Η μητέρα του ήταν Εβραία κι ο πατέρας του Παλαιστίνιος-Χριστιανός. Τον λέγαν Mer Khamis. Στα κατεβάσματα μας στο Ισραήλ, τον γνωρίσαμε κι ως “Juliano”, ψευδώνυμο ίσως κερδισμένο λόγω της εξωτερικής καλλονής του.
Σαν ποίημα η ζωή του. Δυο πόδια, δυο πλευρές, δυο πόνοι. Μία γη. Η γη της Βίβλου που τον γέννησε. Τα χώματα της Ναζαρέτ…Κι ένα «Δίκιο». Το ήξερε και δεν δίστασε να το «σηκώσει στον ώμο». Ακολουθώντας την πορεία ζωής της μητέρας του, της Άρνα, μιας Εβραίας που δεν έπαψε ποτέ να παλεύει για τα δικαιώματα των Παλαιστίνιων συμπολιτών της.
Έγινε ηθοποιός για να μπορεί να αντανακλά σε μυριάδες αντικατοπτρισμούς τα θραύσματα του ίδιου πόνου που περιφέρεται, τυφλός μάντης, αιώνες πάνω στη γη, για να «διαπράττει» την ανόσια για κάθε εξουσία μεταφορά του «ένα βήμα μπροστά κι έξω απ’ τα σύνορα της ομάδας», μονίμως «πίσω» από δάκρυα και γέλια, πίσω από ονόματα και προσωπεία. Πίσω από λέξεις και σιωπές. «Συμπαντικός» με την έννοια του Ευριπίδη.
Ο Khamis ήξερε πως -παιδί «διττό» και παιδί «μόνο»- είχε να “διαπραγματευτεί” με το πιο σκληρό συλλογικό φαντασιακό ίσως του πλανήτη και να επανεφεύρει μια ταυτότητα μέσα από διαδικασίες που δεν αφορούσαν μόνο τον διάλογο με το ξένο, (που ήτανε «δικός» στην περίπτωση τη δική του) αλλά και τον “εσωτερικό” διάλογο με τον εαυτό, δηλαδή με το οικείο, το τόσο ανοίκειο στιγμές στιγμές με τις αξίες τις δικές του, με τις συμπαντικές αξίες του ανθρώπου. Γι’ αυτό πραγμάτωσε το επάγγελμά του «παιδαγωγικά», προσπαθώντας να παρέμβει στα «συστήματα λόγου» και (το κυριότερο…)«καθημερινότητας» που έχουν ευθεία αναφορά και επί-δραση στην λεγόμενη «πόλωση της κατασκευής». Είναι «έτσι» άλλωστε που η ζωή μετατρέπεται σε ακολουθία από μικρούς μα πολύτιμους Άθλους. Κι ας ελλοχεύει ο Γολγοθάς. Έτσι που ο λόγος μετατρέπεται σε κοινωνική δράση.
Κι ο Khamis μίλησε πολύ σε τόσο λίγα χρόνια. Γνωστός κι έξω από τα σύνορα του Ισραήλ για τους κινηματογραφικούς και θεατρικούς ρόλους του, (γνωστός στο κοινό με τις ίδιες «ανάστροφες στην κοίτη του ποταμού» ανησυχίες με αυτόν, προσφέροντας όχι το πανάκριβα αγορασμένο γέλιο του γελοίου αλλά το πολύ φθηνά εν συγκρίσει «βαρύ φτερό» του οράματος). Δημιουργός ως σκηνοθέτης μερικών από τις καλύτερες ταινίες/ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων με προμετωπίδα το (στην κυριολεξία της λέξης) συγκλονιστικό “Arna’s Children» (παιδί της Άρνα ήταν κι αυτός) ο Khamis αμφισβητούσε κάθε μία ημέρα τα όρια μεταξύ τέχνης και ζωής, βουτώντας με κίνδυνο στην ποίηση των δρόμων. Έβρισκε πάντοτε χρόνο να ακτιβίζει, να ανοίγει περάσματα, να στήνει την κοινωνία μπροστά στον καθρέφτη της. «Να γράφεις σημαίνει να κλητεύεις εαυτόν σε δίκη και να παίζεις τον ρόλο του δικαστή», έγραψε ο Ίψεν, φράση που καθώς ακόμη κι η ψυχολογία πρέπει να απομαγευτεί δρώντας (και συμβάλλοντας) σε έναν από-ηρωικοποιημένο κόσμο, θα θεωρείται πια «πολύ δραματική» από τα σούργελα «εκεί έξω», «εκεί μέσα», «εδώ κι εκεί».
