«Τα πάντα εκτός απ’ την αλήθεια», είναι η φράση με την οποία ξεκινά το «Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας» της Alice Miller, περιγράφοντας όχι μόνο το κρυφτούλι μας με τις πληγές των παιδικών μας χρόνων αλλά –τελικά- και το κρυφτούλι που παίζουν οι κοινωνίες του «πολιτισμένου κόσμου» μας, όπως η ελληνική και η πολιτικοκοινωνική της «πραγματικότητα», όταν έρχονται αντιμέτωπες με τους συμβιβασμούς και τις αλλοτριώσεις της ενηλικίωσης ή μάλλον της επιβεβλημένης εκδοχής της. Την στηριγμένη σε ορατές και αόρατες «λειτουργίες» που στηρίζονται όχι στην κοινωνικοποίηση αλλά στην αρεστή κοινωνικοποίηση. Αυτή που καθιστά άξια την ένταξή μας στην οικογένεια ή στην εθνο-πολιτική κοινότητα μέσω της αποτροπής του πραγματικού μας εαυτού, του σκοτεινού σαν τύψη, του λαμπερού σαν συνείδηση. Που μπορεί όμως κάθε στιγμή, έστω και μέσα από την θεραπευτική και ανατρεπτική και προβλέψιμη κι όμως ποτέ παραδομένη μες στις παραδόσεις της γραφή να εγερθεί και να πάρει την εκδίκησή του. Η Φλώρα Ορφανουδάκη τολμά να επιστρέψει στην αλήθεια, όπως φιλτράρεται από την Μνήμη και την Μυθιστορία. Ίσως γι’ αυτό η Φαντασία να απεργεί. Γιατί ό,τι είναι ή συμβολίζει μια αλήθεια, «δεν χωρά στα παραμύθια». Η ηρωίδα της Φλώρας ανεξαρτητοποιείται, Με σκουντάει µέσα απ’ το χαρτί, γράφει, γεννά την συγγραφέα, όπως το μήλο γέννησε τον Παράδεισο, την νοσταλγία για την χαμένη ουτοπία. Μια νοσταλγία που αρνείται να εκχωρήσει όμως την θέση της στην παραίτηση. Ίσως γι’ αυτό, μετουσιώθηκε, κρύφτηκε, προδόθηκε, μα δεν ξεχάστηκε μες στους αιώνες πίσω από διάφορα ονόματα προσωπικών και κοινωνικοπολιτικών αφηγήσεων: Δίκαιη Κοινωνία, Παράδεισος, Κάμελοτ ή Έρωτας και Προσωπική Ευτυχία. Κι ίσως επίσης γι’ αυτό, όπως γράφει η συγγραφέας, «πληρώνει διόδια κάθε τόσο στη µέσα χώρα – σε αίµα κι εδώ το νόµισµα. Για να µη νοµίσει κανείς ότι η µέσα χώρα είναι φτηνή».
Η Ορφανουδάκη, δημιουργώντας μια Αλίκη στην Χώρα των Τραυμάτων που περιδιαβαίνει αυτήν την μέσα χώρα ακριβώς, μας παίρνει μαζί της στον κόσμο της ‘αγγελικής παιδικής ηλικίας’ για να μας θυμίσει πως το παιδί επανέρχεται γι’ ακόμα μια φορά, «απειλώντας τις κοσμολογίες των ανθρώπων» (James A. and Jenks, Ch. 1994, σελ.7). Κοσμολογίες, εκλογικεύσεις, ρετουσαρίσματα τέλειων θεσμών, τέλειων οικογενειών, τέλειων ανθρώπων. Ένα κοινωνικοπολιτικό και ανθρωπολογικό πρότυπο που εδραιώνει και νομιμοποιεί την εξουσία μέσα στον καθένα και στην καθεμιά, παίζοντας κρυφτό με τους φόβους και τις ανάγκες. Γυμνό όμως μπροστά στην γραφή, όταν αποφασίσει να προκαλέσει με την πένα της την λειτουργία του κόσμου;
«Εποµένως τώρα εσύ, µιλώντας άλλη γλώσσα, ακυρώνεις τα συµβόλαιά τους, τις ιδιοκτησίες τους, τους γάµους τους που κυοφορούν παιδιά που δεν θα µάθουν γραφή και ανάγνωση. Βάλε και καµιά τελεία, βρε παιδί µου, µπας και τιθασέψεις το αιώνιο στα µάτια του χθεσινού ναυαγού…» γράφει.
