Από τη συλλογή της Δέσποινας Καϊτατζή Χουλιούμη Όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα (εκδ.Ρώμη, 2020)
«Κάπως έτσι αυτονομείται το ποίημα»[1]: Από την ποίηση …στη θεωρία»
Ο Ποιητής παρένθετο σύμπαν
δανείζει τη μήτρα του θολωτό εκ-μάγευσης
Τον ελεεί εκείνος ο δυνητικός χώρος[2]
ανάμεσα στο έμβρυο και τη Μεγάλη μητέρα
Ο Ποιητής εγκύπτει σε πάχνες και πέπλα
αφουγκράζεται άφατες παρηχήσεις
εναρμονίζει άρρητες ακουστικές έννοιες
ανιχνεύει στο άλογο τον λόγο πριν απ’ τον λόγο
λαξεύει νεολογισμούς λεπίδες πρωτόγονου λιθοξόου
Μαιευτήρας εκμαιεύει ολόφωτα φωνήματα
κόβει τον ομφάλιο λώρο με λεπιδόπτερα
Οι οδύνες το υπέρτατο γέννημα τα ψελλίσματα
τον παιδεύουν γονέα
Βιώνει περίοδο συμβίωσης
πειραματίζεται απογαλακτισμό
εμφυτεύει στο βρέφος φτερά
στεριώνει έρμα αντιπελάργησης
Κάπως έτσι αυτονομείται το Ποίημα
κι απλώνει σύμπαν πελάγιο
Το ποίημα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη «Κάπως έτσι αυτονομείται το ποίημα» από τη συλλογή της Όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα (Ρώμη, 2020) ανήκει στην κατηγορία των ποιημάτων Ποιητικής. Πρόκειται για ποιήματα αυτοαναφορικά, τα οποία μάς επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε από την …κλειδαρότρυπα τί συμβαίνει στο εργαστήριο των ποιητών. Μεταθέτουν με άλλα λόγια το ενδιαφέρον τους στην ίδια τη διαδικασία της γραφής/σύνθεσής τους: αντανακλούν μέσα στη δομή τους τη διαδικασία της γέννησης και ανάπτυξής τους, το θεωρητικό/φιλοσοφικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομούνται ή μπορεί και να εκφέρουν κριτικά σχόλια πάνω σε θέματα εν γένει λογοτεχνικά. Όπως παρατηρεί η Hutcheon (1980: 12-13)[3] για τα αυτοαναφορικά λογοτεχνικά κείμενα: «το ίδιο το κείμενο γίνεται ο καθρέφτης του».
Ο διάλογος αυτός του ποιητή με το έργο του μέσα στο έργο του είναι τόσο παλιός όσο και η ίδια η ποίηση. Από τις επικλήσεις προς την Μούσα με τις οποίες αρχίζουν τα δύο ομηρικά έπη, στις ναρκισσιστικές αυτοαναφορικές στρατηγικές του Δον Κιχώτη (Θερβάντες 1604) και του Tristram Shandy (Laurence Sterne 1760) ή στα αντίστοιχα ελληνικά παραδείγματα –Φιλοθέου Πάρεργα (του Ν. Μαυροκορδάτου 1716-1718), Ο Παπατρέχας (του Αδ. Κοραή, 1811-1820), η Πάπισσα Ιωάννα (Εμμανουήλ Ροΐδη, 1866) -παρατηρούμε τη διαχρονική ανάγκη του καλλιτέχνη οποιασδήποτε εποχής να μιλήσει με το έργο του για το έργο του.
Ποίημα ποιητικής και το ποίημα της κας Χουλιούμη, εφόσον διαβάζοντάς το κατανοεί κανείς πως το ποίημα στην εξέλιξή τους ξεδιπλώνει εντός του ένα πλούσιο φιλοσοφικό/θεωρητικό υπόβαθρο σχετικά με τον τρόπο της κατασκευής του, αλλά και της αναγνωστικής πρόσληψής του.
