και ένας θείος του δοκιμαστικού ασθενούς έπασχαν από λέπρα.
«Ένας συνάδελφός μου, σήμερα ήδη ένας γηραιός κύριος», συνεχίζει να διηγείται ο γιατρός, «πέτυχε επίσης την απόδοση χάρης σε έναν εγκληματία, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συμμετάσχει σε πειράματα πάνω στην λέπρα. Ο άνδρας είχε διαπράξει διπλή ληστεία μετά φόνου και ούτε η πράξη ούτε ο δράστης θα είχαν αποκαλυφθεί, αν η ερωμένη του δολοφόνου δεν είχε ερωτευτεί κάποιον άλλον. Τον υπέδειξε και κατέθεσε εναντίον του στην δίκη. Ο συνάδελφός μου διεξήγαγε επί μήνες μέσα στην φυλακή πειράματα στον άνδρα. Ξαφνικά αυτός δραπέτευσε και ξανάκουσαν γι’ αυτόν όταν δολοφόνησε την πρώην ερωμένη του και τον τωρινό άνδρα της. Μόνο για να εκτελέσει αυτό το σχέδιο εκδίκησης, είχε προτιμήσει τα πειράματα με την λέπρα απ’ την εκτέλεση».
«Απίστευτο!»
«Γίνεται ακόμα πιο απίστευτο. Ένα βράδυ τον συνάδελφό μου μέσα στον διάδρομο του σπιτιού του τον πλησίασε και του μίλησε ο δραπέτης. Ήταν πρόθυμος να κρατήσει τον λόγο του. Αν ο γιατρός τον χρειαζόταν για περαιτέρω πειράματα, θα παρουσιαζόταν στις Αρχές».
Καθώς σου διηγείται αυτήν την ιστορία, προσπερνάς κτήρια και βοηθητικά κτίσματα, βλέπεις τα εργαστήρια και το μικροβιολογικό κέντρο και το φαρμακείο και το οδοντιατρικό τμήμα.
Σ’ ένα δωματιάκι του περιπτέρου «ντε λος αμπουλάντες» ένας άνδρας είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα ρούχα και διαβάζει. Στον εισερχόμενο γιατρό γνέφει με μια κίνηση του χεριού, όπως χαιρετάει κανείς έναν φίλο. Όταν όμως εισέρχεσαι πίσω απ’ τον γιατρό, ο άνδρας αναπηδάει, σε υποχρεώνει να καθίσεις, σου προσφέρει τσιγάρο. Είναι λεπτός και ψηλός, ελαφρά γκριζαρισμένος, ένας εμφανίσιμος άνδρας, παρόλο που τα χαρακτηριστικά του έχουν διαπλατυνθεί σε ένα λεόντειο πρόσωπο με την παθολογική σημασία του όρου: πλακουτσωτή μύτη, αποσκληρωμένο δέρμα στο μέτωπο, εξογκωμένα φρύδια και εξογκωμένα χείλη.
Οι τοίχοι της κάμαρας είναι ντυμένοι μέχρι πάνω το ταβάνι με βιβλία, στα ράφια στέκουν τεχνουργήματα. Το βλέμμα σου περιπλανιέται κατά μήκος των τίτλων των βιβλίων, μένει κολλημένο σε ένα: «Λε ρουά λεπρώ[7]». Ο οικοδεσπότης λέει: «Το βιβλίο δεν έχει καμιά σχέση με την ασθένειά μου, ο τίτλος είναι μεταφορικός. Παρεμπιπτόντως είναι μονάχα ένα ψυχαγωγικό μυθιστόρημα».
«Γνωρίζω τον Πιέρ Μπενουά[8]»
Από κει και πέρα μιλούμε γαλλικά. Η συνομιλία στρέφεται σε έναν θυρεό ζωγραφισμένο στο ξύλο. Κάτω απ’ το έμβλημα βρίσκεται ένας υπογεγραμμένος από τον Φίλιππο Γ’ τίτλος ευγενείας σε αρχαία καστιλιάνικη γλώσσα, ο οποίος απονέμει στον παραλήπτη τον τίτλο ενός μαρκησίου του Σαν Ντιέγκο και δούκα του Βαλλιαδολίδ.
«Αυτό επίσης δεν είναι έργο τέχνης, μόνο ένα οικογενειακό κειμήλιο» απολογείται.
«Είστε δούκας του Βαλλιαδολίδ;»
«Προς Θεού, όχι. Οι πρόγονοι μου αποποιήθηκαν τον τίτλο κιόλας πριν εκατόν τριάντα χρόνια. Η οικογενειακή μας παράδοση είναι ρεπουμπλικανική, υπέρ της μεξικανικής ανεξαρτησίας. Δείτε, εδώ είναι κάτι για το οποίο είμαι πραγματικά περήφανος». Βγάζει ένα ξεθωριασμένο κάδρο, μια φωτογραφία του Μπενίτο Χουάρεθ[9], περιτριγυρισμένη από φωτογραφίες των υπουργών του. «Αυτός εδώ είναι ο παππούς μου, ήταν υπουργός εσωτερικών υπό τον Χουάρεθ, πολέμησε ενάντια στον Μαξιμιλιανό».