Πράγματι… Εάν η εικόνα του ευτυχισμένου παιδιού, «εσωκλείοντας μέσα στην ασφάλεια της ακίνητης εικόνας του» (Cunningham, Η. 1991) όλες τις βολικές βιβλικές συνυποδηλώσεις, στήριζαν και στηρίζουν έναν κόσμο ναυαγών που, με ελάχιστα διαλείμματα πέρασε κατευθείαν από την παρακμή στην πολιτική και κοινωνική και προσωπική βαρβαρότητα, όπως γράφτηκε, κι αν το παιδί μέσα μας νιώθει ανέτοιμο και απομονωμένο να θυμηθεί, ή να παραδεχτεί ότι θυμάται, η Ορφανουδάκη μας τραβά γερά από το χέρι για να αναδείξει μια εικόνα που αφορά πολλούς και πολλές περισσότερους απ’ όσους πιστεύουμε στη μόνωσή μας. Κι αυτή η ανατροπή της ευτυχισμένης παιδικότητας, η απόρριψη της υποκριτικής ευτυχίας που δρα ως στήριγμα της γενικότερης υποκρισίας του κόσμου, αντί χαράδρα μόνωσης γίνεται ξάφνου γεφύρι να βρεθούν μαζί οι σιωπηλοί, οι κακοποιημένοι, οι κατατρεγμένοι. Γίνεται μια δική μας πατρίδα; πόσο ζυγίζει λοιπόν η µαρτυρία του πόνου ενός µικρού παιδιού; (γράφει στο Επί τον τύπο των ήλων)
Είναι ένα γενναίο βιβλίο, ένα βιβλίο που ακροβατεί μεταξύ μνήμης και μυθοπλασίας όπως είπαμε για να σχίσει διά παντός την διαφημιστική αφίσα που έγινε η ζωή μας, μιας και θυμίζει πως είμαστε γεννημένοι/ες από ντροπή και πως μόνο αν καταφέρουμε –σε μια διαδικασία που θυμίζει τόσο το πρότζεκτ του Οιδίποδα, όπως επεσήμανε ο Bauman– να γίνουμε εμείς ο πατέρας και η μητέρα του εαυτού μας, ίσως κάποτε συμφιλιωθούμε και με τους γεννήτορές μας. Να κάνω εκεχειρία µε τον εαυτό µου! Να σώσω το κοριτσάκι που έχω µέσα µου! (λέει στο από άγνωστο σε Άγνωστο)
Η Ορφανουδάκη το αποπειράται αυτό συνομιλώντας με την εξεγερμένη εναντίον της ηρωίδα της, φανταστικό γέννημα που εγείρεται ενάντια στην απεργία της φαντασίας για να δείξει πόσο ισχυρότερη είναι από την ύλη, και γι’ αυτό απόλυτα αληθινή, όπως κάθε εαυτός μύχιος. Από πού άραγε έβγαινε το παιδάκι, όταν ο Μπέκετ σκέφτηκε να το επισκεφτεί; Ας αρχίσω σαν να είναι δική µου η ιδέα, αλλά και η ιστορία, λέει. «Με οδηγεί η µνήµη της απώλειας. Αχ! πόσο στοιχειώνει η µετουσίωση της πραγµατικότητας σε φασµατογράφο παραισθήσεων! Απεγνωσµένα προσπαθεί το κοριτσάκι να ζήσει µε τόσα φαντάσµατα!»
