‘Κάποιοι έπρεπε να σωθούν και κάτι έπρεπε να μείνει απ’ όλη αυτήν την πορεία εκτός απ’ τις πατημασιές κι από τα πτώματα που αφήνανε στο χιόνι…’ Π. Χατζημωϋσιάδης το Χιόνι των Αγράφων (Κίχλη, 2021), σελ. 149.
Πολλά χρόνια πριν, ο Αρης Αλεξάνδρου συμβόλισε σε ένα άδειο κιβώτιο όλη την τραγικότητα μιας γενιάς με όνειρα από ουρανό και φτερά από χώμα. Ο Π Χ παιδί γνήσιο μιας κριτικής πρόσληψης της ιστορίας και της αριστεράς, της εκδοχής της αριστεράς και της ιστορίας που αναδεικνύει τα τραγικά σφάλματα όχι για να παραιτηθεί των αγώνων αλλά για να τους εμπλουτίσει, άρα να τους δικαιώσει, κάνει- αυτό το κιβώτιο- γυάλινο, το μετατρέπει από κιβούρι ζωών και οραμάτων, σε καθρέφτη για να δει πλευρές του προσώπου της όχι μόνο μια χώρα και μια γενιά, αλλά και για ν αντικατοπτρίσει λειτουργίες ευρύτερες που έχουν να κάνουν, πανανθρώπινα, με το πρόσωπο του και της ανθρώπου απέναντι στην εξουσία, με την εξουσία -πολύπλοκη, πολυπλόκαμη, χειριστική καθώς συχνά στηρίζεται σε συναισθήματα κι όχι μόνο στην ύλη- που βρίσκει κρυψώνα στο πρόσωπο του ανθρώπου. Αλλά και για να μιλήσει για το πρόσωπο του και της ανθρώπου που πότε πότε αποδρά, κι εξακολουθεί να βάζει στοιχήματα άξια και μεγάλα.
Δεν είναι εύκολο αυτό το εγχείρημα. Δεν είναι εύκολο να σταθείς απέναντι σε αυτό που ο Ε. Μορέν αποκάλεσε ‘πανουργία της ιστορίας’ για να περιγράψει- σχηματικά μα καθόλου ψεύτικα- την βαρβαρότητα που συχνά υφέρπει στην μήτρα του πολιτισμού, γέννημα και γεννήτρα τόσων τραγωδιών πίσω από αυτήν την απόμακρη φράση- και να ξεχωρίσεις και την πανουργία, και την ιστορία. Για να πετύχει αυτό κατορθώνει να ισορροπεί, ή και να δημιουργεί, μια πασιφανή αντίθεση. Η γλώσσα του βρίσκει το ανάστημα να περιγράψει με γενναιόφρονα λυρισμό τον πιο άγριο ρεαλισμό, την πιο βάρβαρη κυνικότητα, για να κρατήσει τ όνειρο αυτών των ανθρώπων, ζωντανό. Δλδ ματωμένο. Ο Χ πολύ-θρυμματίζοντας τα χέρια που κρατούν το κιβώτιο και μετατρέποντάς τα σε πρόσωπα ανθρώπινα και ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι οι ιστορίες του καθενός και της καθεμιάς μας σε ανάλογες εποχές, αποδέχεται κι ακολουθεί την θέση του Λούκατς, ότι θα έπρεπε να αναγνωρισθεί ο ενεργητικός ρόλος της υποκειμενικότητας στην ιστορία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας αριστερός συγγραφέας, ή μάλλον ένας συγγραφέας με δημόσια δηλωμένη αριστερή πολιτική συνείδηση, επαναφέρει -συνειδητά ή ασυνείδητα- στο προσκήνιο αυτήν την ιδιαίτερη στιγμή στην ιστορία της Λογοτεχνίας, στον διάλογό της με την κοινωνία και την πολιτική. Αφού η προσήλωσή στο ρόλο του υποκειμένου υπήρξε μια ιδιαίτερη αντινομία στη σκέψη του Λούκατς, όπως σημειώνει η Ανθογαλίδου, σε καιρούς που η θεωρία της αντανάκλασης μαζί με το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, θεωρούσε συχνά το ψυχογράφημα, ακόμη κι αν μέσα από αυτό τέμνονταν η κοινωνία και οι ρόλοι που απονέμει, ως γραφή αστικής παρακμής. Ο Λούκατς, αντίθετα, αν και κορυφαίος μαρξιστής, (κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς αφού η ροπή του διαλεκτικού τρόπου σκέψης είναι ν ανοίγει και να δημιουργεί περάσματα παρά τις παράφρονες αντιδράσεις στο όνομα του) υποστηρίζοντας ότι ο μαρξισμός θα πρέπει να ανακτήσει εκείνη την δυτική κατά βάσην παράδοση από την οποία προέκυψε, έβλεπε να υλοποιείται σε αυτό το είδος γραφής -σε αντιπαραβολή και σε -τρικυμιώδη κι όμως υπαρκτό-διάλογο με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό- ένας κριτικός ρεαλισμός, που μέσα από την “αλήθεια της αυτοσυνείδησης για το ανθρώπινο είδος” (Λούκατς, 1987: 96) δρα συνεπικουρικά σε κάθε προσπάθεια συλλογικής απελευθέρωσης και ίσως δικαιοσύνης.
