You are currently viewing Ελένη Καραγιάννη: Χριστίνα Μιχαηλίδου, Γαλότσες νούμερο 44, εκδόσεις Ιωλκός, 2024.

Ελένη Καραγιάννη: Χριστίνα Μιχαηλίδου, Γαλότσες νούμερο 44, εκδόσεις Ιωλκός, 2024.

Γραφή λογοτεχνικής ενσυναίσθησης!

Στην Ποιητική του Αριστοτέλη το λογοτεχνικό έργο ορίζεται ως «αναπαράσταση» της πραγματικότητας όχι πιστή και δουλική, αλλά ελεύθερη και δημιουργική. Στην πρώτη της συλλογή διηγημάτων η Χριστίνα Μιχαηλίδου επιδέξια «αναπαριστά» την ανθρώπινη πράξη με τρυφερότητα και ευαισθησία, με πειστικότητα και αληθοφάνεια. Κι αυτό γιατί χειρίζεται το αφηγηματικό της υλικό με διεισδυτική ματιά και πλάθει τους ήρωές της γνωρίζοντας και αναλύοντας σε βάθος τον ψυχισμό τους. Εμβιώνει, δηλαδή, τις καταστάσεις των ηρώων με δεξιότητες ενσυναίσθησης, κατανοεί, νοιάζεται και μοιράζεται τα πάθη, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους.

Από το εξώφυλλο ήδη, ο τίτλος της συλλογής, απ’ το ομότιτλο διήγημα, «Γαλότσες νούμερο 44», λειτουργεί ως «ενσυναισθητικό» εργαλείο, ως σύμβολο ερμηνείας και αποκωδικοποίησης. Το μεγάλο μέγεθος (44) δεν είναι τυχαίο. Επιλέγεται για να χωρέσουν σε αυτές άπαντες: οι πρωταγωνιστές, ο αφηγητής, η συγγραφέας και κυρίως ο αναγνώστης, προκειμένου να υποφέρουν εξίσου, ενώνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του εαυτού τους και του άλλου.

Όταν την αντίκρισαν στο χωριό με ρούχα κουρελιασμένα και βρόμικα, να σέρνει κάτι τεράστιες στρατιωτικές γαλότσες για παπούτσια, δεν τη γνώρισαν. Τι πλάσμα αλλόκοτο ήταν ετούτο; Ούτε άντρας ούτε γυναίκα……Φκιασίδια γυναικεία δεν καταδεχόταν, αλλά για να κόψει τα μαλλιά της αγορίστικα ούτε λόγος. Καρέ τα είχε μέχρι που ασπρίσανε, να της γαργαλάνε τον λαιμό, ούτε πιο κοντά, ούτε πιο μακριά και στα ποδάρια της, οι παράταιρες γαλότσες νούμερο σαράντα τέσσερα κάποιου σκοτωμένου αντάρτη, που πάσχιζε να τις ταιριάξει με τα βήματά της. (σελ.14-15)

Οι γαλότσες ανακαλούν στη μνήμη μας τους κοθόρνους της αρχαίας τραγωδίας, καθώς εφαρμόζουν στα πόδια των πρωταγωνιστών για να δικαιολογήσουν τους άβολους και αδέξιους βηματισμούς, τους παράταιρους και αστείους δρασκελισμούς και τις αναπόδραστες από τις τρικλοποδιές της ζωής πτώσεις. Γιατί οι ήρωες των ιστοριών είναι στο σύνολό τους ήρωες τραγικοί, άνθρωποι ραγισμένοι, τσακισμένοι και ναυαγισμένοι.

Τρομαγμένη ήταν. Μικρό κορίτσι την είχαν πετύχει κάποια παιδιά στα χωράφια μοναχή της και την έκαναν παιγνίδι αιμοβόρο. Την έδεσαν σ’ ένα δέντρο βάζοντάς τη στόχο για να πετάνε πέτρες, αφού καλά καλά δεν είχε φωνή να αντιμιλήσει. (σελ.19)

Αν και αθύρματα μιας μοίρας τραγικής που δεν επέλεξαν, διατηρούν ωστόσο αλώβητη την ελευθερία βούλησης και την πίστη στο όνειρο. Έτσι, η ίδια η Ασημίνα παίρνει τη μεγάλη απόφαση να δώσει για υιοθεσία τη δευτερότοκη κόρη της στην άκληρη κουνιάδα της για να αποκατασταθεί η ηθική τάξη που έχει διασαλευτεί κι ο απαράβατος φυσικός νόμος που θέλει την κάθε γυναίκα να γεύεται τη χαρά της μητρότητας. Και οι «ζαβές» του χωριού, η αλαφροΐσκιωτη Αγγέλλω που ετοίμαζε τα αγόρια του χωριού να γίνουν άνδρες (σελ.12), η Αρσενικοθήλυκη Λαμπρινή με τις στρατιωτικές για παπούτσια γαλότσες, η Μούτα η Θοδωρούλα με ψίχουλα φωνής στο άλαλο λαρύγγι και η χωλή, κακοσχηματισμένη Μαρκέλλα, η στερημένη από χάδια μητρικά, ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στις σωματικές και πνευματικές τους αναπηρίες και στον κοινωνικό αποκλεισμό που αυτές συνεπάγονται, διεκδικώντας με νύχια και με δόντια μια θέση στον ήλιο της αποδοχής.