Η αυτοαναφορικότητα του ποιήματος από την πρώτη κιόλας ανάγνωση προβάλλει αναγνωρίσιμη. Η θεωρητική, όμως, βάση, πάνω στην οποία ευέλικτα κινείται, προσεκτικά υποκρύπτει, υπαινικτικά σημαίνει με σκοπό στο τέλος να αποκαλύψει απαιτεί κοπιώδη αναγνωστική ανασκαφή, προσήλωση, ασκημένο και ευήκοον ούς στις ευαίσθητες και λεπτές συνάψεις που στήνει η ποιήτρια ανάμεσα σε θεωρητικές αρχές και αξιώματα και στο στιβαρό, πυκνό ποιητικό τους αποτύπωμα.
Το ποίημα δομείται πάνω στο φιλόξενο υπόστρωμα της ψυχαναλυτικής θεωρίας- που αποτελεί τον επαγγελματικό και επιστημονικό τόπος της κας Χουλιούμη, στο οποίο βρίσκουν έδαφος και ανιχνεύονται και αξιώματα του μεταδομισμού (Barthes) και των αναγνωστικών θεωριών πρόσληψης. Θεωρήσεις διαφορετικές που συναντιούνται αρμονικά, για να συνυπάρξουν και να συναποτελέσουν μια αρμονική ενότητα, μια μεθοδολογία θα μπορούσαμε να πούμε- τηρουμένων των αναλογιών -ή αλλιώς την προσωπική ποιητική θεωρητική πρόταση της κας Χουλιούμη τόσο για τη διαδικασία σύνθεσης όσο και για μια βαθύτερη και πληρέστερη προσέγγιση, ανάγνωση, ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων.
Οι αξιωματικές θέσεις των διάφορων θεωρητικών σχημάτων περνούν μέσα από τη γλαφυρή και ολοζώντανη αναλογία και αλληγόρηση της σχέσης του ποιητή-ποιήματος με την αρχετυπική στην ψυχαναλυτική θεωρία σχέση Μητέρας-παιδιού.
Ο Ποιητής παρένθετο σύμπαν
Δανείζει τη μήτρα του θολωτό εκ-μάγευσης
Τον ελεεί εκείνος ο δυνητικός χώρος
Ανάμεσα στο έμβρυο και τη Μεγάλη Μητέρα
Η Μητέρα κυοφορεί υπομονετικά, τίκτει επώδυνα και διαμορφώνει ζωή. Από την πρώτη ανόργανη μορφή της στην οργανική της εξέλιξη -έμβρυο, βρέφος, παιδί, άνθρωπος. Σκύβει στοργικά και ακούραστα σαν επιδέξιος τεχνίτης, ανασκάπτει ενδομήτριο θησαυρό, αφουγκράζεται άφατα ακόμη και ασχημάτιστα σημάδια νόησης και συναισθήματος, πολύ πριν αυτά γίνουν σκέψεις, ψελλίσματα, φωνές, λέξεις, χαρά, θυμός, πόνος ή έρωτας. Παρόμοια διαδικασία κυοφορίας και τοκετού ακολουθεί και ο ποιητής :
Ο Ποιητής εγκύπτει σε πάχνες και πέπλα
αφουγκράζεται άφατες παρηχήσεις
εναρμονίζει άρρητες ακουστικές έννοιες
ανιχνεύει στο άλογο τον λόγο πριν απ’ τον λόγο
λαξεύει νεολογισμούς λεπίδες πρωτόγονου λιθοξόου
Μαιευτήρας εκμαιεύει ολόφωτα φωνήματα
Ακολουθούν οι οδύνες και ο τοκετός:
Οι οδύνες το υπέρτατο γέννημα τα ψελλίσματα
τον παιδεύουν γονέα
Βιώνει περίοδο συμβίωσης
Περίοδος συμβίωσης, εξάρτησης και ταύτισης μητέρας και παιδιού. Στο στάδιο αυτό της συμβίωσης, εξάρτησης και ταύτισης παιδιού-μητέρας- κατά τη φυχαναλυτική θεωρία- ή κειμένου-συγγραφέα- κατά την λογοτεχνική -μπορούν, ίσως, να ανιχνευτούν απόηχοι της κλασικιστικής και ρομαντικής θεωρίας/κριτικής (από την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό έως τα μέσα του 19ου αιώνα) που υπερασπιζόταν την παντοδυναμία και την απόλυτη εξουσία που ασκούσε ο συγγραφέας-δημιουργός στο κείμενό του, καθώς και την πίστη ότι το λογοτεχνικό κείμενο εξέφραζε τις συνθήκες παραγωγής του και την προσωπικότητα του συγγραφέα του.