Φαντάσματα που παραμονεύουν, ενώσω το κοριτσάκι αντιμεταθέτει την γονική ευθύνη της προστασίας του σε μια κούκλα, υπενθυμίζοντας πως από τις χειρότερες κακοποιήσεις της παιδικής ηλικίας είναι συχνά όχι μόνο η φωνή μα η σιωπή ‘Θα σε πηγαίνουµε βόλτα… δεν θα σε αφήνουµε µόνη… Ναι… ναι… σου λέω… έρχεται ο µπαµπάς… όπου να ’ναι θα φανεί…» Έι, εσύ µικρή που κλείνεις τα µάτια για να µη δεις τον αόρατο άνθρωπο, µεθαύριο θα σκοτεινιάζει στο µυαλό σου και δεν θα ξέρεις γιατί! Θ’ ακούς τις φωνές των άλλων σαν ηχώ εκείνου του «Ουουουου!» και δεν θα σβήνεις το φως τα βράδια, όταν θα πέφτεις για να κοιµηθείς…
Ο παππούς κι η γιαγιά επαρκείς στους συγκεκριμένους ρόλους, μα όμως άγνωστης επάρκειας ως πρότυπα των δικών της, και μιλώ για την ηρωίδα, γονιών, η αναλγησία ενός απρόσιτου εκπαιδευτικού μηχανισμού, θραύσμα πολύσημο του κρατικού, που καταβροχθίζει σχέσεις κι ανθρώπους, τα ήθη που επέβαλλαν γάμους παιδιών από παιδιά που δεν ήταν έτοιμα ν αντέξουν και καθρέφτισαν σε αυτά τα δικά τους παιδιά τα τσαλακωμένα φτερά τους, ήθη που η Ορφανουδάκη κρίνει με νηφάλια διακριτικότητα, που δεν αναιρεί τον σπαραγμό της μνήμης όπως φαίνεται στο η πρώτη μέρα στο Σχολείο, κι εκείνο το μισοδαγκωμένο μήλο που εμφανίζεται στις μέσα σελίδες, να σαν τη μέσα χώρα, σαν ένας Μωυσής χωρίς Θεό, συμβολίζοντας ‘εντολές’ που πρέπει να εφεύρεις μόνη, μ’ άλλα λόγια καθώς κονταροχτυπάς τις λέξεις σου με την απτή ζωή – γεμίζουν το βιβλίο με προπατορικά αμαρτήματα και ανέστιους παραδείσους. Κι αυτό το ανέστιο, που μπορεί για να παραθέσω μια φράση να παίζει αδέξια µε την προσδοκία πονά. ‘Θα στρίψει µε τη µαµά –ή µήπως δεν έχει ούτε µαµά;– στο δροµάκι που βγάζει στη θάλασσα… Ει, µικρούλα που η µατιά σου παραπονεµένη µε φτάνει στο σήµερα, δεν µπορώ να σε παρηγορήσω… γιατί «η ζωή µυρµηγκιάζει από αθώα τέρατα…»* παραθέτει Μποντλέρ
Αυτό φαίνεται εμβληματικά στο ‘Πώς ο παράδεισος γίνεται κόλαση’ όπου αναφέρεται σε μία Οριακή εμπειρία (Ν. Zaltzman, 1979, στη βάση των στοχασμών της Χ. Άρεντ, 1951 και του Μ. Μπλανσώ, 1969): σε μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία το ανθρώπινο ον βρίσκεται καθηλωμένο, δεν μπορεί να την υπερβεί χωρίς θανάσιμη έστω κι εσωτερική βλάβη. Εγκαθιδρύεται μια κατάσχεση της ψυχικής και σωματικής ζωής ενός ανθρώπινου όντος, η οποία του απαλλοτριώνει το απρόσωπο δικαίωμα στην δική ή δική της ζωή, του αφαιρεί τις άμυνες και το εκθέτει σε ένα διαρκές ενδεχόμενο, έστω και κεκαλυμμένου, έστω και συμβολικού, μα πάντως προσδοκώμενου ‘θανάτου». Τη σφαγή, άλλωστε, δεν τη μαθαίνουμε στην «Τροία». Στα σπίτια μας μέσα (διάτρητα από τις αφηγήσεις και τις εκμαυλιστικές δήθεν τελειότητες της κυριαρχίας με τη συναίνεσή μας), στις γειτονιές της «Ιθάκης» τη μαθαίνουμε. Κι εκεί γυρνάμε… Εκεί μας απορρίπτουν. Εκεί, ενίοτε, μας σημαδεύουν: ‘Τα χτυπήµατα σταµάτησαν µόνο όταν η οργή χόρτασε από τον σπαραγµό του παιδιού και η ζωή συνεχίστηκε όπως πριν· µε το χάσµα στο στήθος του κοριτσιού ολοένα να µεγαλώνει και να γίνεται αγιάτρευτη, αιµάσσουσα πληγή… Κρατάω στα χέρια µου τις σελίδες, τις ζυγίζω στα δάχτυλά µου, καθόλου βάρος· αρκεί µια πνοή για να πετάξουν… γράφει.
