You are currently viewing Ειρήνη Χασακή: Πλατεία του Μαΐου

Ειρήνη Χασακή: Πλατεία του Μαΐου

Το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Όλη νύχτα στριφογύριζε στα σεντόνια ψάχνοντας μια στάση βολική για να παραδώσει τα βλέφαρα της στον ύπνο, αλλά η προσμονή της επόμενης μέρας γέμιζε με αδρεναλίνη το κορμί της. Χίλιες σκέψεις συγκρούονταν μέσα στο κεφάλι της, μα για μία και μόνο ήταν απόλυτα σίγουρη: για το δίκιο. Σηκώθηκε αξημέρωτα και αφού έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο μέσα από μια τσίγκινη λεκάνη, έκανε το σταυρό της και άρχισε να ντύνεται. Η Αζουτσένα  μήνυσε να φοράνε όλες λευκή μαντίλα στα μαλλιά. Να πάρει και μια φωτογραφία με το μπεμπέ. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το κομοδίνο δίπλα στο ντιβάνι. Εκεί κρατούσε φυλαγμένο ο, τι απέμεινε από το βλαστάρι της, ζευγάρια κάλτσες με γαλανή δαντέλα, πανάκια για το άλλαγμα, τα λιγοστά ρουχαλάκια του και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από τη βάφτισή του. Θυμήθηκε εκείνη τη μέρα, πώς έκλαιγε το μωρό και εκείνη περήφανη για τα δυνατά του πνευμονάκια αντάλλασσε ευχές με τις γειτόνισσες προσφέροντας Μάτε και Ντουλτσε ντε λέτσε. Χάιδεψε στοργικά τους πολύτιμους θησαυρούς της και σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλά της με την ανάστροφη του χεριού, έσφιξε τα χείλη και έδωσε πρώτα μια ώθηση στο ξεχαρβαλωμένο συρτάρι και έπειτα μία στο ξεθεωμένο κορμί της.

 

Έκλεισε πίσω της την πόρτα και κίνησε με βήμα γοργό για την πλατεία. Έξω ένας άνεμος γλυκερός, φερμένος από το Ρίο δε λα Πλάτα σήκωνε κύματα υγρού αέρα. Τα ρούχα κολλούσαν κατάσαρκα, βάραιναν εκατό κιλά. Πυκνή ομίχλη έκρυβε τα πολύχρωμα σπιτάκια της συνοικίας Λα Μπόκα από τον ζωογόνο ήλιο. Γύρω της ένιωθε βλέμματα ανακριτικά, ζευγάρια μάτια να πολλαπλασιάζονται, να την παρατηρούν, σαν να γνώριζαν τις προθέσεις της, σαν να ήξεραν ήδη πως οι μελλοντικές της πράξεις θα εναντιώνονταν σε μια δύναμη υπερφυσική και απάνθρωπη, σαν να υποπτεύονταν μια πένθιμη κατάληξη για το όλο εγχείρημα. Ή μήπως επρόκειτο για καταδότες, ένστολους μεταμφιεσμένους σε πολίτες; Έσκυψε το κεφάλι. Το δέρμα του προσώπου της πήρε να ζαρώνει, θυμίζοντας τώρα αεροφωτογραφία από την οροσειρά των Άνδεων. Τα μάτια της σκοτείνιασαν, δυο άπατα πηγάδια. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, σαν χίλιοι συγχρονισμένοι βηματισμοί σε στρατιωτική παρέλαση. Επιτάχυνε λες και ήθελε να τους ξεφύγει. Τα πόδια της διέσχιζαν τον δρόμο με ορμή, όπως η πλώρη σχίζει στα δυο τη θάλασσα. Ξέπνοη έπιασε την ανηφόρα με προορισμό την προεδρική κατοικία. Ξάφνου κοντοστάθηκε, θαρρείς και τη χτύπησε κεραυνός. Δίστασε, μήπως να γυρίσει πίσω; Το χέρι της ασύνειδα χώθηκε βαθιά στη μαύρη ποδιά, αγγίζοντας τη φωτογραφία. Την ανέσυρε και έμεινε να τη χαζεύει συγκινημένη. Το αγόρι της, τον μοναχογιό της.

 

Νύχτα ήρθαν και τον πήραν μέσα από την αγκαλιά της. Χρόνο δεν είχε κλείσει, ακόμα βύζαινε. Νέα παιδιά -να ‘τανε είκοσι χρονών; Τα ντύσανε, τους μοίρασαν όπλα και τα ‘βαλαν να παριστάνουν τους στρατιώτες. Μικρά παιδιά. Το βλέμμα τους όμως ήταν βλοσυρό, αποφασισμένο, έσταζε και συνάμα διψούσε για αίμα. Και τα μουστάκια τους χτενισμένα και καλογυαλισμένα σαν εκείνου του τέρατος που έκλεψε την προεδρία από τους Περόν. Από τότε ο κόσμος αγρίεψε, νέα παιδιά εξαφανίζονται κάθε μέρα, μανάδες κλαίνε απαρηγόρητες.