Ο Χατζημωυσιάδης κάνει αυτό ακριβώς, μόνο που οι δικοί του (και, ας μου επιτρέψει) οι δικοί μας ήρωες, και ηρωίδες, δεν είναι αστοί, είναι ψηφίδες από το ματωμένο παλίμψηστο των αγροτικών και προσφυγικών τμημάτων του πληθυσμού που ως παιδιά της γαλαρίας, (για να θυμηθούμε την έξοχη φράση του Χατζιδάκι) ονειρεύτηκαν μια άλλη πατρίδα κι έναν άλλον κόσμο, με λιγότερο -λασπωμένο- χώμα και μεγαλύτερα φτερά.
Ο Κυριάκος Σιάτρας, ο 16χρονος που προσπαθεί ν’ αφήσει έναν ζωντανό αδερφό να ’χει η μάνα, μικρομάνα κοριτσιού, κάπου να στηρίζεται μονάχη σε δύσκολους καιρούς, κι εκτελείται από συντροφικά βόλια, εντεταλμένα από έναν μεγαλοϊδεατιστή και νάρκισσο έως χυδαιότητας αρχηγό, και δεν ήταν ο μόνος, στην γνωστή σκευωρία των ασυρμάτων, ο Χαράλαμπος Σουρούτσης, ο κουτσός δηλωσίας που του δίνεται η άδεια από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος να γίνει μοναχός στο Μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου, και κάτω από τα ράσα παρατηρεί όλη την ιστορία βάζοντας σκοπό ζωής να σώσει όσα κόκκαλα παιδιών από την ταξιαρχία αόπλων μπορεί, των ίδιων παιδιών που πάγωσαν σα νούφαρα κατά πως μας θυμίζει ο Π στο παράθεμα από Π. Ανταίο στην αρχή του βιβλίου, κι απασφαλίζει ένα βράδυ βλέποντας δυο χίτες να κλωτσούν σαν μπάλα το κρανίο ενός παιδιού, ο Αποστόλης Ουλιόπουλος, εφευρημένο παρανόμι για να τον αφήνουν ήσυχο αφού ήταν ανιψιός του Παντελή Πουλιόπουλου, που ακολούθησε έναν έρωτα και βρέθηκε στο βουνό για να δει αυτόν τον έρωτα να μαγαρίζεται από τον Αρχηγό, και σαν σαιξπηρικός ήρωας θα πεθάνει αυτοκτονώντας πάνω από το πτώμα της περίεργα δολοφονημένης αγαπημένης, η Σωτηρία που αποδρά, μαζί με τους εφιάλτες της για να ξεφύγει από έναν κακοποιητή πατέρα, ψάχνοντας για μια ‘Ελεύθερη Ελλάδα που δεν θα υπάρχει σεξισμός και κακοποίηση, που τα νιώθε βαθιά κι ας μην ήξερε να τα ονομάσει, βρίσκοντας εκεί τον δίδυμο εαυτό της στο πρόσωπο του αδερφού της Σωτήρη, του Σωτήρη που την προστατεύει ίσαμε το τέλος βρίσκοντας ο ίδιος τραγικό θάνατο, παίρνοντας η ίδια την απόφαση ενός επαναβαπτισμού, ο Αβραάμ Πολυχρονίδης, ο τραγικός Μεσοβουνιώτης που είδε το χωριό του να ξεκληρίζεται 2 φορές από τους Έλληνες γερμανοτσολιάδες γιατί θεωρούνταν προπύργιο κοινοτικών ιδεών που ενώ βρίσκει απάγκιο στη φύση και στα πλάσματά της θα αναγκαστεί για να θρέψει τους πεινασμένους να σκοτώσει άκακα πλάσματα, εργατικό δυναμικό δίχως φωνή, για ν’ αποδράσει στο τέλος με ένα από δαύτα, και τέλος ο Γιώργος Γεωργιάδης, ο Έλληνας αξιωματικός, ήρωας του Αλβανικού μετώπου που εντάχθηκε στον ΕΑΜ κα μετέπειτα, υπό το καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας των επιλεκτικά κατά του ολοκληρωτισμού και υπέρ της δημοκρατίας εκπροσώπων της βαθιάς δεξιάς στον τόπο μας, στον ΔΣΕ, και με τις λαμπρές του στρατιωτικές ικανότητες προσπάθησε ν αντισταθεί στις ανερμάτιστες επιλογές της ηγεσίας, για να βρει όπως κι ο Γιαννούλης, έναν θάνατο ακόμη πιο ατιμωτικό, έναν θάνατο που του στερησε την ίδια την διακήρυξη της ζωής του μέσα από την τελευταία φράση, έναν, όπως χαρακτηριστικά τον τιτλοδοτεί ο ΠΑΝΑΓΙΏΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΆΔΗΣ ‘πιο θάνατο΄.