Τον ρωτάς για την ζωή του. Στρέφεται στον γιατρό: «Ο κύριος γνωρίζει ποιος είμαι;»
«Του διηγήθηκα πως είστε ο πιο διάσημος ηθοποιός της Λατινικής Αμερικής, αλλά δεν ανέφερα το όνομά σας.»
«Όχι ο πιο διάσημος ηθοποιός, μονάχα αρκετά γνωστός, και επίσης αυτό έχει παρέλθει». Το λέει αυτό χαμογελώντας, δίχως καμιά παραίτηση, και προσθέτει στα γερμανικά: «Στον υποκριτή οι μεταγενέστεροι δεν θα πλέξουν στεφάνια».
«Τώρα, για την ώρα δεν χρειάζεστε στεφάνια απ’ τους μεταγενέστερους, οι σύγχρονοι είναι ακόμα εδώ».
«Πού; Εδώ δα; Αξιότιμε φίλε, έχω πεθάνει και είμαι ευχαριστημένος, είναι ένας πολύ ευχάριστος θάνατος εδώ. Γι’ αυτό θα ήθελα να σας παρακαλέσω, αν πρέπει να γράψετε κάτι για την επίσκεψή σας εδώ, ονομάστε με Ροντρίγκο Ροντρίγκεζ ή κάτι τέτοιο. Δυο μέρες μετά την απόλυσή μου από δω μπορείτε να γράψετε ό,τι θέλετε».
«Γιατί όχι την πρώτη μέρα μετά την απόλυση, Δον Ροντρίγκο;»
Γελάει: «Δεν θα ήθελα κιόλας, την ημέρα μετά τον θάνατό μου να μου έρθουν επισκέπτες. Είχα αρκετά στεφάνια ζωντανός».
Μετά από επιθυμία σου σου δείχνει κάνα δυο εικόνες απ’ τις παραστάσεις του. Ορέστης, Ρωμαίος… Σε μια φωτογραφία παρουσιάζεται σαν ιππότης Κουαούχτλι, πρίγκηπας του Τεξκόκο, σε ινδιάνικη στολή με λόγχη και φτερά στο κεφάλι.
«Αυτό είναι ένα από τα λίγα καλά δράματα από την μεξικάνικη ιστορία. Ονομάζεται «Το βέλος του ήλιου» και είναι γραμμένο από τον Μεντίζ Μπόλιο».
«Δον Ροντρίγκο», λες και κοιτάς σε ένα νεανικό πορτραίτο του ηθοποιού με το καθαρό πρόσωπο και την μικρή μύτη, «μπορώ να σας ρωτήσω…»
«Ξέρω,» σε διακόπτει ο ηθοποιός με το ακάθαρτο, παραμορφωμένο πρόσωπο και την πλακουτσωτή μύτη, «ξέρω τί θέλετε να ρωτήσετε. Αλλά εδώ δεν έχω τίποτα παραπάνω να απαντήσω εκτός από το ότι το έπαθα από μια γυναίκα. Αυτό το δήλωσα με την εγκατάστασή μου εδώ και περισσότερα δεν μπορώ να πω ούτε σε σας».
«Το ξέρατε ότι ήταν άρρωστη».
«Την αγαπούσα, αυτό είναι όλο».
«Και ξέρατε ότι είχε λέπρα;»
«Όταν ξεκίνησα να την αγαπάω δεν το ήξερα».
«Το μάθατε λοιπόν μονάχα αργότερα;»
«Την πολιόρκησα και με απέρριψε, πράγμα που ένας ηθοποιός παθαίνει σπάνια, ιδιαίτερα ένας που το ρεπερτόριό του είναι νεαροί εραστές. Μια φορά πήγα σε αυτήν και την βρήκα ολότελα ταραγμένη. Ο γιατρός είχε διαγνώσει λέπρα, στην οικογένειά της αυτή η ασθένεια είχε παρουσιαστεί επανειλημμένα. Έκλαιγε με λυγμούς, τώρα πια δεν θα μπορούσε να είναι δική μου, ακόμα και αν το ήθελε. Από εκείνη την μέρα ζούσαμε μαζί. Ήμουν ακόμα πολύ νέος τότε».
«Ζει ακόμα;»
Σιωπά. Κάτι φαίνεται να τον συγκινεί περισσότερο από το τίμημα το οποίο πληρώνει ακόμα σήμερα για εκείνη την αγάπη. «Μια μέρα με φώναξε ο διευθυντής του θεάτρου και με συμβούλεψε να χωρίσω από την φίλη μου, μου έκανε κακό, με απατούσε με άσχημο τρόπο, με έκανε περίγελο της πόλης. Δίχως να αποχαιρετίσω, έφυγα για το Μπουένος Άιρες, από όπου είχα λάβει από καιρό επαγγελματικές προσφορές. Η φίλη μου κι εγώ δεν γράψαμε ποτέ ο ένας στον άλλον. Όταν επέστρεψα στο Μεξικό δύο χρόνια αργότερα έμαθα ότι είχε πεθάνει».
