You are currently viewing Ελένη Καρασαββίδου: Παναγιώτης Ι. Ηλιόπουλος, Ετερόλεκτον, Ιωλκός, Αθήνα 2023

Ελένη Καρασαββίδου: Παναγιώτης Ι. Ηλιόπουλος, Ετερόλεκτον, Ιωλκός, Αθήνα 2023

 Ζητώ μες στη φωτιά φωτιά να γίνω

Μέσα στον άνεμο άνεμος

Μες στο νερό νερό σα να κυλώ

Και μες στις λέξεις τις μικρές

Ένας τεράστιος γίγαντας μικρός

Σαν απ’ τον ήλιο το δεξί του μπράτσο

 

 

Ο Terry Eagleton, στο βιβλίο του ‘Πώς να διαβάσουμε ένα ποίημα’ αναφέρεται στα ποιήματα ως ηθικούς, με την ευρεία έννοια, καταγραφείς της ανθρώπινης εμπειρίας, ως «επινοημένες ηθικές -σ.σ. όχι ηθικολογικές- προτάσεις που αναζητούν και αναδεικνύουν την σχέση μας με τα πράγματα, που κρυπτογραφούν όσα επενδύουμε σε αυτήν, και συνομιλούν  με όσα την καθορίζουν». Αυτή η αντίληψη της ποίησης είναι πολύ κοντά στην έννοια της φιλοσοφίας που ασχολείται με το όλον ενώ αναζητά το ‘ένα’. Και, γι’ αυτό, και το αντίστροφο.

Και είναι και πολύ κοντά στην ποίηση του Ηλιόπουλου, όπως παρουσιάζεται στο πόνημά του ‘Ετερόλεκτον’ (εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 2023), που αποτελεί την τελευταία ποιητική κατάθεσή του.

Ο Ηλιόπουλος δίνει σύντομα στίγμα αυτής της αναζήτησης, κι αποκαλύπτει το κέντρο βάρους της: Αρχίζει η φύση ν’ αναπνέει στη θέση μου, γράφει στη σελ. 9. Το σώμα, ο εαυτός, η μονάδα, που ταυτίζεται με το όλον κι όλα τα πράγματα που το όλον περιλαμβάνει, η παράδοση ή εκχώρηση της βιολογικής λειτουργίας του ενός στην φύση που τον έπλασε και τον περιλαμβάνει, είναι βασική αναφορά στη γραφή του. Κι αυτό δε μοιάζει τυχαίο για έναν εμβριθή μελετητή της φιλοσοφίας.

Από τα πρώτα βήματα της η φιλοσοφία, μέσα από διαφορετικές σχολές και προσεγγίσεις, από τους Ίωνες ακόμα και τους προσωκρατικούς εντός τους, προσπάθησε να ορίσει τον άνθρωπο σε σχέση με την φύση, ή την φύση σε σχέση με τον άνθρωπο. Αλλά όσο κι αν άλλαζε η αρχή, το αποτέλεσμα έμενε ίδιο: να αντιμετωπίσει, ή να μετατρέψει, τις ανάγκες μας σε αξίες.

Ο Ηλιόπουλος, στην αμέσως επόμενη σελίδα, ορίζει την ανάγκη και πάλι σε σχέση με την φύση: Ζητώ μες στη φωτιά φωτιά να γίνω./Μέσα στον άνεμο άνεμος/Μες στο νερό νερό σα να κυλώ, φτάνοντας στο ‘επίχειρο’, στο πρόταγμα της φιλοσοφίας, στην πρώτη της σπορά στη λέξη: Και μες στις λέξεις τις μικρές/Ένας τεράστιος γίγαντας μικρός/Σαν απ’ τον ήλιο το δεξί του μπράτσο.

Τα νεότερα χρόνια, με βάση την παλιά σπορά και τις νέες της περιπλανήσεις, στον ρομαντισμό γενικότερα και στη γερμανική του παράδοση ειδικότερα, η Φιλοσοφία της Φύσης επέμεινε σε προσπάθεια επίτευξης μιας αμοιβαίας επωφελούς ενότητας φύσης και πνεύματος, θεωρώντας τον φυσικό κόσμο, τον απόγονο των θεών κατά τον  Ησίοδο, ή θεού κεντημένου στις φλέβες του σύμφωνα με τον ποιητή (σελ. 44) ως ένα είδος γιγαντιαίου οργανισμού, ενός οργανισμού που θα μπορούσε, π.χ. να αναπνέει και να ανασάνουμε μαζί του κι εμείς.

