Τα πολυποίκιλα ράφια
ασφυκτικά φορτωμένα
και η παγωμένη ένταση του πέτρινου δαπέδου, κουβεντιάζουν για ‘σένα
Τα μεγέθη, τα είδη, τα χρώματα,
τα στοιβαγμένα αλουμίνια κοσμούν εσένα
Γυαλί ξύλο και πέτρα
στον πιεσμένο διάδρομο
κάπου σαν να διακρίνεσαι
Ακολουθείς μια μυρωδιά φτιαγμένη με τι;
Προς ανακάλυψη τα μπαχαρικά και
τα πολύχρωμα όσπρια
με την συντροφιά της δάφνης εντός τους
Η κυρία σε προλαβαίνει
“Για τα έντομα, ναι, γι’ αυτά τα ζουζούνια που μπαίνουν και τρυπάνε τον καρπό,
η δάφνη τ’ απωθεί”.
Η συνηθισμένη ρίγανη
Σε πλούσια δεμάτια, κρέμεται από παντού και μοσκοβολά τις μικρές πλαστικές εικόνες αγίων τις πιο επίσημες τις ξύλινες και την μοναδική επάργυρη
Ευωδιάζονται οι άγγελοι;
Ευφραίνονται οι θεοί;
Στην ελληνική γη ναι
Πριν την αμαρτία του αλκοόλ η συγχώρεση και τα τρόπαια στη σωστή θέση, στο υψηλότερο ράφι
Μια πλακέτα ποδοσφαίρου και το λάφυρου του κυνηγού,
ένα νεκρό κέρατο ελαφιού στριμωγμένο
Τι κρίμα σκέφτεσαι ο θάνατος να πλαγιάζει με ένα μπουκάλι Ντιούαρς
των είκοσι ευρώ
Περίμενες κάτι πιο ένδοξο από ένα μπουκάλι φθηνού αλκοόλ να τον συντροφεύει, λίγα τα νοήματα
Κι όμως σκέφτεσαι πόσο λάγνα είναι
αυτή η γεύση του οινοπνεύματος
στα χείλη του
Δεν είναι;