“Δεν έχεις πια δική σου φωνή. Αντηχείς τον διώκτη σου”[1]
Δεν γνώριζα καμιά τους. Δεν είχα ποτέ οργανωθεί σε φεμινιστική ομάδα, ούτε σε άλλη συλλογικότητα. Εμφανίστηκα, δειλά και ντροπαλά, σε μια από τις πρώτες δράσεις τους – χειμώνας του 2022 – έξω από το Εφετείο, όπου θα εκδικαζόταν, (για να αναβληθεί για μια ακόμη φορά), η υπόθεση Τοπαλούδη. Ήταν εκεί κρατώντας πανώ η Ελένη Πριοβόλου, η Κατερίνα Παπαδημητρίου, η Όλγα Μπακοπούλου, η νεαρότατη Αντωνία Απέργη, η Μαρία Γκασούκα και η Κατερίνα Γκιουλέκα. Ίσως ξεχνάω κάποια.
Είχα μάθει για την κίνησή τους, να γίνουν δηλαδή η Φωνή των γυναικών που υφίστανται βία, λίγες μέρες νωρίτερα. Ήταν Φεβρουάριος του 2022, εν μέσω πανδημίας. Την προηγούμενη χρονιά, το 2021 είχαμε τη μαύρη λίστα των γυναικοκτονιών (επίσημη καταμέτρηση 18 γυναίκες νεκρές σκοτωμένες επειδή ήταν γυναίκες), καμιά μας πουθενά δεν ένιωθε ασφαλής και έτρεμε η ψυχή μας για τις κόρες και τους γιους μας. Μόλις τον Ιούλιο η Γαρουφαλιά, είχε βρει τον θάνατο στη Φολέγανδρο σπρωγμένη στα βράχια από τον 30χρονο φίλο της.
Αυτές οι γυναίκες που γνώρισα κείνο το πρωί στο Εφετείο είχαν αποφασίσει να αντισταθούν στο φόβο και τη βία με το όπλο που γνώριζαν να χρησιμοποιούν. Ήταν συγγραφείς, είχαν ασκηθεί στην τέχνη του λόγου, και τόλμησαν να βγουν στα ΜΜΕ, να κρατήσουν πανώ και να υπογράψουν το ιδρυτικό κείμενο της ομάδας: «Εμείς, γυναίκες συγγραφείς, αντιστεκόμαστε σε κάθε μορφή βίας που συνδέεται με το φύλο και επιθυμούμε να ενώσουμε τη φωνή μας με τη φωνή γυναικών που κακοποιούνται, βιάζονται ή και θανατώνονται στο πλαίσιο της πατριαρχίας, φαινόμενο μοναδικής ιστορικής αντοχής, το οποίο αναπαράγεται και διαιωνίζεται και στη χώρα μας»[2]
Τι; Θα κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Τι; Θα γράφουμε για τον εαυτό μας; Τι; θα φυλάμε τα έργα μας στο συρτάρι και θα ονειρευόμαστε ότι κάποιος κάποτε θα μας ανακαλύψει. Όταν η κοινωνία στενάζει θα γράφουμε μόνο για λουλούδια και θάλασσες; Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, σημείωνε ο Καρυωτάκης πριν εκατό χρόνια και τώρα το βλέπουμε ότι πίσω από το α΄ πληθυντικό στοιβάζονται όλοι όσοι γίνονται αντένες του καινούριου αγναντεύοντας τα χάη για να “πέσουνε γρήγορα σπασμένες”.
Στις πρώτες 63 υπογραφές των γυναικών συγγραφέων, πολύ σύντομα, όταν το νέο για “τη Φωνή της” κυκλοφόρησε, προστέθηκαν κι άλλες, γύρω στις 200, γράφοντας το όνομά τους στο μέιλ που διακινούσε η μία με την άλλη.
Υπέγραψα κι εγώ τότε. Συμμετείχα και στις πρώτες δράσεις, όπως σ’ αυτή την κινητοποίηση έξω από το Εφετείο και λίγες μέρες αργότερα σε μια άλλη διαδήλωση κατά της βίας. Όμως έλλειψα καιρό από την Αθήνα, κάτι συνέβη και δεν έπαιρνα τα μέιλ, τις έχασα. Όταν τις ξαναβρήκα, είχαν ήδη ετοιμάσει το βιβλίο η Φωνή της και είχε γίνει η έκδοση από τον Καστανιώτη.