Όμως δεν είναι μόνο οι προσωπικές ιστορίες όλων αυτών -μέσα από την τόσο λειτουργική λόγω της γλώσσας και στοιχείων λογοτεχνικού στρουκτουραλισμού όπως η συνεχής αναδρομή που επιλέγει ο Π- αντιπαραβολή των πολιτικών επιλογών με τα όνειρα τους για πιο ανθρώπινες στιγμές που κάνει το βιβλίο σπαρακτικά σημαντικό. Είναι και το ότι αυτές οι προσωπικές ιστορίες δεν χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθεί μία αντίθεση μεταξύ ατομικού και συλλογικού, αλλά για ν αναδειχθούν, ως κομμάτι ατομικού σπαραγμού, βαθύτατα πολιτικές πλευρές του συλλογικού που συνήθως αφήνονται απέξω από τα κυρίαρχες πολιτικές λογικές και τις αφηγήσεις που τις συνοδεύουν. Κι ο επιλεγμένος τίτλος Ολοκαυτώματα στην ιστορία του Πολυχρονίδη είναι εξόχως δηλωτικός! Αυτές οι πολύπλοκες δυναμικές κάτω από τις ιστορίες, αυτός ο σπαραγμός για τ’ ανθρώπινα που αναζητά έναν δικαιότερο κόσμο, παίρνει την μορφή του σεξισμού, της ομοφοβίας, της φιλοζωίας, της ηγεμονίας, των πολλαπλών από παντού χειραγωγήσεων, του συχωροχαρτιού που ως καθολικισμός απένειμε εκ των υστέρων το κόμμα περισσότερο για να αυτοδικαιωθεί κι όχι να δικαιώσει, όπως νικητές και ηττημένοι ετεροκαθορίζονται από τις κυρίαρχες λογικές κα τον ανθρωπολογικό τύπο που αναπαράγουν, που θίγει διακριτικά μα τόσο ευδιάκριτα ο Π. Κι όλα αυτά όχι συναισθηματικά, αλλά βαθιά πολιτικά ειδωμένα, ψηφίδες σ’ έναν αγώνα ευρύτερο που δεν μπορεί να τα προσπεράσει, όχι τουλάχιστον δίχως να αυτοπροδοθεί, καμβάς για ν’ αναδειχθούν ευρύτερα λάθη πολιτικής λάθη στρατηγικής, λάθη κοσμοαντίληψης, καθώς το Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου, αντηχεί ως καμβάς μιας προδομένης γενιάς άοπλων γενικότερα που βαδίζουν πάνω στο χιόνι, στερούμενων όχι μόνο ευκαιριών ζωής μα και πολιτιστικού κεφαλαίου να κοιτάξουν τον κόσμο και να τον δουν (που δεν είναι ποτέ το ίδιο για να μνημονεύσουμε τον ιερέα της αναπαράστασης Γκοντάρ) για να τον δουν και να επενεργήσουν πάνω του, για να επενεργήσουν πάνω του απελευθερωτικά για το εγώ και το εμείς, για το εμείς και οι άλλοι, στοίχημα μεγαλεπίβολο, διαρκώς ηττημένο, κι όμως ποτέ ηττημένο.
Δεν ξέρω από που εμπνεύστηκε ο Π όχι το θέμα, μα τούτη την ιδιαίτερη αφή στο πρόσωπο της ματωμένης ιστορίας. Δεν ξέρω πόσο μάτωσαν τα χέρια του από τα μπηγμένα στο πρόσωπο της γυαλιά. «Πρωτανέβηκα στη Βράχα και στην τριγύρω περιοχή το 2009. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς έψαχνα να βρω, ούτε και ξέρω τι ήθελα να κάνω – όλα ήταν ακόμη ασχημάτιστα εντός μου. Το μόνο για το οποίο μπορώ να δηλώσω βέβαιος είναι η φράση του Ανταίου για τα παιδιά της Κάρλας («…παγώσαν τα παιδιά σαν νούφαρα και έμειναν στη λίμνη Κάρλα», Στέλιος Κούλογλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005), που βούρλιζε από μια τετραετία πριν το μυαλό μου, έγραψε ο ίδιος.
