«Το Παρελθόν είναι μία ξένη χώρα… Κάνουν διαφορετικά τα πράγματα εκεί». Η αθάνατη πρώτη φράση του βιβλίου the Go-Between του L. P. Hartley συμπυκνώνει με λαχτάρα τα προβλήματα που είναι εγγενή στη μνήμη και την ιστορία. Μακρινές, άυλες, αναξιόπιστες, χαμένες, οι ιστορίες μας, σε επίπεδο προσωπικού και συλλογικού, στην καλύτερη περίπτωση μισο-μνημονεύονται και στη χειρότερη παραποιούνται ενεργά, υπηρετώντας την ανάγκη είτε να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία και τις αφηγήσεις της, είτε να ωραιοποιήσουν απολίτικα την ατομικότητά μας όταν μιμείται τις πρακτικές της κυριαρχίας. Κι αυτό στην ιστορία έχει συμβεί συχνά.
Μονάχα η Ποίηση κι ο Έρως, «ποιος θα μας κανακέψει δεξιότεχνα» όπως γράφει ο ποιητής Τάσος Μακράτος, που συμπυκνώνουν και όμως μεγεθύνουν ταυτόχρονα τον Χρόνο και την Δημιουργία, ‘όμορφο καψατερό συνεχές και μόνιμο και θαλερό υποτιθέμενο’ το καθένα όπως προσθέτει, θέτουν μέσα από έννοιες βιβλικές όπως η Kavanah, δλδ η «πρόθεσης» και η teshuvah, δλδ η «επιστροφή» (γιατί δεν είναι τυχαίο ότι ο Μακράτος αρχίζει κάθε ποίημα της συλλογής με μια ευαγγελική ή βιβλική φράση) το αίτημα μιας εύθραυστης αιωνιότητας.
Δεν είναι, βέβαια, η 1η ποιητική κατάθεση του Μακράτου. Είναι ίσως όμως η πλέον ιδιαίτερη, αποδεχόμενη ως κεντρική ιδέα πως «ο έρως σαν ορμή προς το απόλυτο, είναι και ορμή προς το αιώνιο», όπως η επηρεασμένη από τον φρουδισμό φιλοσοφία του μεσοπολέμου είχε υποστηρίξει. «Θέλομε να έχουμε δικό μας αιώνια τον άλλο, γι’ αυτό θέλουμε και τον εαυτό μας αιώνιο». Έγραψε ο Δ. Καπετανάκης εκείνη την εποχή.
Κι ο Μακράτος, προσθέτει σε μία από τις δυνατότερες ρίμες της ανά χείρας συλλογής «κι ο χρόνος εύθραυστος, εζήλευε τη μονιμότητα μας» ανατρέποντας τον «Αιώνιο» για την τραγικά προσωρινή ανθρώπινη κατάθεση μας. Είναι η εμμονικότητα αυτού του προσωρινού που συμβάλει στην τραγικότητα και στο μεγαλείο των ωρών μας είναι σα να ψιθυρίζει, είναι η ποίηση κι ο έρωτας, σύμβολα της παραβιασμένης φύσης μας που μπορεί να εγερθούν κάθε στιγμή για να πάρουν την εκδίκησή μας απέναντι σε θανάτους κάθε είδους, όπως ‘γυμνά και ατελεύτητα, καθώς γράφει, έτοιμα να πουν για τον κόσμο την αλήθεια’, μας καθιστούν -και παραθέτω Μακράτο και πάλι- ‘υπάρχοντες αειφίλιοι των θηριωδών καιρών μας’.
Ο Μακράτος δημιουργεί, έτσι, μια συλλογή που είχαμε χρόνια να δούμε έτσι φιλοσοφικά διατυπωμένη, μια ποίηση υπαγμένη στο λογοτεχνικό ρεύμα του fin amors που εμφανίσθηκε από τους Προβηγκιανούς ποιητές σε εποχής γενίκευσης της βαρβαρότητας πάλι καθώς ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας βάδιζε κυρίως σκοτεινός παρά κάποιες πτυχές φωτός του, όπως και σήμερα στην Ευρώπη.
Όπως μας θυμίζει ο Νάσος Θεοδωρίδης, η ανάδυση της ιδέας του έρωτα συντελέστηκε στην Ευρώπη προς το τέλος του 12ου αιώνα όταν οι τροβαδούροι τραγουδούσαν το απέραντο πάθος τους για μία απρόσιτη αγαπημένη. Σύμφωνα με τον Octavio Paz ο “έρωτας” υπήρξε δημιούργημα μιας ομάδας ποιητών στο πλαίσιο της φεουδαλικής αριστοκρατίας του γαλλικού νότου την εξίσου περίεργη περίεργη με την δική μας εκείνη εποχή.