Στην αρχή, δίσταζα να το πάρω το βιβλίο στα χέρια μου. Γυρόφερνα τον πάγκο, άκουγα τις εισηγήσεις και τα αποσπάσματα σε κείνη την πρώτη παρουσίαση που πήγα καθυστερημένη, μέσα στη μικρή αίθουσα αφού είχα ψάξει να ανακαλύψω το παλιό κτίριο και αφού είχα ανεβεί τις μαύρες απότομες σκάλες. Ένα αντισυμβατικό μέρος είχαν διαλέξει για να κάνουν την παρουσίαση κι εγώ είχα αναβάλει ένα ταξίδι για να την παρακολουθήσω…
Το αγόρασα στο τέλος όμως το βιβλίο και το πήρα μαζί μου στο ταξίδι. Μόνο που δεν το άνοιξα. Το άφησα στο κομοδίνο και έκανα άλλες δουλειές. Όταν γύρισα πίσω, στην ησυχία του διαμερίσματος και άδειασα τη βαλίτσα, τότε δεν υπήρχαν πια δικαιολογίες.
Γροθιά στο στομάχι και “τα δάχτυλα εις τον τύπον των ήλων”. Και πάλι λίγα λέω. Όμως δεν ήθελα πια να το αφήσω από τα χέρια μου και όλο γι αυτό ήθελα να μιλάω.
Τον πρόλογο τον γράφει η Μαρία Γκασούκα, μέλος του δικτύου και η πλέον αρμόδια αφού διδάσκει στο Πανεπιστήμιο το μάθημα που αφορά τις σπουδές φύλου. Εκεί δίνονται στον αναγνώστη εύληπτες πληροφορίες για τη γυναικεία παρουσία στη λογοτεχνία και την αντιμετώπιση των έργων από την κριτική στους προηγούμενους αιώνες. Αναφέρονται ονόματα δημιουργών όπως η Σαπφώ, η Κριστίν ντε Πιζάν, η Βιρτζίνια Γούλφ, η Ούρσουλα Λε Γκεν, η Αντριέν Ριτς, η Τόνι Μόρισον και η Μάγια Αγγέλου, ενώ η κ. Γκεσούκα διεκρινίζει και τον (παρεξηγημένο) όρο “γυναικεία γραφή”: Κατά την άποψή μου, η γυναικεία γραφή, με την ποικιλομορφία και τις ιδιαιτερότητές της, είναι υπαρκτή και συνιστά μια διαφορετική προσέγγιση από και προς την ανθρώπινη κατάσταση. Δεν αφηγείται απλώς εμπειρίες ή δεν αρκείται σε μια αυτοβιογραφική περιγραφή. Άλλωστε, δεν περιορίζει πλέον τη γυναικεία φωνή στο “εγώ”, Αποτελεί άποψη του “εγώ”, η οποία χαρακτηρίζει, σφραγίζει και κυρίως σηματοδοτεί την υποκειμενική γραφή των γυναικών” σελ. 18
Μετά τον πρόλογο, οργανώνονται με αλφαβητική σειρά τα 53 διηγήματα του τόμου, δείχνοντας τη βία που υφίστανται οι γυναίκες σε κάθε έκφανση της ζωής τους: στην οικογένεια (“Δείπνο”, “Φανή”, “Να είσαι θάλασσα”, “Μαριέττα”, “νυχτερινή συνεδρία”, “ο καθαρός άνθρωπος”, “να προσέχεις”) στην επαγγελματική ζωή (“ο αμνός”), στις διαπροσωπικές σχέσεις (“Κρύα κυρία”), στους ρόλους (“δείπνο”, “Ελισάβετ Μαρτινέγκου”, “θηλυκές αντωνυμίες”, “το Μάτι”, “Θα μάθω κι εγώ”), στον έρωτα (“Ερατώ”). Τη νιώθουμε να ασκείται από τον σύζυγο (“η βέρα”, “βάλε τελεία”, “η ξένη”), τον πατέρα (“μια πάνινη κούκλα”, “κόρη μητέρα”, “ήμαρτον”) τον πεθερό (“γράφουν και οι φόνισσες παραμύθια …”, “εκδίκηση”), ή τη βρίσκουμε διάχυτη σε ολόκληρη την κοινότητα (“Ελισάβετ Μαρτινέγκου”, “σύγκρια” κλπ). Το σκηνικό στήνεται στην Ελλάδα κυρίως αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, στην Λατινική Αμερική ή στα βάθη της Αφρικής (“ο δερματοποιός”, “Στη Σιουδαδ Χουαρες”, “Loida”), σε αστικές περιοχές ή σε επαρχίες. Ο χρόνος είναι άλλοτε το παρελθόν, άλλοτε το παρόν και μερικές φορές αόριστος.
Η βία παρουσιάζεται γυμνή, πολύ τρομακτική (“ο δερματοποιός”, “σαν το φύσημα του αέρα στις καλαμιές”, “Kanun”), βιωμένη στερεοτυπικά (“γυναίκα χωρίς όνομα”, “σύγκρια”, “Ντέρτι πινκ, ημιμόνιμο”) και κάποτε μεταμφιεσμένη ή κρυμμένη σε μύθους πανάρχαιους, όπως στο εξαιρετικό “η φωνή της”.