 

Τον άρπαξαν βίαια. Τσίριζε και τέντωνε τα ροδαλά χεράκια του προς το μέρος της. Έπεσε και εκείνη στα πόδια τους και τους εκλιπαρούσε. «Αφήστε μου το μπεμπέ, τι να το κάνετε, τον άντρα μου τον πήρατε ήδη, το μωρό τι το χρειάζεστε; Χρόνο δεν έκλεισε ακόμα, σας παρακαλώ, μια φτωχή γυναίκα, εγώ…».

 

Η τελευταία εικόνα που θυμάται  ήταν μια δερμάτινη μπότα να κατευθύνεται στο πρόσωπο της. Μετά έχασε τις αισθήσεις της. Το ξημέρωμα ξύπνησε από τον θρήνο άλλων μανάδων που ξεσήκωναν τις στέγες στη Μπόκα. Είχε μείνει μόνη σε ένα σπίτι ρημαδιασμένο, σ’ έναν κόσμο αγνώριστο. Έχασε τον λόγο να ανασαίνει. Κόντεψε να τρελαθεί. Έγδερνε με τα νύχια το πρόσωπο, έπεφτε χάμω λιπόθυμη, ούρλιαζε, τραβούσε τα μαλλιά της να τα ξεριζώσει. Κανείς δεν μπορούσε να τη συνεφέρει, να την παρηγορήσει. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Μόνο το μπεμπέ και εκείνος…

 

Γελά πικρά όταν τον σκέφτεται. Μόνο ο θεός ξέρει πόσο της λείπει. Τον πρώτο καιρό, όταν άρχισε να αργεί τα βράδια, πίστεψε πως είχε ερωμένη. Αλλά δεν μιλούσε. Μόνο περίμενε. Ένα βράδυ δεν άντεξε. Τον κοίταξε στα μάτια, το δέρμα της έκαιγε, τα μάτια της ποτισμένα με δάκρυα. Αυτός γέλασε, την πήρε στην αγκαλιά του. Θυμάται τα δυνατά του χέρια, μοσχοβολούσε, η επιδερμίδα του ανέδιδε ένα πικάντικο άρωμα. Της φίλησε τα μαλλιά και καθώς την κρατούσε στα ζεστά του στήθη της ψιθύρισε την αλήθεια. Οργανώθηκε στους Μοντονέρος, αντάρτικο πόλης, έτσι είπε. Τα μάτια του έλαμψαν σ’ αυτή τη δήλωση, δυο πυρωμένα καρβουνάκια στο σκοτάδι. Δεν κατάλαβε και πολλά, αλλά το ένστικτό της έπλεξε έναν άλυτο κόμπο γύρω από το στομάχι της. Έκτοτε φύτρωσε μέσα της ο φόβος, έβγαλε ρίζες και γερά κλαδιά και κάθε μέρα ταχταρίζοντας το μωρό καρδιοχτυπούσε και προσευχόταν στον κύριο να φυλάει τον άνθρωπό της.

 

Καμιά φορά, στις πιο τρυφερές τους στιγμές, όταν το δέρμα τους χάιδευαν μόνο οι ασημένιες ανταύγειες του φεγγαριού που κατόρθωναν να αποδράσουν από τις γρίλιες των παραθυρόφυλλων, όταν το σπίτι ησύχαζε πια και οι παλμοί τους καταλάγιαζαν, έπαιρνε το θάρρος να εκφράσει τις αμφιβολίες της:

«Τι δουλειά έχουμε εμείς με αυτά; Φοβάμαι, φτωχοί άνθρωποι είμαστε, ποιος θα μας βοηθήσει…»

Όμως η κατηγορηματική του απάντηση την έκανε να σιωπά ζεματισμένη από ντροπή:

«Κανείς δεν θα μας αναγνωρίσει δικαιώματα αν δεν χύσουμε ιδρώτα για να τα αποκτήσουμε».

 

Και τώρα άφαντος. Και αυτός και το μωρό και τα δικαιώματα. Ακόμα δεν τον έχει συγχωρέσει που την άφησε ανήμπορη και εκτεθειμένη. Τις προάλλες ήρθε ένας, δεν συστήθηκε, μόνο έβγαλε από το πορτοφόλι του μερικά πέσος, ως αποζημίωση είπε. Έπειτα, της ανακοινώσε την ετυμηγορία: θα μεταφερθούν μέχρι το τέλος του χρόνου στα περίχωρα, σε μια περιοχή που λέγεται «Εχερσίτο δε λος Άνδες», στο «Φουέρτε Απάτσε». Διαταγές ανωτέρω, έτσι είπε, ψέλλισε κάτι για το μουντιάλ και την ανάγκη εξωραϊσμού της πρωτευούσης και έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε. Έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει την πλάτη του να απομακρύνεται, ώσπου έστριψε και χάθηκε στη δημοσιά. Και άμα της φέρουν πίσω το μπεμπέ; Άμα γυρίσει εκείνος; Πως θα τη βρουν; Έπεσε πάλι να πεθάνει, έσβηνε σαν κεράκι που στέρεψε το λάδι του. Ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει, της έκαιγε τα σωθικά, βδομάδες ολόκληρες.