Η σιαμαία αυτή αντίληψη για τη σχέση συγγραφέα-κειμένου, πως ο συγγραφέας προϋπάρχει του έργου του και, επομένως, έχει όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα πάνω του, πως το κυοφορεί, το δημιουργεί, το «ντύνει» με ένα μοναδικό νόημα και αφήνει στον αναγνώστη το περιορισμένο δικαίωμα να αναζητήσει και να αποκαλύψει απλώς αυτό το νόημα, υπονομεύεται μέσα στο ποίημα της Καϊτατζή-Χουλιούμη, καθώς ο ρόλος του αναγνώστη αναβαθμίζεται και αποκτά την ερμηνευτική ελευθερία να συνθέτει και να παραγάγει ο ίδιος τα νοήματα. Η ανεξαρτητοποίηση και η αυτονόμηση κειμένου και αναγνώστη αποδίδονται εύστοχα στο ποίημα με την αλληγόρηση της διαδικασίας του απογαλακτισμού:
πειραματίζεται απογαλακτισμό
Η μητέρα επιχειρεί απογαλακτισμό. Εκατέρωθεν οδυνηρός. Μα και ευθύνη. Ύψιστο μητρικό χρέος. Η μητέρα, η αρχετυπική τροφός, αποκολλά το βρέφος από το μαστό για να αρχίσει η διαδικασία του αδέξιου πετάγματος, της αυτονόμησης, της υγιούς ενηλικίωσης.
Το ποίημα, ακολουθώντας αντίστοιχα στάδια με εκείνα της γλωσσικής και ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης ενός παιδιού, μεταβαίνει προοδευτικά από την πρωταρχική συμβίωση, εξάρτηση και ταύτιση με τον δημιουργό του στην εξατομίκευση και την αυτονομία, όπως το παιδί από προέκταση και μέλος του μητρικού σωματικού προτύπου απογαλακτίζεται σιγά σιγά, αποκτά επίγνωση του αυτόνομου Εγώ, συγκροτεί ταυτότητα και συνεχίζει τη ζωή του διατηρώντας μια υγιή και όχι εξαρτημένη ή εξουσιαστική ψυχοσυναισθηματική σχέση με τη μητέρα. Το λογοτεχνικό έργο μετά την επίμοχθη γέννηση/ δημιουργία του αποκόπτεται από τον ομφάλιο λώρο του συγγραφέα του, απογαλακτίζεται από την αρχική πρόθεση νοήματοδότησης του δημιουργού του κι «απλώνει σύμπαν πελάγιο». Αφήνεται ελεύθερο και διαθέσιμο σε νέες ερμηνείες και αναγνωστικές προσλήψεις.
«Κάπως έτσι αυτονομείται το Ποίημα
κι απλώνει σύμπαν πελάγιο»
Στη συνειρμική ανάκληση του απέραντου, του ανοιχτού, του συνεχούς που αφήνει η λέξη «πελάγιο» -πέλαγος, ανοιχτή θάλασσα, ορίζοντας -η ψυχαναλυτική θεωρία συναντά την αξιωματική θέση των μεταδομιστών περί αυτονόμησης του λογοτεχνικού έργου, όπως διατυπώνεται στο κριτικό δοκίμιο του Barthes με τίτλο «Ο θάνατος του συγγραφέα»[4]: «Ανάμεσα στο συγγραφέα και το βιβλίο διαμορφώθηκε με τα χρόνια», υποστηρίζει ο Barthes, «μια σχέση σαν αυτή του πατέρα με το γιο».
Στις μετανεωτερικές θεωρίες, αυτή η κηδεμονική και εξουσιαστική σχέση αίρεται, ο συγγραφέας παύει να είναι ο απόλυτος κάτοχος του νοήματος, οι προθέσεις του δεν θεωρούνται πια τα μοναδικά και αλάνθαστα κριτήρια για τη νοηματοδότηση, την ερμηνεία και την κατανόηση ενός λογοτεχνικού έργου και γίνεται ένας απλός «γραφέας», όπως παρατηρεί ο Barthes (1988: 142).