Οι συνέπειές της εμφανίζονται σε μερικά κείμενα αβάσταχτες (“κόρη, μητέρα”), ενώ σε άλλα ο δράστης τιμωρείται χωρίς όμως να επέρχεται κάθαρση. Οι τιμωροί είτε είναι η σύζυγος (“στο λόφο με τις παπαρούνες”, “δεν έγινε και τίποτα”) είτε είναι η κόρη (“Φανή”) μόνο από τη βία του βασανιστή τους γλιτώνουν. Έχουν στη συνέχεια να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη και στην κοινωνία. Ωστόσο μερικές ιστορίες είναι αισιόδοξες και αυτό παρηγορεί τον αναγνώστη (“από το δάσος”, “φύσα αγέρι”, “η Ρούλα που κυκλοφορεί”, “είμαι φύλλο”). Σε άλλες πάλι γίνεται προσπάθεια να αναζητηθεί και να ειπωθεί ρητά η αιτία, το υπόβαθρο των βίαιων συμπεριφορών (“Kanun”, “Loida”, “γυναίκα χωρίς όνομα”). Τέλος υπάρχουν και οι αφηγήσεις που δείχνουν τη γυναικεία συμμετοχή στη διαιώνιση της πατριαρχικής νοοτροπίας (“η Φωνή της”, “Ντέρτι πίνκ, ημιμόνιμο”, “το παλιοκόριστο”).
Εντύπωση προκαλεί ότι οι 53 γυναίκες που ενώνουν τη φωνή τους κατά της βίας εναντίον των γυναικών, παρόλο που γράφουν για την ίδια θεματική, καταφέρνουν να μην επαναληφθούν ούτε να επικαλυφθούν οι ιστορίες τους. Δείχνουν τόσα πρόσωπα της βίας όσα σχεδόν και οι ιστορίες. Κι αν μπορούμε να βρούμε κάποια μοτίβα (π.χ. όταν ο πατέρας παρενοχλεί την κόρη, τότε η άβουλη σύζυγος εξεγείρεται), όμως οι παραλλαγές είναι τόσο ενδιαφέρουσες που απλώς φωτίζουν καλύτερα τη συμπεριφορά. Επίσης δεν διακρίνουμε διδακτισμό ή ηθικολογία, κάτι που θα μείωνε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, πουθενά, ενώ αξιοποιούνται ποικίλοι αφηγηματικοί τρόποι (“Φανή”, “οι φωνές”, “το ψαράκι στη γυάλα”, “ησύχασον!”, “το έθιμο”, “η άλλη όψη”).
Γενικά, όλες οι συμμετοχές διατηρούν την καλλιτεχνική αξία στο ίδιο νομίζω επίπεδο με την ακτιβιστική ιδιότητα. Μερικά κείμενα τα ξεχώρισα, μου άρεσαν ιδιαιτέρως, όλα όμως έχουν ποιότητα. Σ’ αυτό θα έπαιξε ρόλο φαντάζομαι, η ομάδα που έκανε την επιμέλεια (Σίσσυ Δουτσίου, Μαρία Κουρουτσίδου, Αλεξάνδρα Μήτσιαλη, Όλγα Μπακοπούλου, Χίλντα Παπαδημητρίου, Κατερίνα Παπαντωνίου, Ελένη Πριοβόλου) και οπωσδήποτε οι εκδόσεις Καστανιώτη με την εμπειρία τόσων χρόνων στον χώρο. Όμως χωρίς την πρώτη ύλη, τίποτα δεν θα πετύχαινε. Η δύναμη είναι στις γυναίκες συγγραφείς, που έγραψαν τις ιστορίες και δώσανε φωνή, χρώμα και υπόσταση στη βία. Δείξανε πώς δαγκώνει, βγάζει μαχαίρια, αυλακώνει κορμιά. Δυναμώσανε τις φωνές να γίνουνε ουρλιαχτά μέσα στις λέξεις.