Το ’62 που αποξηράνανε την Κάρλα ήταν εκεί, γράφει για τον Κώστα που γνώρισε, τον Κώστα που κάθε πρωί άνοιγε το μπακάλικο, έψηνε τον καφέ, έβγαινε στο έξω τραπεζάκι, καλημέριζε τον φίλο που σκοτώθηκε στην πλατεία, χαμήλωνε τη φωνή και κατέβαζε τα μάτια όταν εξιστορούσε σε κάτι περίεργους σαν και του λόγου μου τους αγώνες, τις φυλακίσεις και τις εξορίες του, τον Κώστα που, τον πήραν μεροκάματο στα εγγειοβελτιωτικά έργα. Ανάμεσα στις λάσπες και τις κομμένες καλαμιές βρήκαν και κάποιους σκελετούς. Οι λοιποί των συνεργείων νόμισαν ότι είναι από βουτηχτές ή από ψαράδες της λίμνης. Εκείνο το βράδυ μού είπε ότι κατέβασε πέντε ποτήρια τσίπουρο για να κοιμηθεί. Εγώ απ’ την πλευρά μου έγραψα ένα βιβλίο. Πρόσθεσε.
Λοιπόν; Τι μένει ως παρακαταθήκη σε μας σε εποχές όπου ο ιστορικός αναθεωρητισμός συχνά δήθεν χρησιμοποιεί το πρόσωπο του ανθρώπου για ν’ αλώσει, και ν’ αλλοιώσει, την συλλογική του ιστορία; Ή που από την άλλη παραδοσιακές πολιτικές αφηγήσεις συνιστούν κατ’ εξοχήν τόπο προβολής βολικών μύθων, απλουστευτικών σχημάτων και μιας θεώρησης που, αντί να συζητά για πραγματικούς ανθρώπους, αναζητεί δαίμονες ή ήρωες;
Η ερώτηση εάν ο κοινωνικός ή πολιτικός νόμος μεμονωμένα είναι πηγή αξίας και νοήματος ή εάν πρέπει να συνδεθεί σε ένα μεγάλο πολιτιστικό ή φιλοσοφικό ή κοινωνικό-επιστημονικό πλαίσιο για να του δώσει αξία και νόημα, μέσα στη διαρκή μεταβλητότητα του, απασχόλησε κι άλλοτε τους θεωρητικούς και τους συγγραφείς. Στ’ απόνερα του 60, το λογοτεχνικό και πολιτικό κίνημα για το δίκαιο στη Λογοτεχνία (με ακαδημαϊκά βιβλία όπως το The Legal Imagination του James Boyd White (1973), αποπειρώμενο να απαντήσει σε αυτό, ονόμασε την γραφή όχι κάτοχο αλλά επιδιαιτητή του νοήματος. Αφού η ενεργητική υπεράσπιση της αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου είναι ένα μείζον θέμα που στο βάθος θέτει παντοτινά την ίδια ερώτηση. Τι είδους άνθρωποι είμαστε, σε τι κόσμο θέλουμε τα παιδιά μας να ζήσουν. Ακόμη κι αν αφορά ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε ποτέ. Κι εδώ το βιβλίο του ΠΑΝΑΓΙΏΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΆΔΗΣ κάνει μια ειλικρινή τομή στην λογοτεχνία του εμφυλίου. Κι όμως! «Κάθε αρχή δεν επιβεβαιώνει μόνο, αλλά ταυτόχρονα ακυρώνει την έννοια του προσωρινού και αποδεικνύει τη συνέχεια και όχι την ασυνέχεια», έγραψε η Άρεντ Χ μιλώντας (και) για την συνεχή ασυνέχεια μεταξύ ημών κι εκείνων, ίδιοι άνθρωποι σε εποχές άλλες.