«Ξέρουμε τώρα ότι ένα κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμή λέξεων, από όπου αναδύεται μια μοναδική ερμηνεία, κατά κάποιον τρόπο θεολογική (η οποία θα ήταν το “μήνυμα” του Συγγραφέα-Θεού), αλλά ένας χώρος με πολλαπλές διαστάσεις, όπου παντρεύονται και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές». […] «Υπάρχει ένας χώρος όπου η πολλαπλότητα αυτή (οι πολλαπλές γραφές από τις οποίες είναι φτιαγμένο ένα κείμενο) συναθροίζεται, και ο χώρος αυτός δεν είναι ο συγγραφέας, όπως έλεγαν ως τώρα, είναι ο αναγνώστης» (Barthes 1988: 141-143).
«Η γραφή είναι ουδέτερη», υποστηρίζει ο Barthes (1988: 137) «και χάνει την ταυτότητα του σώματος που γράφει». Μόλις ένα γεγονός γίνει «αφηγημένο», επέρχεται η απαγκίστρωση από τον (συν)γραφέα (απογαλακτισμός και αυτονόμηση). Από κει και πέρα το έργο τέχνης αποκόπτεται από τον βιογραφικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ομφάλιο λώρο που το έδενε αποκλειστικά με τον συγγραφέα του, ανοίγεται ερμηνευτικά σε σημασίες και νοηματοδοτήσεις, προσφέροντας τη δυνατότητα του πολλαπλασιασμού των ερμηνευτικών του εκδοχών επ’ άπειρον.
Στο σημείο αυτό το νήμα της εξέλιξης των λογοτεχνικών θεωριών ξετυλίγεται για να συναντήσει τις αναγνωστικές θεωρίες της πρόσληψης, όπως διαμορφώθηκαν από τους Hans Robert Jauss και Wolfgang Iser στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Η θεωρία της πρόσληψη εξελίχθηκε σε κυρίαρχη γραμματολογική μέθοδο, γιατί συναιρεί την ιστορική προσέγγιση, την αυτοτέλεια του κειμένου και τον ερμηνευτικό πλουραλισμό. Θέτει στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος το υποκείμενο, τον αναγνώστη και θεωρεί το λογοτεχνικό έργο ως παρτιτούρα, επιδεχόμενη κατά καιρούς ποικίλες ατομικές εκτελέσεις.
Το νόημα ενός έργου το ίδιο το λογοτεχνικό έργο, η λογοτεχνία ολόκληρη δεν νοούνται πια ως το αυθεντικό και πρωτότυπο γέννημα ενός άνωθεν εμπνευσμένου υποκειμένου, που δημιουργεί εμπνευσμένο υπό την φιλότεχνη πρόνοια της Μούσας, αλλά ένας ανοιχτός χώρος, φιλόξενος σε πολλαπλές κι ενίοτε διαφορετικές σημασιακές και ερμηνευτικές εκδοχές.
Όπως η ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου, η ψυχοσύνθεσή του, η συμπεριφορά του δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του κληρονομικού φορτίου που φέρει, αλλά της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, ανάλογα και η κατανόηση και ερμηνεία ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν προσδιορίζεται μόνο από τις γενετικές/κληρονομικές καταβολές του- το νόημα, δηλαδή, με το οποίο το ενέδυσε αρχικά ο γεννήτορας, ο δημιουργός του, ο συγγραφέας, η ιστορικοκοινωνική συγκυρία, η ειδολογική παράδοση- αλλά εμπλουτίζεται και μεταβάλλεται από μια αλυσίδα αντιλήψεων από γενιά σε γενιά, από τον τρόπο με τον οποίο το δεξιώνεται ο παραλήπτης, ανάλογα με τις ιστορικές, πολιτισμικές και κοινωνικές καταβολές του, με τον ορίζοντα προσδοκιών του με άλλα λόγια.
