Συνήθιζε τη μεγάλη εβδομάδα να κόβει αυτούς τους ρωμαλέους
άσπρους κρίνους
τους είχε για νεκρολούλουδα
Παχύρευστα υγρά σχεδόν κολλώδη έβγαιναν απ’τον κορμό τους
κυλούσαν ίσαμε τα δάχτυλα
καθώς τους ξερίζωνε,
έκαναν το μαχαίρι ν’ασημίζει
να γλιστράει
να πέφτει απ’το χέρι της
Τους έκοβε απ’ τις ξένες αυλές
κι από τις ρεματιές
απ’ όπου ήταν άγριο το χώμα
ίσαμε να φτάκει σπίτι είχε φτιάξει
ένα μικρό μπουκέτο, για το Χριστό έλεγε
Εκκλησία δεν πήγαινε ποτέ
τους παππάδες τους αποκαλούσε τράγους κι όμως, ήταν η πιο πιστή γυναίκα που είχα συναντήσει ποτέ μου
είχε την ησυχία μιας άγριας μέντας
μπηγμένη στην λάτινη γλάστρα
του μπαλκονιού
Θυμάμαι άνοιγα τα χέρια μου
έκανα δήθεν πως κρατώ νεογέννητο
Τους έβανε μέσα στην αγκαλιά μου να τους αφήκω απάνω στο τραπέζι της κουζίνας
μου ‘λεγε, εκείνη θα ερχότανε αργότερα να περνούσε πρώτα
λίγο από τη τζία
Σα παιδί κι γω προσπαθούσα να μπω σε αυτό το κίτρινο μενίρ που λίγο εξείχε του φύλλου το θυμάσαι;
Να κάνω πως το κουνάω να δοκιμάσω πόσο ανθεκτικό είναι κι αν αφήνει απάνω στα νύχια αυτήν την κίτρινη γύρη της Άνοιξης
Γρήγορα όμως παρατούσα την προσπάθεια, έτρεχα να παίξω, να σωθώ
Όταν επέστρεφα έβρισκα τέσσερις ψηλούς κρίνους σε ένα τεράστιο βάζο,
σ’ αυτά τα βαριά γυάλινα τα διάφανα
με το κεντητό λευκό ύφασμα από κάτω,
φτιαγμένα με το βελονάκι τα θυμάσαι;
Ο ήλιος έσκαγε επάνω τους
Πέθαινε ο Χριστός
Κι ήταν το Πάσχα αυτό
Μου θύμισαν οι κρίνοι σου