Βέβαια, αυτό το ακραίο ψυχικό βίωμα οδύνης και απόγνωσης ενός παιδιού, υπό το κράτος μιας θανατηφόρας απειλής για την ψυχική ή και την βιολογική του επιβίωση, είτε στην περιορισμένη συνθήκη ενός αντίξοου σχεσιακού περιβάλλοντος, είτε σ’ εκείνη ενός ευρύτερου απειλητικού κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος, δεν αναιρεί ότι η έκβαση δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Ακόμη και στην οριακή εμπειρία το υποκείμενο μπορεί να διαθέτει αντιστάσεις και επιλογές που είτε σκληραίνουν είτε φωτίζουν τον μέσα κόσμο. Και η Ορφανουδακη, αλληλέγγυα στα ορφανά και στους ορφανούς αυτού του κόσμου, επιλέγει το δεύτερο: Τουλάχιστον ένα δέντρο µπορώ να το σώσω… γράφει.
Η Ορφανουδάκη στο σύνολο του βιβλίου αντιμετωπίζει αυτονόητα που δεν τολμάμε να ακουμπήσουμε, εκλογικευμένα στη βάση του συμμερισμού παιδαγωγικών αρχών και/ή κοινωνικών αξιών που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο περιεχόμενο της πασίγνωστης ρήσης: «για το καλό του». είτε αφορά την ίδια είτε το άλλο παιδί, την Ουρανία, που του απονέμει δικαιοσύνη βλέποντας το από απόσταση. Συνάδουν, ωστόσο, στην πραγματικότητα, κατά κανόνα, με το γονεϊκό Υπερεγώ και κυρίως με το γονεϊκό Ιδεώδες του Εγώ. Σε αυτές τις κακοποιητικές πρακτικές, εκ μέρους σημαντικών προσώπων στην ζωή ενός ανθρώπου, μπορούν λοιπόν να εντάσσονται πρακτικές μιας μη συνειδητής παρεμβατικότητας και ψυχικής αιχμαλωσίας στο πλαίσιο μιας ασφυκτικής, ολοκληρωτικής αγάπης, που επιδρούν αρνητικά με έναν τρόπο συσσωρευτικό, προβάλλεται το ακατανίκητο δυναμικό του χαρακτήρα που «μια απαίτηση έργου αντί παραίτησης ή μίσους επιβάλλει στο ψυχικό όργανο»: Η σταδιακή αντίληψη ότι τόσο οι ικανοποιήσεις όσο και οι ματαιώσεις, τόσο η ευχαρίστηση όσο και η δυσαρέσκεια έχουν την ίδια πηγή, συμβάλλουν στην αμφιθυμία προς ένα και το αυτό ακέραιο αντικείμενο. ΤΗΝ ΓΡΑΦΗ
Σκέφτοµαι· το κοριτσάκι στην ιστορία µου δεν έχει όνοµα· γράφει. δεν τη λένε Μαρία ή Ελένη ή Αλεξάνδρα. Είναι απλώς µια νότα παιδικού παραπόνου. Το κοριτσάκι δεν έχει όνοµα· αλλά ούτε κι εγώ, όσο γράφω…
«Πώς σε λένε;» ρώτησε µε τη σκέψη της η Ουρανία το κοριτσάκι, όταν το πρωτοσυνάντησε. «Δεν ξέρω… µάλλον ‘‘κοριτσάκι’’ µε λέει το alter ego µου… Σαν µεγαλώσω, θα έχω όνοµα και θα µάθω και τι είναι το alter ego…