Ο Pierre Nora, θυμίζαμε σ’ ένα άρθρο για το Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου, έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο τρόπος που οι κοινωνίες «θυμούνται» και η παραγωγή πλήθος μνημονικών τόπων τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι άσχετος με την υποχώρηση της ζωντανής, προφορικής μνήμης μιας κοινωνίας στην οποία ο μόνος συλλογικός κανόνας είναι η αποξένωση, αφού οι ισχυρές συλλογικότητες υποχωρούν και οι «μεγάλες αφηγήσεις» τους αμφισβητούνται. Η συρρίκνωση των ψυχικών και ηθικών περιβαλλόντων μνήμης έχει δημιουργήσει (και έχει δημιουργηθεί από) την ανάγκη για κοινωνικά υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, που θα μπορούν να επαναδιαπραγματευτούν τις πολιτιστικές και πολιτικές μας/τους ταυτοτήτων στο παρόν. Αλλά αυτή η επαναδιαπραγμάτευση δεν ήταν ποτέ ομοιογενής, και πολύ συχνά μπορούσε να αποτελεί αντίδραση στην αποσιώπηση που οι ισχυρές συλλογικότητες επέβαλλαν, που για τις μειονότητες στο εσωτερικό της βιώνονταν ως «το κενό στην ταυτότητα» (Κ. Μπάδα, Ευ. Ματσούκη, Προσεγγίσεις στην Υλική Μνήμη και στους Μνημονικούς Τόπους).
Ίσως η προσπάθεια του Π. Χατζημωϋσιάδης να είναι αυτή ακριβώς. Να δημιουργήσει έναν άυλο μνημονικό τόπο για τον εμφύλιο δίνοντας φωνή σ αυτούς που στερήθηκαν την φωνή τους. Σε έναν κόσμο όπου «το μυαλό μας είναι ήδη απεικασμένο από ένα πλαίσιο συμπερασμάτων, τυπικών σχημάτων και εμπειρικών αντικειμένων» (Connerton, P.1989, σελ.6) να δημιουργήσει, ή να συμβάλει, σε «ιδιοκτησιακή μεταβολή» του «κατάλληλου» κοινωνικοπολιτικού κεφαλαίου που έχει επενδυθεί, μέσα και από την γραφή, για τον Εμφύλιο. Σε μία αρθρωμένη δομή με μία δεσπόζουσα εκδοχή και με μετατιθέμενο, ανάλογα με τις συνθήκες, κέντρο, όπου η αφήγηση και η μνήμη παίζουν το ρόλο του «φύλακα της κοινωνικής διαλογής», αφού μόνο με την κατοχή της δικής τους σημειολογίας μπορούσες να ανελιχθείς (Fairclough, N., 1992), ο Χατζημωυσιάδης ούτε για μια στιγμή δεν χάνει τον στόχο του, έγραψε ο Μ. Φάις. Βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο της ιστορικής δίνης, τον άνθρωπο εν πολέμω και το πεπρωμένο του.
‘Κάποιοι έπρεπε να σωθούν και κάτι έπρεπε να μείνει απ’ όλη αυτήν την πορεία εκτός απ’ τις πατημασιές κι από τα πτώματα που αφήνανε στο χιόνι…’ γράφει.
Κι απαντά, μέσω της γραφής του όπως ο ήρωας του. ‘δεν ήταν μόνο ζήτημα στρατιωτικής τιμής. Πρωτίστως δεν άντεχε να γυρίσει την πλάτη σε όλα αυτά τα μαυρισμένα μάτια, τα καμπουριασμένα κορμιά, τα ξυλιασμένα πόδια, που τόσα χρόνια συντρόφευε σε βουνά και πεδιάδες, σε πόλεις και χωριά.
Κι όμως φίλε Παναγιώτη, οι πατημασιές στο χιόνι χάνονται αλλά αν το χνάρι τους είναι βαθύ, αν το όνειρο για έναν έστω και λίγο καλύτερο κόσμο εμμένει, αν τον σπαραγμό δεν τον χρησιμοποιούμε για ν’ αποτραβηχτούμε, αλλά για να προσπαθήσουμε ξανά με -είθε!- περισσότερη γνώση και λιγότερη αλαζονεία και πιο τιθασευμένο ναρκισσισμό, τότε το ίδιο χιόνι δεν σκεπάζει μονάχα, επίσης διατηρεί. Κι όποτε το χιόνι των Αγράφων ξεπαγώσει, μέρος της ραχοκοκαλιάς αυτής της γης, η πορεία των αόπλων θ’ αποκαλύπτει τα χνάρια της, σε μας, και στα παιδιά μας. Γιατί απ’ όλους αυτούς τους ήρωες και τις ηρωίδες που ανά τους αιώνες προσπάθησαν, γητεμένοι και γητευτές, δεν έχει σημασία τι χάνεται (έτσι κι αλλιώς χαμένο μέσα στη βεβαιότητα του θανάτου μας), αλλά τι διασώζεται. Έστω και με όνειρα από ουρανό και φτερά από χώμα.