Οι Προβηγκιανοί ποιητές χρησιμοποίησαν την έκφραση Fin ‘amors (που σημαίνει έρωτας εκλεπτυσμένος, εξαγνισμένο) και αντιστρέφοντας την παραδοσιακή σχέση των φύλων, ονόμαζαν τις αγαπημένες τους midons (από το meus dominus -κύριέ μου) δηλαδή κυρίαρχη, πλανεύτρα της καρδιάς, του νου και του κορμιού μου. Ο τελικός σκοπός του Fin ‘amors, η ευτυχία, προέκυπτε από την ένωση της ηδονής και της ενατένισης του υλικού και του πνευματικού κόσμου, κάτι που είναι έντονα παρόν στην φιλοσοφική διάσταση της συλλογής του Τάσου Μακράτου. Και ο Octavio Paz, τιμώντας με κοινωνική και πολιτική ευαισθησία εκείνη την κατάθεση εν μεσω της γενικευμένης βαρβαρότητας, αντιμετωπίζει τον ιπποτικό-ρομαντικό έρωτα ως τρόπο ζωής, ως μια τέχνη του ζην και του θνήσκειν, ως προνόμιο «αυτών που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει αριστοκρατία της καρδιάς». Η αντίληψη αυτή του έρωτα ως αφήγησης, απαιτούσε βέβαια χρόνο και σταθερότητα. Κι αν δεν υπήρχε έπρεπε να εφευρεθεί. Και εφευρέθηκε μέσα από την λογοτεχνία, «Ασε τις λέξεις σου ελεύθερες, ανάμεσα μας, να λαβωθούμε από το φως και τη διάρκεια τους», του λέει η ονομασμένη με πλήθος συμβολικών ονομάτων, η μελέτη των οποίων και η πυκνότητα των μυθολογικών σηματοδοτήσεων και πολιτιστικών νοημάτων που κυοφορούν θα αποτελούσε μια παρουσίαση από μόνη της, Μούσα του ως ‘πολυτέκνα’ καθώς την περιγράφει, (ονομασμένη εδώ ως Αμφιτρίτη, κι αλλού ως Αμφιλοχία, Αστερόπη Ηβη, Αστάρτη, Βερενίκη, Ερωφίλη ή Νιρίτ) στη σελ. 12 της συλλογής.
Κι ο Μακράτος αυτό ακριβώς καταγράφει και συνεισφέρει στην ποιητική γραφή της τωρινής Ελλάδας. Θέτει το ανέστιο που βρίσκει σπίτι, το ανείπωτο που γίνεται φωνή, το ατελές που εξεγείρεται για να αγγίξει την τελειότητα, το προσωρινό που τολμά να μιμηθεί την αιωνιότητα. Κι αυτό δεν γίνεται δίχως το σώμα, αυτό που -βαθιά σημαδεμένο και χειραγωγημένο κι όμως διαρκώς παρόν κι ελπιδοφόρο, θυμάται πρώτο και ξεχνά τελευταίο: «πεινούσαμε παρόλα τα φωνήεντα και τα σύμφωνά μας, κορμιά ‘γυμνά και ατελεύτητα’, γράφει -κορμιά πάντως μοιρασμένα προσθέτω- έτοιμα να πουν για τον κόσμο την αλήθεια’.
Βέβαια, στη φιλοσοφία του έρωτα και των σχέσεων, μέσα σε ερμηνείες αενάως δραπετεύουσες όπως καταθέτει στη σελ. 23 ο ποιητής, μετά την θανάτωση του Θεού και την εσωτερίκευση του Θανάτου, ο νεωτερικός ανεκπλήρωτος έρωτας εμφανίζεται ως η ετερονομία της σχέσης. Σαν ουσιωδώς ανεκπλήρωτη, ισχύει μόνο στο βαθμό που δεν εκπληρώνεται, σαν πόθος εκπλήρωσης του απρόσιτου, δηλαδή του αιώνιου, του ποθητού, του ταυτόχρονα βεβαρημένου. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως ο Μακράτος αναρωτιέται κάπου «πόσο σκοπεύεις τις προστακτικές να ελευθερώσουμε;»
Όμως, Δεσποτικοί κι Απόλυτοι ο Έρωτας κι ο Χρόνος, για να θυμίσουμε την Αιμιλιάνα Καφαντάρη, συναποτελούν τα μέγιστα σημάδια του περάσματος, κατά τον Βάλτερ Πούχνερ. Ενός εύθραυστου περάσματος καθώς το γιγαντιαίο ρολόι τρέχει, που μπορεί, εάν η συγκυρία είναι ευτυχής, να τα μετατρέψει και τα δυο σε Αγάπη. Αφού, τελικά, μόνο ο Χρόνος, αυτός που αιμοσταγής απέναντι σε κάθε είδους προσωρινό, θεωρείται πως θα την σβήσει, αναγνωρίζει την σημαντικότητά της. Στον σημαντικό μύθο του Μάνου Χατζιδάκι, αυτό λέγεται: “Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.
Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα» Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.
Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»;
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».
Η εποχή μας -η νεωτερική και υστερο-νεωτερικη εποχή- είναι βαθιά σημαδεμένη από την ιδέα -που μετατρέπεται συχνά στο ρεύμα της υλικής, σωματικής και συναισθηματικής κατανάλωσης σε ιδεοληψία- του έρωτα ως μιας αφήγησης που καλείται να δώσει νόημα στη ζωή του καθενός μας.
Αλλά όταν αυτός ντύνεται με ουσιαστική φιλοσοφία, όταν ‘το άρρητο παρόν μας μιλάει ποιητικά για τους συνταξιδιώτες μας στην πορεία της υπέρβασης, όπως για την τόλμη των ανατροπών και τις συνέπειες τους, /../ τη σύμπλευση των σωμάτων με το καθημερινό και το αιώνιο», όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο της γοητευτικής συλλογή, δηλαδή για την Ποίηση στην πιο ουσιώδη, στην πιο πυκνή και πρωτογενή της μορφή, τότε το ‘έλα να μεγαλώσουμε το φως του κόσμου» που γράφει ο Τάσος Μακράτος στην σελίδα 26, βρίσκει το πλέριο της νόημα. Και μας παίρνει μαζί της, (για να χρησιμοποιήσω 2 τίτλους της συλλογής) μέσα από ‘Λέξεις Ανυπάκουες’ σε Καράβια Δυσεύρετα, για να γευτούμε «την ασυλία της θάλασσας. Το μόνο αντάξιο μας Ταξίδι.