Ο Ηλιόπουλος, (λες και μόνο δίπλα στη θάλασσα, που την ορίζει ως τον τόπο που γεννήθηκε, γεμάτος από την ύπαρξη κι όμως την αναζήτηση του μπλε που διατρέχει σαν αίμα και μύχιο μονοπάτι ταυτόχρονα την συλλογή του), μπορεί να βρει αυτήν την ανάσα. Να ορίσει την μοναξιά, να ορίσει και την ελπίδα του.  Θυμίζει εδώ τον Ζήνωνα, αυτόν που πίστευε στην μεταβολή της ύλης και στην διατήρηση του πνεύματος που τη συνέχει, στη λειτουργία του πέρα και μέσα από την μεταβολή, που διασφαλίζει την ενότητά του κόσμου και  κάνει τα όντα και τα πράγματα συγγενικά, τα κάνει ένα. Το σταυροδρόμι πάλι πάνω στο οποίο συναντιούνται η ποίηση με την φιλοσοφία.

Ο ποιητής διασχίζει αυτό το σταυροδρόμι με την αίσθηση μιας ουσιαστικής μοναξιάς: Έβρεξα τα χείλη μου στις πληγές από τα όνειρα που κάνουμε μονάχοι, γράφει στη σελ. 16, σε έναν στίχο που υπενθυμίζει την οπή-πληγή που ποτέ δεν κλείνει, αυτήν που θωπεύει ο στοχασμός, από την ‘Φαίδρα’ του Ρίτσου. Θα μπορούσε να υπάρξει μονάχα η αίσθηση πως η μοναχικότητα αυτή αφορά αποκλειστικά τις των ανθρώπων σχέσεις, γρήγορα όμως φαίνεται πως είναι πλατύτερη και υπαρξιακή, όπως σε στιγμές της υψιπετούς ποίησης.

Κι ίσως στο κάτω κάτω η μαγεία είναι ότι δεν υπάρχει μια ξεχωριστή μαγεία σε  ό,τι υπάρχει, αλλά κι αυτά που υπάρχουν -έτσι μαγικά- δεν είναι δυσβάσταχτα, γράφει παρακάτω, συνδέοντας την γραφή του με την φιλοσοφία κατά της απομάγευσης. Για φιλοσόφους όπως ο Weber, η απομάκρυνση των επιστημών από το «ολιστικό» αρχαιοελληνικό πνεύμα, και κατά συνέπεια και από τον ‘συμπαντικό αναγεννησιακό άνθρωπο’, δημιούργησε το είδος του κοινωνικού υποκειμένου που ενώ κουράζεται από την ζωή, ποτέ δεν την χορταίνει. Αυτή η απώλεια νοήματος που συνδέθηκε με την θρησκευτική αρνησικοσμία, με την μετατροπή των επιστημών σε νέα θρησκευτικά δόγματα, όμοια με τις θρησκευτικές εκκοσμικεύσεις στον χώρο των πολιτικών ιδεολογιών, μας έχει στερήσει ως βίωμα τον «αγρότη που μπορούσε να πεθάνει ικανοποιημένος από τη ζωή» όπως ο Αβραάμ, συνδεόμενος με έναν βαθύτερο βιολογικό και κοσμικό συνδεόμενος με έναν βαθύτερο βιολογικό και κοσμικό κύκλο. Κι ως project, έχει εκδιώξει τις «μαγικές» δυνάμεις από τον κόσμο, κατά πώς το έχει θέσει ο  Gauchet , μιλώντας για την αμιγή θρησκεία που βρίσκεται στις απαρχές, και αντιμετωπίζοντας τις «µεγάλες θρησκείες» ως μια «σειρά από στάδια αμφισβήτησης του θρησκευτικού κατά την απαρκτική του καθαρότητα»[1].

Όμως (και) η ποίηση, όμοια με εναλλακτικές που αρνούνται να πεθάνουν, βάζει στην τσόχα το χαρτί ενός άλλου φαντασιακού, αρνούμενη να λογοκρίνει το εύρος της εμπειρίας. Κι αυτή η διάσταση του φανταστικού δημιουργεί μονοπάτια που συνομιλούν με τις εξελίξεις, σε καιρούς που νιώθουμε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της βούλησης μας π.χ., δηλαδή η τεχνολογία, είναι αυτή που μας την στερεί.

«Σε όποιον αδυνατεί να υπομείνει γενναία τη μοίρα της εποχής μας, πρέπει να ζητηθεί να γυρίσει σιωπηλά, απλά και απέριττα, στην αγκαλιά που ανοίγουν διάπλατα και σπλαχνικά οι παλιές εκκλησίες· αυτές δεν πρόκειται να δυσκολέψουν την επιστροφή του. Θα πρέπει όμως αναπόφευκτα να προσφέρει ως αντίτιμο τη θυσία του λογικού του»[2], συνεισέφερε ο Weber, κι ο ποιητής που γεννήθηκε δίπλα στη θάλασσα συμπληρώνει, σε έναν στίχο πάλι με διακειμενικές επιρροές, πως κυνήγησα όλα / τα χαμένα πλοία/ως τον θόρυβο /της σιωπής τους, μιλώντας για την απόκρυφη φωνή των συναιρούμενων εν τη αντίθεση, με την αθέατη πλευρά που είναι πάντα απειλή κι ελπίδα. Όπως η θάλασσα.