Καθώς το έργο περνά από το ένα πολιτισμικό ή κοινωνικό πλαίσιο στο άλλο, μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτό καινούρια νοήματα, τα οποία ίσως δεν είχαν προβλέψει ποτέ ο συγγραφέας ή το σύγχρονό του αναγνωστικό κοινό. Οι διαφορετικές «αναγνώσεις» προσδιορίζονται από «τον αισθητικό ορίζοντα προσδοκίας» του αναγνώστη, το σύνολο, δηλαδή, της λογοτεχνικής-πολιτισμικής περιουσίας του: τη γλωσσική του εμπειρία, την εμπειρία ενασχόλησης με κείμενα, τις χωνεμένες μέσα του λογοτεχνικές συμβάσεις, τις ατομικές του εμπειρίες, συναισθηματικές, κοινωνικά καθορισμένες, πολιτισμικές.
Με αυτήν την έννοια το λογοτεχνικό κείμενο αντιμετωπίζει τον αναγνώστη ως (συν)παραγωγό κι όχι ως απλό καταναλωτή νοημάτων. Ο αναγνώστης κατά την ανάγνωση αλληλεπιδρά με το κείμενο για να οικοδομήσει το νόημα. Η ανάγνωση νοείται ως «συναλλαγή» του αναγνώστη με το κείμενο, κατά την οποία ο αναγνώστης «αναδημιουργεί» το κείμενο.
Ωστόσο, τονίζουν οι αναγνωστικές θεωρίες, η ερμηνευτική ελευθερία δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ερμηνευτική ασυδοσία, την αυθαίρετη, δηλαδή, ερμηνεία, καθώς η κατανόηση ενός κειμένου επιτυγχάνεται με τη «συγχώνευση των οριζόντων αναγνώστη και κειμένου»: ο ιστορικός, αισθητικός ορίζοντας του αναγνώστη συγχωνεύεται με τον ιστορικό ορίζοντα μέσα στον οποίο είναι τοποθετημένο το ίδιο έργο. Επομένως, η ερμηνεία ενός έργου είναι ο διάλογος του παρελθόντος και του παρόντος (Hans-Georg Gadamer).
Οι στίχοι «εμφυτεύει στο βρέφος φτερά στεριώνει έρμα αντιπελάργησης», έρχονται να προλάβουν, κατά κάποιον τρόπο, αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο της αυθαίρετης ερμηνείας ενός λογοτεχνικού έργου, που είναι το φυσικό επακόλουθο της βίαιης αποκοπής του από την ιστορικότητά του.
Μια μικρή παρένθεση στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη. Όπως διαβάζουμε στον 8o Λόγο (Ομιλία) του Μ. Βασίλειου εις την «Εξαήμερον»,[5] η αντιπελάργηση ως όρος παραπέμπει στη φροντίδα των νέων πελαργών προς τους ηλικιωμένους γονείς τους. Οι πελαργοί, όταν ο γονιός τους γυμνωθεί τελείως από τα φτερά –τα οποία αρχίζουν και πέφτουν στα γηρασμένα πουλιά -τον τοποθετούν ανάμεσά τους και τον ζεσταίνουν με τα δικά τους. Τον υποστηρίζουν, όσο είναι δυνατόν, όταν πρέπει να πετάξει, σηκώνοντάς τον απαλά, με τη φτερούγα τους, πότε ο ένας απ’ τη μια πλευρά πότε ο άλλος.
Ομοίως και το κείμενο, ακόμη κι όταν απελευθερώνεται από τον δημιουργό του, πάντα εξακολουθεί να επιστρέφει, να αναφέρεται σε αυτόν και στην εποχή του, όπως οι πελαργοί επιστρέφουν για να φροντίσουν τους ανήμπορους γονείς τους ή όπως οι ανεξάρτητοι ενήλικες εξακολουθούν να διατηρούν μια υγιή ψυχοσυναισθηματική σχέση με την οικογένειά τους. Έτσι, η ιστορική προσέγγιση δεν αναιρείται, αλλά ούτε εξουσιάζει, κατευθύνει αυταρχικά την ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων.
