Τα σκεύη
Με την ηχώ
της αλουμίνιας αθανασίας
με προσφωνούν
τα εμαγιέ
και οι παλαιοί τσίγκοι
Με αποκαλούν
χειροποίητή της τροφής
πέψη σημείο βρασμού
κι αμφίβια δράση
μιας διπλής ζωής
υπό-πίεση
Κι όπως ωοειδές
κοχλάζω
Mε νερά μου φράζω
το κέλυφος
κι από ρευστή σε συμπαγής
συμπυκνώνομαι
Παρόν
Το μικρό αγόρι επιθυμεί
Τα μάτια του έκθαμβα
Σαρώνουν τους απροσπέλαστους τοίχους
Κάθε δωματίου βαμμένου
Με την πολύχρωμη ψευδαίσθηση
Ενός ευτυχισμένου μέλλοντος
Εκείνο βέβαιο
Θα βαδίσει ως το ξημέρωμα
Εκείνο υπερθετικό
Θα πάλλεται όλο φυσιογνωμία