ΕΝΥΔΡΕΙΟ
Απ’ τα χαράματα είχε σηκωθεί, βγήκε να πάρει ανάσα. Έτσι καχεκτική που ήταν, της πήγαινε να κάθεται στραβά – σαν τον βασιλικό περίλυπες οι μέρες. Στα χέρια της κρατούσε ένα ψαλίδι, δυο σύννεφα έκοψε στα γρήγορα. Ίσιωσε το τελάρο, τέντωσε τις γωνίες.
Έλα λοιπόν, πού χάθηκες, πού πήγες; Πινέλο πάρε και ζωγράφισε, φτιάξε τα ψάρια δίχως βράγχια, φτιάξε τα ψάρια σαν πουλιά.
Μέρες την έβλεπαν να κολυμπά από τα απέναντι μπαλκόνια.
“Το γιλεκάκι που φορείς, με πίκρες και με βάσανα”, έπαιζε το ραδιόφωνο.
Μια νύχτα, γέμισαν λαβωματιές οι τοίχοι, χρυσά τα ψάρια σπαρταρούσαν – αμέριμνη ζωγράφιζε εκείνη.
ΓΙΟΡΤΙΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙΑ
Είναι που οι άνθρωποι δεν στρώνουνε λευκό στα γιορτινά τραπέζια. Δεν ξεστρατίζουνε σε σταυροδρόμια, με το δισάκι πια στον ώμο δεν πορεύονται. Όταν σηκώνεται αέρας και φουρτούνα, κάνουνε τον σταυρό τους μες την νύχτα, μια Μαρία επικαλούνται να τους σώσει.
Έρχεται τότε ένα κορίτσι πορφυρό να τους γεμίσει το ποτήρι. Βάφουν τους τοίχους, αλλάζουν τα χαλιά, αφήνουν ανοιχτή την οροφή να ’ρθούνε πεφταστέρια. Ονόματα διαπραγματεύονται, τα σύνορα ανάμεσα τους. “Ο Παρθενώνας πώς ματώνει με τη δύση”, λένε έκπληκτοι.
Νηφάλιοι μετά αποκοιμούνται μπρος στην οθόνη, με διαφημίσεις ατελέσφορες –
εδώ είμαι και σε θέλω.
*
Είναι κάτι έρωτες αγέρωχοι μέσα στην παρακμή των ποιητών, μόλις φτάσει η καύτρα τους στα χείλη, τους ξορκίζεις.
ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΜΗΛΟ
Ένας καπνός ψηλά ορθώνεται, σκύβεις, μαζεύεις το κυπαρισσόμηλο απ’ το χώμα. Τρίζει, μόλις φυσήξει, το ξυλόσπιτο. Ανοίγουν οι ραφές, με το μπαμπάκι τα σφαγμένα τα χαϊδεύεις. Το βράδυ, στην παράκληση, χύνεται μέταλλο βαρύ ο ουρανός από τον θόλο.
Χτυπάς ξανά το ρόπτρο στο κατώφλι. Πού θα με πας απόψε; Μη μου πεις.