Το εγχείρημα, δοκιμασμένες γυναίκες συγγραφείς να γράψουν για τη βία εναντίον των γυναικών, από τη σύλληψη ως την εκτέλεσή του ενέχει το πλεονέκτημα του πλουραλισμού. Των πολλών οπτικών του θέματος δηλαδή. Και θα είχε νομίζω μεγάλο ενδιάφερον να καλούνταν και οι άντρες συγγραφείς να κάνουν κάτι ανάλογο. Πώς βιώνουν αυτοί τη βία στις σχέσεις. Πώς κρίνουν – αν κρίνουν – τις γυναικοκτονίες. Πώς τις ερμηνεύουν. Θα είχε ενδιαφέρον να εκθέσουν κι αυτοί τις οπτικές τους για το θέμα και μετά να αντιπαραβάλλουμε τα αποτελέσματα. Γιατί στην ιστορική φάση που βρισκόμαστε πια, το ζητούμενο δεν είναι ο ανταγωνισμός των φύλων. Αυτό έχει συμβεί πολύ στους προηγούμενους αιώνες. Θα ήταν λάθος να εξαντλήσουμε κι αυτή την ευκαιρία κρατώντας και διαιωνίζοντας τον θυμό. Έχουμε πια τα επιστημονικά εργαλεία να προσεγγίσουμε τις διαφορές και τις ομοιότητες των φύλων ειρηνικά και να αγωνιστούμε για πραγματική ισότητα, ισονομία, δικαιοσύνη. Όχι εξόντωση του άλλου.
Είναι στοίχημα. Όχι θεωρητικό. Πρακτικό. Και αυτό θέλω εδώ να το τονίσω. Δεν ξέρω τι ιδέα έχει ο καθένας για το φεμινιστικό κίνημα. Τι στερεότυπα κουβαλάμε όλοι και πόσο ο όρος έχει συνδεθεί με συνειρμούς στη ζωή του καθενός και της καθεμιάς. Όμως εδώ πρόκειται απλώς για γυναίκες που φωνάζουν και αντιστέκονται στη βία εναντίον των γυναικών. Ζητούν, πρώτα-πρώτα να αναγνωριστεί ο όρος γυναικοκτονία από το Δίκαιο της χώρας μας και να προστατευτούν οι γυναίκες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Δεν μάχονται εναντίον κανενός. Μόνο εναντίον της βίας και όλων όσων την καλλιεργούν. Οι άντρες-σύντροφοι είναι συμπαραστάτες. Τουλάχιστον στην επαφή που είχα με τις γυναίκες του δικτύου, τους είδα να συμμετέχουν και να στηρίζουν. Και αυτό προσωπικά με κάνει αισιόδοξη.
Επίσης αισιόδοξη με κάνει και η πορεία του βιβλίου η Φωνή της. Η έκδοση είναι προσφορά των εκδόσεων Καστανιώτη, τα έσοδα θα διατεθούν για το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας[3] και όλη η δράση – κίνηση ευθύνης και γενναιότητας κατά τη γνώμη μου – φαίνεται πως εξυπηρετεί αναγνωστική ανάγκη της κοινωνίας μας. Ήδη εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση (2.400 τιράζ) και ο Καστανιώτης προχώρησε σε δεύτερη (500). Η εμπειρία μας από τη συμμετοχή στο 24ο Αντιρατσιστικό φεστιβάλ, όπου πουλιότανε το βιβλίο, είναι εδεικτική: Όλα τα αντίτυπα που είχαμε, εξαντλήθηκαν από την πρώτη μέρα και τρέχαμε Σαββατιάτικα να προμηθευτούμε κι άλλα, που όμως ούτε αυτά έφτασαν. Έμειναν παραπονούμενοι επισκέπτες που το ζητούσαν και δεν το είχαμε πια.
Δεν ξέρω αν ο κόσμος αγοράζει τη Φωνή της για να ενισχύσει το δίκτυο ή για να συμμετέχει όπως μπορεί στην προσπάθεια περιορισμού της βίας. Δεν ξέρω αν το διαβάζουν όσοι/ες/α το αγοράζουν. Μπορώ να μιλήσω για όσα ξέρω και για τη δική μου βιωματική σχέση. Γι αυτό γράφω αυτό το σημείωμα. Δεν μπορούσα παρά να το γράψω. Ως ελάχιστη συμβολή.
Ελένη Γούλα
Πληροφορίες:
Για το δίκτυο “η Φωνή της”:
– https://www.avgi.gr/tehnes/407917_oi-gynaikes-syggrafeis-piran-oplo-toys
Για το βιβλίο Η Φωνή της (στοιχεία) : https://www.ertnews.gr/eidiseis/politismos/i-foni-tis-ena-vivlio-53-gynaikes-syggrafeis-mia-foni-kata-tis-emfylis-vias/
κριτικές/παρουσιάσεις: https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=278169
[1] Ιωάννα Μπουραζοπούλου, “η Φωνή της”, σ. 192
[2] https://www.lifo.gr/now/greece/i-foni-tis-gynaikes-syggrafeis-kata-tis-emfylis-bias-kai-ton-gynaikoktonion
[3] https://www.ertnews.gr/eidiseis/politismos/i-foni-tis-ena-vivlio-53-gynaikes-syggrafeis-mia-foni-kata-tis-emfylis-vias/