Σαν τη φλούδα του δέντρου μένει η ψυχή σου να περισσεύει γράφει στη σελ. 32, φλούδα που δεν αξιολογεί, δεν κοιτά στ’ αλήθεια δηλαδή, κανείς, σε έναν κόσμο όπου  μια φωτιά αχόρταγη, καίει όχι μόνο το δάσος αλλά που  έκαιγε τα ύδατα  (σελ. 25) σε έναν στίχο που θυμίζει ως μεταφυσική αναφορά και Εκκλησιαστή και Ησαΐα. Άλλωστε, Αν πλέξεις κάπου εδώ τα χέρια σου/στέφανα, θα βλέπεις το Επιφανές/κατάπληκτο ν’ ακολουθεί/τις νύχτες του χειμώνα, γράφει στη σελ. 59.

Η ποίηση αυτή, άνιση κάποτε αλλά πάντοτε γενναία, διακρίνει την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού και αντιμετώπισης των ουσιαστικών αναγκών του ανθρώπου μέσα από την δημιουργία μιας νέας αισθαντικότητας. Η έννοια της επανάστασης συνδέεται με την μεταλλαγή της ανθρώπινης ουσίας. Κι αυτό αφορά και το υψιπετές ‘μπρος στη θάλασσα’ και το καθημερινό βίωμα μας, σε διαρκή άλλωστε συνομιλία. Όταν συζητάμε σαν μικροπραγματευτάδες μικροεγωϊστές/Σπρώχνουμε τα καρότσια μας μες απ’ τον ίδιον στενό δρόμο, όπως επισημαίνει στη σελ. 51.

Σε έναν κόσμο που η τέχνη έγινε τεχνική -κάθε τέχνη, όπως η τέχνη του διαλέγεσθαι, η τέχνη του ζην, η τέχνη του γράφειν-, ο Ηλιόπουλος προσπαθεί να  γνωρίσει, και να συστήσει κι εμάς, ‘βουστροφηδόν’ τον κόσμο:  Πώς θα μπορεί το μάρμαρο να λιώσει την τόση λύπη -απίστευτο θα ήταν (σελ. 27).

Αυτό που του μένει κυρίως ανά χείρας, αυτό που διαχέει στο χαρτί, είναι το μπλε, η θάλασσα, που εισχωρεί στην έκπληκτη ξηρά μας για να μας βρέξει με μια ξεχασμένη σοφία αιώνων, και τον πόνο που την συνοδεύει πάντοτε,: Σώμα της άμμου ξαφνιασμένο, πετώντας τα υγρά σου σεντόνια γράφει (σελ. 44).

Ίσως, εάν ο άνθρωπος μετασχηματιστεί ως προς την συνείδηση και τις αισθήσεις του, θα είναι σε θέση να ανατρέψει την πραγματικότητα και να δημιουργήσει μια νέα φύση και μέσω αυτής να αποπειραθεί να αλλάξει και την κοινωνία, είναι σα να μας λέει, προσκαλώντας και το θείο σε αυτήν την προσπάθεια, ή όπως γράψαμε στην αρχή θεέ[3] μου κεντημένε στις φλέβες μου (σελ. 44).

Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, κατά τον ποιητή, όπως υπαινίσσεται κατά την γνώμη μας στη σελ. 72, δίχως να παραδοθείς και να παραδώσεις, μικρός γίγαντας και μεγάλος νάνος, ό,τι ρητό και άρρητο σε συνέχει σε ό,τι καταλύει τα όρια, τα ορθολογικά σύνορα, τα βολικά νησιά: στο μυστικό κέλυφος του κόσμου, την θάλασσα.

 

Ελένη Καρασαββίδου

 

Ο Π. Ηλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει διδάξει σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια και έχει δώσει δεκάδες διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει βραβευτεί για την ερευνητική του προσφορά από το National Dragomanov University του Κιέβου το 2019 και έχει λάβει το βραβείο Π. Οικονόμου, το 2021, από την Ακαδημία Αθηνών. Είναι μέλος, ανάμεσα σε άλλα,  του Δ.Σ. του Κέντρου Ελληνικού Γλώσσας, και διδάσκει, στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Π. Ιωαννίνων.
[1] Η απομάγευση του κόσμου. Μια πολιτική ιστορία της θρησκείας, μτφρσ. Άντα Κλαμπατσέα, Αθήνα: Πατάκης, 2021
[2] M. Weber, Η Επιστήμη ως Επάγγελμα, μετφρσ.  Ι. Συκουτρής. Αθήνα, Παπαζήσης, 2022,
Και η προσέγγιση του Μ. Ζαχαράκη, στο https://cognoscoteam.gr/archives/29423
[3] Έχει διατηρηθεί η όχι τυχαία ορθογραφία του ποιητή.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.