Ο όρος αντιπελάργηση αξιοποιείται συχνά, για να δηλωθεί και η ανταπόδοση των ευεργεσιών προς κάποιον που μας ευεργέτησε («αντιπελάργηση» ή «αντιπελαργισμός»). Με την έννοια αυτή αξιοποιείται και στο ποίημα της Δ. Χουλιούμη, που την τοποθετεί και πάλι σε ψυχαναλυτικό υπόβαθρο.
Ο Φρόυντ θεωρούσε την ποιητική πράξη και γραφή ως μια διεργασία ταυτόσημη με την ψυχανάλυση, μέσω της οποίας ο ποιητής/συγγραφέας αυτοψυχαναλύεται, δημιουργώντας το ποίημα/κείμενο, κι αντίστοιχα ενδοσκοπείται και αυτοψυχαναλύεται και ο αναγνώστης, καθώς το διαβάζει.[6] «Η γραφή αποτελεί για τον Φρόιντ ένα μεταβιβαστικό στήριγμα που του επιτρέπει να καταστήσει αντικείμενο σκέψης την εμπειρία του ασυνειδήτου. Σε αυτή την αξεπέραστη συνθήκη δημιουργίας η γραφή δεν καλείται να περιγράψει μια προϋπάρχουσα και ήδη δομημένη γνώση, αλλά μέσω και εντός της γραφής ποιείται η γνώση και μάλιστα η γνώση για τον ασυνείδητο ψυχισμό» αναφέρει ο Γερ. Στεφανάτος.[7]
Η συγγραφική πράξη παρουσιάζεται στην ψυχαναλυτική θεωρία ως ένα μέσο χαρτογράφησης, ανάδυσης κι έκφρασης των ενδόμυχων πόθων και επιθυμιών, των ορμέμφυτων, των άλυτων συνδρόμων της παιδικής ηλικίας, μια έντεχνη απεικόνιση του ασυνείδητου, ένα πεδίο που φέρνει στην επιφάνεια τις ψυχικές διεργασίες και αλήθειες του συγγραφέα και των ηρώων.
Ταυτόχρονα, μέσω της διαδικασίας της ταύτισης που ενεργοποιείται κατά την ανάγνωση, υποβάλλεται και ο αναγνώστης σε μια ανάλογη διεργασία αυτοπαρατήρησης, ώστε να διεισδύσει στο υποσυνείδητο μέρος των ηρώων, του συγγραφέα, αλλά και στο δικό του για να οδηγηθεί, τελικά, στην επιθυμητή αυτογνωσία, την απεξάρτηση ίσως από νοσηρά και άλυτα σύνδρομα, στη συγκρότηση ενός υγιούς Εγώ.[8] Η ανάγνωση επιτρέπει στον αναγνώστη την πρόσβαση σε κάποιες ψυχικές αλήθειες, φορείς των οποίων είναι οι ήρωες και μέσω αυτών ο συγγραφέας και εκφράζονται με το εκάστοτε μορφολογικό ένδυμα του λογοτεχνικού έργου. Τού επιτρέπει να έρθει σε επαφή με σπαράγματα εμπειρίας από τα οποία πια τον χωρίζει μία απόσταση συναισθηματική, είτε χρόνου είτε διαστρωματώσεως. Η αντιπελάργηση με αυτή την έννοια παραπέμπει και στο αντίδωρο της αυτογνωσίας που προσφέρει το δημιούργημα (ποίημα) τόσο στον δημιουργό του όσο και στον αναγνώστη του.
Όπως αποδεικνύεται, λοιπόν, η ποιητική πρόταση που περικλείει το συγκεκριμένο ποίημα της κας Χουλιούμη, η προσωπική ποιητική της μεθοδολογία, συγχωνεύει δημιουργικά και αξιοποιεί δυναμικά ένα πλούσιο θεωρητικό υπόστρωμα. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως οι θεωρίες που διατυπώνονται ποιητικώ τω τρόπω στο συγκεκριμένο της κείμενο αντικατοπτρίζουν τον προσανατολισμό που έχουν και τα σύγχρονα Προγράμματα Σπουδών για τη λογοτεχνία και συμφωνούν με τα τρέχοντα δεδομένα της παιδαγωγικής και της διδακτικής της λογοτεχνίας.