Ο Mer Khamis συνεργαζόταν χρόνια με το Θέατρο της Jenin, θέατρο που σε μια λαμπρή στιγμή ακτιβισμού και τέχνης (στιγμή με σπόρο καλό δηλαδή που επρόκειτο να βγάλει ρίζα βαθιά αναζητώντας μέσα απ τους σκληρούς βράχους όλων των πλευρών το δρόμο για το νερό της Μεσογείου) ίδρυσε η Άρνα, η μητέρα του, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (82, 83, κάπου εκεί…). Θέατρο με πολύ ισχυρή παρουσία παιδιών, αφού το παιδί, ιδίως σε μια σκληρή «γη», και σε μια σκληρή «εποχή», είναι ένας (κατά Έμερσον…) διαρκώς επανερχόμενος Μεσσίας…
Κι έπειτα, λίγα χρόνια πριν, το 2006, ίδρυσε ο ίδιος το Θέατρο της Ελευθερίας, και πάλι στην ίδια πόλη, Αγαδίρ και Θερμοπύλες μαζί, την μαρτυρική Jenin. Και το συν-ίδρυσε μαζί με τον Zakariya Zubeidi, τον πρώην στρατιωτικό ηγέτη των μαρτύρων του Αλ Ακτσάα, που αφού έκλαψε πάνω από τους αδικοσκοτωμένους σκορπώντας σφαίρες από οργή και πόνο, αποφάσισε να τους τιμήσει διαφορετικά, συνεργαζόμενος με το παιδί μιας Εβραίας. Μιας Εβραίας που δεν αρνήθηκε ποτέ το δίκιο του λαού του.
Και κάπου εκεί άρχισε το ίδιο «βάρβαρο παραμύθι» με όλους τους δράκους και τις μάγισσες του κόσμου, παραμύθι ενηλίκων που καμιά «πολιτικά ορθή γλώσσα» καμιάς πλευράς δεν μπορεί (ή δεν δικαιούται, διότι μπορεί…) να το κρύψει. Αυτό το «παραμύθι» (ή μήπως όχι παραμύθι;;) που έκρυψαν οι αρχαίοι πίσω από το όνομα «Θυέστια Δείπνα», τα δείπνα όπου ο φανατικός χωρίς να το γνωρίζει, τρώει τα ίδια του τα παιδιά. Κι ο ρομαντικός τα ακολουθεί στον τάφο.
Το «Θέατρο της Ελευθερίας» δεχόταν συνεχείς απειλές. Κάηκε, ως «προσβλητικό για τον Ισλαμικό Νόμο» δύο φορές κι αργότερα κατεδαφίστηκε και από τον ισραηλινό στρατό. Καλλιτέχνες από παντού διωγμένοι και διωγμένες… Και κάποιοι φανατισμένοι ένιωσαν «ιδιαίτερη προσβολή» όταν ο Khamis κι ο Zubeidi συμφώνησαν ν’ ανεβάσουν την Φάρμα των Ζώων του Όργουελ όπου κάποιοι ηθοποιοί εμφανίζονταν στην σκηνή ως «γουρούνια», ζώο ακάθαρτο για το φανατικό Ισλάμ.
Ο ίδιος ο Mer Khamis σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, αποκάλυψε ότι σκόπευε να ανεβάσει τον «Υπολοχαγό της Inishmore», αλλά «ανέβαλλε» την ιδέα όταν κάποιος έσπασε «το παράθυρο του αυτοκινήτου του.» Μηνύματα «ανόσια» τον ακολουθούσαν.
Το Φιλελεύθερο Ισλάμ, όπως και το Δημοκρατικό Ισραήλ, θα τον θυμάται. Ο Διοικητής της Jenin o Qadura Moussa τον τίμησε ως μεγάλο υποστηρικτή των Παλαιστινίων. Και δεκάδες Παλαιστίνιοι πολίτες μαζεύτηκαν με φωτογραφίες και κεριά στον τόπο της δολοφονίας του από τα ανδρείκελα μιας «απροσδιόριστης» «πολιτοφυλακής».