Αναμφίβολα οι γυναικείες φιγούρες κυριαρχούν στα περισσότερα διηγήματα -η μάνα, η κόρη, η γιαγιά, η θεία, η ανιψιά, η αδερφή, η σύντροφος, η γυναίκα, η ερωτευμένη, η προδομένη, η εγκαταλελειμμένη… Δεν λείπουν, βέβαια, και διηγήματα με έντονη την αντρική παρουσία, όπως το «Ταξίδι διαφυγής» και το συγκλονιστικό «Η γάτα του Ανδρέα», όπου η συγγραφέας πραγματεύεται με ευγένεια και διακριτικότητα το θέμα της διαφορετικότητας. Όμως, η συλλογή δεν εστιάζει μόνο σε ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης μέσα στον ασφυχτικό κλοιό πατριαρχικών δομών, αλλά κυρίως στο ίδιο το ανθρώπινο βίωμα. Ο προσδιορισμός της έμφυλης ταυτότητας των ηρώων δεν αποτελεί κυρίαρχο μέλημα της συγγραφέως αλλά η αναζήτηση της ίδιας της φύσης του ανθρώπου, της αληθινής του ουσίας, εκείνης που προσδίδει αυθεντικότητα, βάθος και ποιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Γι’ αυτό και η Αγγέλα στα προσφυγικά της Νίκαιας έσμιξε τη μοναξιά της με τον Σαμίρ, πρόσφυγα από το Αφγανιστάν, και αγαπήθηκε μαζί του, όχι όπως αγαπιέται μια γυναίκα με έναν άντρα, αλλά όπως αγαπιέται ένας άνθρωπος με έναν άλλο άνθρωπο.

Σαν να τους ακούω πίσω από τα μισόκλειστα παντζούρια να μουρμουρίζουν όταν μας δούνε μαζί. «Πού τον βρήκε τον αλλόθρησκο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο», «Κοίτα τη μεσόκοπη πήγε με τον νεαρό, σαν δεν ντρέπεται»…. Μα τίποτα από αυτά δε βάζω στο ζύγι. Στο δικό μου αριθμητήρι μία είναι πρόσθεση που έχω κατά νου και οδηγεί σταθερά και απαράλλαχτα στο ολόρθο αποτέλεσμα… Αυτό είμαστε. Σαμίρ και Αγγέλα, Αγγέλα και Σαμίρ. Ένας άνθρωπος και ένας άνθρωπος. (σελ.60-61)

Έτσι οι ιστορίες απλώνονται στον χρόνο και στον χώρο, στο σήμερα και στο χθες, στο τότε και στο τώρα, στο χωριό και στην πόλη, για να εξεταστεί η ανθρώπινη συνθήκη στη συγχρονία και διαχρονία της, μέσα από τις συμβάσεις και τα στερεότυπα που επιτάσσει η εποχή σε συνάρτηση με το επαρχιακό και αστικό κοινωνικό περιβάλλον. Αγαπημένο θεματικό μοτίβο που κυριαρχεί στον άξονα του χώρου και του χρόνου είναι η αγάπη και ο έρωτας που δεν λυγίζει ούτε μπροστά στον θάνατο, καθώς καθαγιάζει την καθημαγμένη ανθρώπινη φύση και ολοκληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής της.

Μπήκαν μέσα. Τα χέρια τους συναντήθηκαν πάνω από το χειρόφρενο. Έκανε κρύο κι άρχιζαν να νυστάζουν. Να προλάβουν. Κοιτάχτηκαν βαθιά μέσα στα μάτια. «Σ’ αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα» είπε. «Σ’ αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα» απάντησε. Κατέβασαν το χειρόφρενο μαζί. Το αυτοκίνητο κινήθηκε για δύο μέτρα στην τσιμεντένια επιφάνεια, γλίστρησε στη θάλασσα και βούλιαξε αθόρυβα. (σελ.85)

 

Η Χριστίνα Μιχαηλίδου στις 27 ιστορίες της κατορθώνει να εστιάσει στο σημαντικό, σε αυτό που πρέπει και αξίζει να ειπωθεί ή να εννοηθεί, υπηρετώντας με μαεστρία το απαιτητικό είδος της μικρής φόρμας που απεχθάνεται τη φλυαρία και το περιττό. Με οικονομία, πυκνότητα και ακρίβεια στήνει τα αφηγηματικά της κάδρα, σαν πλάνα κινηματογραφικά, φωτίζοντας κάθε φορά ένα συγκεκριμένο επεισόδιο που προωθεί την εξέλιξη της ιστορίας. Επιλέγει συνήθως την τριτοπρόσωπη αφήγηση για να τηρήσει μια αντικειμενική απόσταση ασφαλείας από τα δρώμενα, ενώ ο τολμηρός συνδυασμός του πρώτου και του δεύτερου προσώπου, που επιχειρεί σε κάποια διηγήματα, δικαιώνει τη ρέουσα αφήγηση προσδίδοντάς της ύφος εξομολογητικό, δραματικότητα και θεατρικότητα.