Άλλος εαυτός; Όχι ο αρεστός; Όχι ο προδιαγεγραμμένος μέσα από μυριάδες ΄παραπρογράμματα’ της εποχής μας; Και πώς να τον αποδεχθείς, όταν μας έχουν αποικάσει την μέσα χώρα από το έξω πρότυπο;
Υπάρχει ένας κύκλος που ολοκληρώνεται στην εποχή μας συνδέοντας τον ιδιωτικό πόνο με την συλλογική πληγή. Όπως υποστηρίζουν οι κοινωνιολόγοι της Παιδικής Ηλικίας (Jenks, 1982), το παιδί, «το τελευταίο σύνορο στη μάχη για την ελευθερία» στον αιώνα μας, έχει μετατραπεί σε «υπόγειο εχθρό» (Campbell, J. 1968, στο Cox, 1996, σελ.175), καθώς οι ανάγκες του ενήλικα που έχει αντιμετωπίσει και του ενήλικα που έχει γίνει συγκρούονται με τις δικές του ανάγκες. Και πάνω απ’ όλα έχει γίνει υπόγεια ένα αντεστραμμένο πανοπτικόν που κρίνει αυτό που γίναμε, που δεν ξεχνά αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει.
Όμως, όπως υπαινίσσεται το Μήλο, το κορυφαίο ίσως κείμενο του βιβλίου που μιλά, ανάμεσα σε άλλα, για την μεταγνώση της γραφής, απελευθερωμένος φορέας του προπατορικού αμαρτήματος το παιδί ή το λογοτεχνικό δημιούργημα, το χάρτινο παιδί που γεννάς, μπορεί τώρα να ιδωθεί –ίσως για πρώτη φορά– «σαν μια αφορμή για νοσταλγική στροφή στο παρελθόν και όχι στο μέλλον» (Jenks, Ch. 1996, σελ.106-7). Και το παιδί, παίρνοντας αφορμή από την καινούργια κοσμοθεωρία, που διαλύει την κοινωνία στα εξ ων συνετέθη, ανακαλύπτει «τι» ήταν το βιβλικό μήλο τελικά, κατανάλωση και ανταγωνισμός και εκμαυλιστική επιτυχία, που δεν φωτίζουν, καθώς προσδοκάμε, μα σκοτεινιάζουν την ζωή: «Τώρα όµως θα γράψω για το µήλο που από τη µια στάζει µέλι κι από την άλλη δηλητήριο. Όπως η ζωή… Και για τις ύπουλες συναναστροφές του δρόµου µου, να παίζω µε την αιωνιότητα και να θρηνώ το χαµένο παιδί µου και τον κύκλωπα χρόνο, το ποτάµι που δεν κατάφερα να διαβώ χωρίς να βρέξω τα πέλµατά µου· µε ξερά πατήµατα ο χρόνος παίζει µαζί µου κρυφτό, µήπως τον πιάσω απ’ το µανίκι και τον γελοιοποιήσω όπως του αξίζει, ε γέρο, θέλει να του πω, ποιον νοµίζεις ότι ορίζεις τόσο τυφλά; Πότε θα διορθώσεις τους νόµους που δεν µας ταιριάζουν;»
«Έχω την ισχυρή πλειοψηφία πίσω μου!» / «Μα αυτό είναι η δυστυχία σου. Που έχεις κάτι τόσο εμετικό στο κατόπι σου», έγραψε ο Ερρίκος Ίψεν. Κι όταν η φαντασία απεργεί η πραγματικότητα, η αλήθεια που δεν μπορούμε, που δεν θέλουμε να δούμε ή να θυμηθούμε, προχωρά σαν το υγρό αλάτι, διαβρώνοντας το «σταθερό» βράχο του μοντερνισμού.