Κι η άλλη πλευρά; Η πλευρά με τον δομικό μιλιταρισμό (πολύ κοντά σε αυτό που ήταν από τα κόμματα το ελληνικό δημόσιο) όπου ολόκληρα τμήματα πληθυσμού εξαρτούν την οικονομική επιφάνεια τους από την πολεμική ένταση, πώς θα τιμήσει το σπουδαίο παιδί της; Οι περισσότεροι πιθανόν να χρησιμοποιήσουν τον θάνατό του ως απόδειξη του δίκαιου της πολιτικής τους. Ο Khamis, έστω και στο τελευταίο δευτερόλεπτο που αντίκριζε τον ήλιο, θα γελούσε. Ήξερε το ρίσκο του. Κι υπήρξε θλιμμένος, μα πρόθυμος να το αναλάβει.
Σε σχόλιο που δημοσιεύτηκε στην φιλελεύθερη Haaretz ο Michael Handesaltz, κριτικός θεάτρου, σημείωσε ότι «η ιστορία του Khamis», (ιστορία που ξεκίνησε με την κραυγή της Άρνα στη γέννα και τέλειωσε με την εκκωφαντική σιωπή της μετά την δολοφονία του γιού της), «είναι πια μέρος της τραγικής συλλογικής πραγματικότητας αυτής της χώρας, αυτής της γης».
Όταν έφτασαν την ίδια μέρα τα νέα στην Ελλάδα δεν το πίστευε κανείς. Και όλοι γνώριζαν πως ήταν αλήθεια. Ίσως γιατί ήταν κι αλήθεια αυτό που ο Amos Gitai, ο σκηνοθέτης του “Kippur”, δήλωσε, θυμίζοντας ανησυχίες και μια τέχνη και μια στάση ζωής με πορεία πάντοτε το ίδιο «ανάστροφη στην κοίτη του ποταμού», γι’ αυτό απειλητική στην διαδικασία αποκτήνωσης που επιχειρείται, γι αυτό με εξώφυλλα λίγα: «Υπάρχουν άνθρωποι σαν τον “Juliano”, ριζοσπάστες άνθρωποι που επιχειρούν το ίδιο τους το κορμί να το κάνουν γέφυρα επάνω από τα κύματα του μίσους.»
Η Ελένη Καρασαββίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σπούδασε παιδαγωγικά στο ΑΠΘ, έκανε Master στην Πολιτισμική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Νόττινγχαμ, Μεταπτυχιακό στη Γλωσσική Πολιτισμική Παιδεία στο ΑΠΘ, είναι Διδάκτορας Λογοτεχνίας στο ΤΕΠΑΕ και έχει διδάξει στο Μεταπτυχιακό του ΑΠΘ. Είναι μέλος διάφορων κοινωνικών και πολιτισμικών φορέων. Ασχολείται με τη γραφή (ποίηση και δοκίμιο) από νεαρή ηλικία. Δημοσιεύει σε εφημερίδες και επιστημονικά περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΠΑΔΟΠ (Παρατηρητήριο Διεθνών Οργανισμών και Παγκοσμιοποίησης). Ακόμη, αναπληρωματικό μέλος του Συνδέσμου Μπάιρον για τον Πολιτισμό και τον Φιλελληνισμό. Υπήρξε μέλος του ΔΣ της Χάρτας του Ρήγα, του Πανευρωπαϊκού Δικτύου CFCN (Child Friendly Cities Network της Unesco), ενώ είναι εν ενεργεία μέλος του ICRN (International Cultural Research Network) του Πανεπιστημίου του Τορόντο του Καναδά. Διδάσκει Διαπολιτισμική Αγωγή και Εκπαίδευση και Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Έχει διδάξει Λογοτεχνία και Ετερότητα στις ΗΠΑ. Έχει βραβευτεί στο διαγωνισμό της «Ελευθεροτυπίας» για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, ενώ συμμετείχε στην ειδική έκδοση της ίδιας εφημερίδας (εκδόσεις Φυτράκη).
Έχει ανθολογηθεί και αρθρογραφεί στον ημερήσιο τύπο. Το 2000 πραγματοποιήθηκε για το έργο της τιμητική εκδήλωση στην Αθήνα από την ΕΠΟΣ, υπό την αιγίδα και χορηγία του Υπουργείου Πολιτισμού. Τιμήθηκε με μετάλλιο από την UNESCO στον Πειραιά το 2003. Το 2007 τιμήθηκε με βραβείο από τον Κούρο Ευρωπού της Μακεδονικής Εταιρείας «Τέχνη». Έχει εκδώσει 7 βιβλία (δοκιμίου και ποίησης), καθώς και μια επιστημονική μονογραφία.
Το έργο της «Φελίτσε και Λίλυ: Ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους» ήταν υποψήφιο για Βραβείο Δραματουργίας Καρόλου Κουν.