Σε διηγήματα, όπως «Ο κανόνας του Ν» και «Βαρύς γλυκός» η συγγραφέας απαντά στα πάθη και τους καημούς του κόσμου που τελειωμό δεν έχουν με χιούμορ. Το χιούμορ δεν συγκαταλέγεται απλώς στα αφηγηματικά της όπλα, αλλά αποτελεί στοιχείο συγγραφικής ευφυίας με το οποίο κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι στον αναγνώστη με στωικότητα και ανάλαφρη φιλοσοφική διάθεση.

Κι όλο ξεφυσούσε ο Γιάννης όσο τα θυμότανε κι όλο αναστέναζε η κυρα-Ευτέρπη που τον συμπονούσε. Και να το δάκρυ κορόμηλο πάνω από τη βαφή ο Γιάννης και το χρώμα από ακαζού τής βγήκε ξανθό, αλλά «δε βαριέσαι» του είπε η κυρα-Ευτέρπη. (σελ.41)

Τα λόγια του, σαν υποβρύχιο μαστίχα κολλούσαν στο στόμα της και την κόλαζαν. Τον αγάπησε πολύ, αλλά στάθηκε βράχος, δεν ήθελε να γίνει το τρίτο πρόσωπο, δεν ήθελε να χωρίσει την οικογένεια και τραβήχτηκε από το ζευγάρι, από τον μοναδικό άντρα που ερωτεύτηκε, που πόθησε. Έμεινε, όπως έλεγαν, γεροντοκόρη σε όλη της τη ζωή για να μην πατήσει την εντολή «Ου μοιχεύσεις» και ύστερα τι ψυχή θα παρέδιδε. (σελ.42)

Η γραφή ρεαλιστική -ενίοτε ηθογραφική-  με γλώσσα λιτή και στιβαρή και ταυτόχρονα λυρική και ποιητική δεν εκβιάζει το συναίσθημα αλλά το φανερώνει και το προκαλεί. Συχνά το αιχμαλωτίζει μέσα σε λέξεις πάλλουσες και αιμοφόρες, σε τολμηρές μεταφορές, σε ευφάνταστες παρομοιώσεις που ξεσηκώνουν φαντασία και αισθήσεις και το αφήνει, αναβαπτισμένο γλωσσικά, να φτάσει στον αναγνώστη. Κι ο αναγνώστης, από την άλλη, δικαιωμένος, μεθυσμένος από μέθεξη συναισθηματική, λυτρώνεται και «καθαίρεται», με το τέλος κάθε ιστορίας να πέφτει όμορφα σαν αυλαία θεάτρου, χωρίς να χρειάζεται πάντα το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής για να του φέρει δάκρυα στα μάτια και χαμόγελο στα χείλη.

 

Η καλή Λογοτεχνία μάς υποψιάζει για όλα τα σημαντικά, καθώς θέτει τον ίδιο τον άνθρωπο και τον κόσμο ως ερώτημα. Κομίζει αλήθειες γυμνές, αφτιασίδωτες από επιτηδεύσεις, αφορισμούς και εξιδανικεύσεις. Ταράζει τα μέσα μας. Σκαλίζει τον εσωτερικό μας κόσμο, τον ματώνει, τον πληγώνει, τον πονά και τον λυτρώνει για να του δώσει ομορφιά και βάθος. Και στην περίπτωση της Μιχαηλίδου συναντιόμαστε με την καλή λογοτεχνία. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων είναι μια σπουδή πάνω στα ανθρώπινα, ένα βιβλίο- μανιφέστο ζωής, που πιστεύει στη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, επενδύει στο φως, στην ελπίδα και το όνειρο, αναζητά την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη, προτείνει την συνύπαρξη και τη συμπόρευση με ταπεινοφροσύνη και γενναιοδωρία μακριά από ψευτοδιδακτισμούς.

Διαβάζοντάς το έχουμε την ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι και ανθρωπινότεροι. Αρκεί να σταθούμε δίπλα στη Λαμπρινή, την Αγγέλα, την Ασημίνα, τη Θοδωρούλα, την Ευτέρπη, τον Ανδρέα… τις ζωές τους για να υπερασπιστούμε, μαζί τους για να πορευτούμε. Ακόμη κι αν χρειαστεί για να ταιριάζουν οι περπατησιές μας, γαλότσες  να φορέσουμε, νούμερο 44!

 

Η Ελένη Καραγιάννη είναι φιλόλογος και ζει στη Βέροια. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, Το κόκκινο τάπερ, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γραφή.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.