Η γόνιμη σύζευξη μορφής και περιεχομένου, η συνεξέταση της ιστορικότητας ενός λογοτεχνικού έργου, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το κείμενο στον αναγνώστη και η ερμηνευτική ελευθερία «σπάζουν» το δυσκίνητο μοντέλο της παραδοσιακής δασκαλοκεντρικής, φορμαλιστικής προσέγγισης της λογοτεχνίας που επικρατούσε μέχρι πρόσφατα, ενώ αντίθετα διαμορφώνουν μια διδακτική προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου περισσότερο ελεύθερη και ανοιχτή, μαθητοκεντρική και ως εκ τούτου πιο κατάλληλη, ελκυστική και αποτελεσματική στη διδακτική διαδικασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barthes Roland, «Ο θάνατος του συγγραφέα», Εικόνα – Μουσική – Κείμενο, επιμ. Λουκάς Ρινόπουλος, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Πλέθρον, 1988.
Fokkema Douwe/Ibsch Elrud, Θεωρίες Λογοτεχνίας του Εικοστού Αιώνα, (επιμελ: Καψωμένος Ερατοσθένης, Μτφρ: Παρίσης Γιάννης), Πατάκης, 2011.
Hutcheon Linda, Narcissistic Narrative: The Metafictional Paradox, Waterloo, Ontario Canada: Wilfrid Laurier University Press, 1980.
Καϊτατζή Χουλιούμη Δέσποινα, Όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα εκδ. Ρώμη, 2020, σ.73.
Στάινερ Τζωρτζ, Νοσταλγία του απολύτου, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, 2007.
Στεφανάτος Γεράσιμος, «Γιατί γράφουμε, για ποιον γράφουμε, ποια η θέση της γραφής στην ψυχανάλυση»; στο: «Διάλογοι για την ψυχανάλυση. Ψυχανάλυση και γραφή». Επιστημονική περιοδική έκδοση Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Περίοδος B΄ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009
https://psychoanalysis-psychotherapy.gr/wp-content/uploads/2020/03/Newsletter5.pdf
[1] Από τη συλλογή της Δέσποινας Καϊτατζή Χουλιούμη Όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα, εκδ. Ρώμη, 2020, σ.73.
[2] D. W. Winnicott, η έννοια του δυνητικού χώρου (σημ. της ποιήτριας).
[3] Hutcheon Linda, (1980). Narcissistic Narrative: The Metafictional Paradox, Waterloo, Ontario Canada: Wilfrid Laurier University Press.
[4] Roland Barthes, «Ο θάνατος του συγγραφέα», Εικόνα – Μουσική – Κείμενο, επιμ. Λουκάς Ρινόπουλος, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1988, σ.137-143.
[5] http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_six_days_of_creation.htm
[6] Σχετικά με την ψυχογραφική/ψυχαναλυτική δύναμη της λογοτεχνίας ο Τζ. Στάινερ παρατηρεί: «Οι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι είναι πολύτιμοι σύμμαχοι-οφείλουμε να εκτιμάμε την μαρτυρία τους πάρα πολύ, διότι επίστανται πολλών τινών, τα οποία η δική μας σχολική σοφία δεν θα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί. Είναι διδάσκαλοι σε ό, τι αφορά στη γνώση της ψυχής σε μας τους κοινούς ανθρώπους, διότι αντλούν από πηγές, τις οποίες δεν έχουμε εισέτι καταστήσει προσιτές στην επιστήμη (ασυνείδητο)». Τζωρτζ Στάινερ, Νοσταλγία του απολύτου, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα, 200).
[7] Στεφανάτος Γεράσιμος, «Γιατί γράφουμε, για ποιον γράφουμε, ποια η θέση της γραφής στην ψυχανάλυση»; στο: «Διάλογοι για την ψυχανάλυση, Ψυχανάλυση και γραφή». Επιστημονική περιοδική έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Περίοδος β΄ Δεκέμβριος 2009
https://psychoanalysis-psychotherapy.gr/wp-content/uploads/2020/03/Newsletter5.pdf
[8] «Όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω (Wo Es wass, soll Ich werden)». Ό.π.
Βιογραφικό