«Γυρίζω από την άλλη πλευρά τη ζωή. Και το µήλο δαγκώθηκε, και από τον Αδάµ και από την Εύα, αλλά χωρίς υστεροβουλίες αυτή τη φορά».
«Το παιδί είναι το μάτι ανάμεσα στους τυφλούς», έγραφε ο Wordsworth την εποχή του ρομαντισμού. Σήμερα πια ο ορθολογισμός της Αγοράς και η ουδετερότητα της «διανόησης», η σιωπή για τις ιδιωτικές και τις συλλογικές πληγές μας, εκφράζει με μια συγκλονιστική σημειολογία πως τα παιδιά, «δρώντας σαν διερμηνείς των δραστηριοτήτων των ενηλίκων» (Schwartzman, H., 1979, σελ. 25), έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν αυτό που εμείς δε θέλουμε: πως «ο πολιτισμός μας… είναι ο πολιτισμός διαρκώς επανερχόμενων βαρβάρων κι ανέστιων μέσα στην ματαιοδοξία μα και στην ευαισθησία τους ποιητών: «Πότε νίκησες την προδοσία της φωνής σου; Πότε προσπάθησες να κάνεις αυτό που ήθελες χωρίς να ηττηθείς; Πώς θ’ αλλάζω εαυτό κι όµως θα είµαι πάντα η ίδια!» γράφει η Ορφανουδάκη.
Ο απολογισμός είναι πράγματι μελαγχολικός, όπως επεσήμανε η Ευδοκία Ελευθερίου, τόσο όσον αφορά τους εξαναγκασμούς, τις διαψεύσεις, τα τιμήματα σε ψυχολογικό επίπεδο, με τα οποία το άτομο πληρώνει την εξέλιξη του πολιτισμού, όσο και όσον αφορά την δυνητικότητα της αποτελεσματικότητάς του να αυτοπροστατευτεί, να νανουρίσει το παιδί μέσα μας από την εγγενή στο είδος μας καταστροφικότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία (ιδιωτική και συλλογική) και μόνον του 20 αιώνα καταδεικνύει, ως προς αυτόν τουλάχιστον τον σκοπό του, τα όριά μας. Κι εδώ οι ατομικές ιστορίες που ντρεπόμαστε να μοιράσουμε και να μοιραστούμε, μισές ριγμένες στον μύθο και μισές στην πραγματικότητα, αποτελούν θραύσματα ενός πολύ ευρύτερου προβλήματος, μιας πολύ βαθύτερης πληγής. Τη σφαγή, όπως προείπαμε, δεν τη μαθαίνουμε στην «Τροία». Στα σπίτια μας, μέσα στην «Ιθάκη». Αλλά εκεί τα βρίσκει, εκεί διασώζει τα παιδιά η γραφή σε βιβλία, όπως το ανά χείρας. Αναγγέλλοντάς τα «ως κοινωνικούς προφήτες, που μεγεθύνουν τα δήθεν μόνο προσωπικά κι όμως στο βάθος απόλυτα συλλογικά προβλήματα για να τα αναδείξουν στην ομιχλώδη μας εποχή». Και έτσι γίνονται η αιτία και η αφορμή να αναζητήσουμε, να κοιτάξουμε στη μόνωση και στην δράση τα πάντα. Και παρά την μεστή φράση της Miller, στα πάντα, και την αλήθεια μαζί.
Ελένη Καρασαββίδου