Τα μικρά αστεία πράγματα
που συμβαίνουν εδώ γύρω
αδυνατώ να στα περιγράψω καθαρά
Ο γέρος και το πιτσιρίκι απέναντι μου
μπαίνουν στο χώρο της πλατείας
με βλέμμα που πεινασμένης αλεπούς
Εισβάλουν με μάτια έκπληκτα,
υπερμεγέθη, σαν αυτά που φορούν
τα λιλιπούτεια ζωάκια των παραμυθιών
με τις μεγάλες απορίες εντός τους
Ο μικρός σέρνει ένα πλαστικό καβούκι χελώνας
Μπαίνει μέσα κι άργει να εμφανιστεί ξανά
Μεταμορφώνεται τόσο γρήγορα σε σε κουτί κυψέλης
που κάνει το πλήθος να ορθώνει μια φρικτή κραυγή φόβου κι αγωνίας
προς τη μεριά του δρόμου
Όλοι κινούνται μέσα σε μια γκραβούρα δάσους
που λόγω πολυκαιρίας και έντονων βροχοπτώσεων
αργά αργά αποσυντίθεται
Ο γέρος πάντα δεμένος με λουρί στο παγκάκι
νωχελικά δαγκώνει κάτι γλυκόπικρο
έξω απ’τον χρόνο
Μέσα στην τόση αργοπορία
όλα εξανεμίζονται
Γύρω μου δεκάδες μέλισσες
κιτρινόμαυρες χορωδίες πλασματικού κινδύνου
ξεκινούν να κινούνται ελαφρώς μονότονα
Σ’αυτήν την υπέροχη Άνοιξη
ζώων και ανθρώπων