 

Ώσπου ήρθε και τη βρήκε εκείνη η άγια γυναίκα και της έδωσε ξανά λόγο για να υπάρχει. Στα μάτια της δυο αστραπές διαδήλωναν την ανάγκη για δικαιοσύνη. Τη σήκωσε από το κρεβάτι, την έντυσε, τη χτένισε, έψησε καφέ και έκατσαν να τα πουν σαν να γνωρίζονταν μία ζωή. Μοιράστηκε τη δική της πονεμένη ιστορία για το εξαφανισμένο παιδί της. Της μίλησε για την ελπίδα, για έναν άνισο αγώνα, μα πέρα για πέρα αληθινό, για έναν ονειρεμένο κόσμο που οι δικτάτορες αυτής της γης θα πλήρωναν για τα ωμά εγκλήματά τους. Ο Βιντέλα και ο κάθε Βιντέλα που έκανε τον κόσμο να αιμορραγεί.

 

Τον θυμόταν και εκείνη να βγαίνει στη βεράντα του Μεγάρου και να διορθώνει τα μικρόφωνα. Φορούσε ένα μεγαλοπρεπέστατο στρατιωτικό κοστούμι γεμάτο σιρίτια. Πίσω από τα χοντρά γυαλιά του δυο μάτια καμωμένα από ατσάλι. Κουνούσε το δάχτυλο και προλόγιζε κατά του εσωτερικού εχθρού. Από κάτω πλήθος κόσμου, μεγαλογαιοκτήμονες και άλλα διαπρεπή πρόσωπα της πρωτεύουσας επευφημούσαν και χειροκροτούσαν. Χαρά και ικανοποίηση ζωγραφιζόταν στα πρόσωπά τους. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τη ραχοκοκαλιά της και έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά καθώς κίνησε να γυρίσει πίσω στη φτωχογειτονιά, στην ησυχία της, μακριά από την ατιμία. Τις επόμενες βδομάδες το κακό άρχισε να θεριεύει. Τη μέρα οι άνθρωποι βουβοί βάδιζαν αργά, χλωμοί σαν πεθαμένοι. Μόνο τα βράδια διέκοπταν τη σιωπή τα αναφιλητά κάποιας γυναίκας, που απελπισμένα πάσχιζε να τα καλύψει, γιατί ο κίνδυνος καραδοκούσε στο σκοτάδι. Και είχε μορφή και όνομα.

 

Και τώρα, που δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν, που τους αφαίρεσαν ο,τι πιο πολύτιμο είχαν, όλες μαζί, θαρραλέες και ενωμένες πήραν αυτή την απόφαση. Και ας τις απέτρεπαν οι συγγενείς με συνωμοτικούς ψιθύρους προειδοποίησης. Και ας σήμαινε και θάνατο τούτη η πράξη. Μήπως η ζωή είναι τίποτε άλλο από ένα σαδιστικό αίνιγμα; Κάποιες από τις μητέρες, αδελφές της πια, είναι κορίτσια που γλίτωσαν από το Ολοκαύτωμα και μετανάστευσαν εδώ μετά τη λήξη του πολέμου, για να χάσουν τα παιδιά τους από στρατιώτες, μαθητευόμενους των ναζί…

 

Έφτασε στην πλατεία. Κάτω από την Κάσα Ροσάδα στέκουν εκεί και οι δεκατρείς τους, αγέρωχες, επιμένοντας στη μοναδική τους διεκδίκηση, στον αγώνα τους για απαντήσεις και ηθική δικαίωση. Πιάνει από το χέρι τη Μαρί και την Εστέρ. Μητέρες αξιόμαχες, έτοιμες να θυσιαστούν αν χρειαστεί, φτάνει να βρουν την αλήθεια. Δακρυσμένες της χαμογελούν. Αντλεί από τη δύναμη τους. Πιασμένες χέρι χέρι βαδίζουν απαλλαγμένες από δισταγμούς απαιτώντας με φωνή αγανακτισμένη και αποφασιστική:


«Θέλουμε να ξέρουμε που είναι τα παιδιά μας»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Οι μέρες κύλησαν, έδωσαν τη θέση τους στους μήνες που ‘φεραν χρόνια αμέτρητα. Οι μνήμες θόλωσαν κυνηγημένες απ’ την αμείλικτη λήθη. Μα κάθε Πέμπτη στην πλατεία Μαΐου, δεκαετίες μετά, γυναίκες με ροζιασμένα χέρια συνεχίζουν πιστά να κρατάνε φωτογραφίες εξαφανισμένων. Πολλές βασανίστηκαν, άλλες τις άδειασαν από ένα αεροπλάνο στα βάθη του ωκεανού με την ελπίδα να σβήσουν τις διαμαρτυρίες. Το κίνημα όμως γιγαντώθηκε, απέκτησε φωνή και υπόσταση. Και ήταν εκεί όταν κατέρρευσε η αιμοσταγής δικτατορία. Και είναι εδώ και ακόμα πάλλεται σαν όργανο κρουστό βάζοντας φραγμό στο ξέπλυμα της ιστορίας και των δολοφόνων.

 

 

Η Ειρήνη Χασακή είναι φιλόλογος.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.