«Κι εσείς ο ίδιος, νιώθατε άρρωστος;»
«Ούτε κατ’ ελάχιστο. Εδώ και καιρό δεν σκεφτόμουν ότι η φίλη μου κάποτε είχε πιστέψει πως είχε λέπρα. Για δέκα χρόνια έπαιζα εδώ στο Μεξικό. Ξαφνικά άρχισα να υποφέρω από αδυναμία, από αναισθησία των μυών και των άκρων και απέκτησα στίγματα στο δέρμα. Ο γιατρός μου έγραψε μια δίαιτα και συνέστησε αλλαγή κλίματος. Όταν έφυγα απ’ αυτόν διέσχιζα το Πασέο ντε λα Ρεφόρμα[10] και μες στην μέση του δρόμου συνάντησα έναν αλλοτινό συμμαθητή, που είχε γίνει γιατρός. Έμεινε τόσο κόκκαλο που παραλίγο θα τον είχαν πατήσει. «Είσαι άρρωστος» μου είπε. Τρόμαξα με τον τόνο του και δεν έκανε τίποτα για να διασκεδάσει την ανησυχία μου, αλλά δεν ήθελε να απαντήσει στο ερώτημά μου, ποια ήταν η ασθένειά μου. Με συμβούλεψε να ταξιδέψω επειγόντως στο Σαν Αντόνιο, στο Τέξας, εκεί ο δόκτωρ Ενρίκε Γκονζάλεζ θα μου έκανε ακριβή διάγνωση.
Είχα παράσταση το επόμενο βράδυ, αλλά ήμουν τόσο αναστατωμένος που έφυγα αμέσως για το Τέξας. Ο δόκτωρ Γκονζάλεζ, όπως έμαθα σύντομα ο μεγαλύτερος ειδικός για την λέπρα, μου είπε, όταν του παρουσιάστηκα, ότι είχα λέπρα.
Επιστρέφοντας στο Μεξικό παραιτήθηκα από την παράσταση, πακετάρισα τα αγαπημένα μου βιβλία και ένα δυο ενθύμια και μετακόμισα εδώ. Κανένας δεν ξέρει πού είμαι, κανένας δεν έρχεται σε μένα, και δεν θέλω κιόλας καμία επίσκεψη. Δεν αισθάνομαι ούτε κατ’ ελάχιστο αξιολύπητος και δεν θέλω να με λυπούνται».
Αν και λέει ότι δεν επιθυμεί επισκέψεις δεν σε αφήνει να φύγεις, βρίσκει συνεχώς ένα νέο θέμα για συζήτηση. Τον έχεις ήδη αποχαιρετίσει επανειλημμένα, γι’ αυτό έβαλε το χέρι πίσω απ’ την πλάτη, για να μην σε φέρει σε πειρασμό να το σφίξεις. Επιτέλους στέκεσαι μαζί του στον διάδρομο και σε προσκαλεί στο ανέβασμα του έργου «Λα μουχέρ αλεγκρία»[11], που το έχει προβάρει με τους αρρώστους. Τον ρωτάς το όνομα του συγγραφέα, δεν θυμάται, και ο γιατρός, με τον οποίο φαίνεται πως κάποτε είχαν μιλήσει για τον Ισπανό νομπελίστα Μπενεβέντε, παρατηρεί: «Δεν είναι του Μπενεβέντε;»
«Για όνομα του Θεού, γιατρέ! Ο Γιακίντο Μπενεβέντε είναι βέβαια ένας ποιητής, ο πιο εξαίσιος δραματικός ποιητής της ισπανικής γλώσσας, αλλά το «Λα μουχέρ αλεγκρία» είναι ένα φτηνό ψυχαγωγικό έργο γραμμένο από κάποιον τυχάρπαστο. Παρακαλώ, ελάτε ξανά για μια στιγμή στο δωμάτιό μου».
Μέσα παίρνει ένα θεατρικό έργο του Μπενεβέντε απ’ το ράφι, «Δεν είναι όλα τα παιδιά της Εύας παιδιά του Αδάμ», και απαγγέλει μερικά αποσπάσματα.
«Πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι θα το διαβάσετε». Σου τείνει το χέρι για να του επικυρώσεις την υπόσχεσή σου.
«Ω, συγχωρέστε με που σας έσφιξα το χέρι. Αλλά όταν μιλάω για το παλιό μου επάγγελμα…»
Ο Εgon Erwin Kisch (1885-1948), γεννήθηκε στην γερμανόφωνη εβραϊκή κοινότητα της Πράγας. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους δημοσιογράφους της εποχής του, γνωστός με το προσωνύμιο «ο βιαστικός ρεπόρτερ» (der Rasende Reporter). Έφερε το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο και τα άρθρα που δημοσίευσε, δημοσιογραφικά τεκμηριωμένες περιγραφές αληθινών περιστατικών από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, ανήκουν στις καλύτερες σελίδες της γερμανικής πεζογραφίας του Μεσοπολέμου.
Το παρόν κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Ανακαλύψεις στο Μεξικό (1948), όπου ο συγγραφέας είχε καταφύγει από το 1939 για να γλιτώσει απ’ τους Ναζί.