Μια προσέγγιση.
Το πρώτο μυθιστόρημα της Χαράς Νικολακοπούλου έχει ως προμετωπίδα την φράση του Νόρμαν Μέιλερ από το βιβλίο του με τίτλο: Η μάγισσα Τέχνη: «Η συγγραφή έχει τη δική της απόκρυφη δύναμη. Στην καλύτερη περίπτωση, ποτέ δεν μαθαίνουμε από πού πηγάζουν όσα γράφουμε ή ποιος μας τα προσφέρει. Όχι, δεν είναι τόσο άσχημο να νιώθει κανείς πως είμαστε διάδοχοι της απόρροιας μιας ανεξήγητης και υπέροχης πηγής. Τίποτε δεν ανυψώνει τους ορίζοντές μας όσο λίγη απροσδόκητη τύχη ή η γενναιοδωρία των θεών.» Και στην περίπτωση της Νικολακοπούλου αυτό επιβεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο, καθώς στην μετέπειτα συγγραφική της πορεία διαπιστώνουμε ότι αυτή η ανεξήγητη πηγή, ο χείμαρρος των συναισθημάτων και των υπαρξιακών αναζητήσεων κατέληξε στη δημιουργία έξι βιβλίων.
Μήπως είδαμε το ίδιο όνειρο; Ένας τίτλος που ιντριγκάρει τον αναγνώστη και τον προϊδεάζει για το ανεξερεύνητο, το άρρητο, το ανομολόγητο που μόνο με την λογοτεχνία μπορεί να πάρει μορφή και σχήμα. Πρόκειται για μια ερωτική /αστυνομική ιστορία με μεταφυσικές προεκτάσεις. Θα σας πω λίγα λόγια για την πλοκή: Η ηρωίδα μας η Βέρα, βλέπει παράξενα όνειρα και όλα έχουν τον ίδιο πρωταγωνιστή. Τον Κωνσταντίνο. Εκείνη είναι συγγραφέας και εκείνος διάσημος ηθοποιός του κινηματογράφου, ασυμβίβαστος και αινιγματικός, που ζει στο Παρίσι. Δεν έχουν συναντηθεί ποτέ. Μέσα από τα όνειρα ο Κωνσταντίνος γίνεται ο οδηγός της, την εμπνέει και την παρακινεί να γράψει ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Λίγα χρόνια μετά, καθώς το βιβλίο γίνεται ταινία, οι δυο τους θα γνωριστούν και θα ζήσουν ένα μεγάλο έρωτα. Στην πορεία της ιστορίας ανακαλύπτουν πως επικοινωνούν με μυστηριακό τρόπο μέσα από τα όνειρά τους. Φριχτά εγκλήματα όμως σκιάζουν την ατμόσφαιρα των γυρισμάτων της ταινίας που γίνονται στη Γερμανία. Από εκεί και πέρα τα γεγονότα εκτυλίσσονται με καταιγιστικό ρυθμό.
Το βιβλίο αυτό μιλά για τη μοίρα του ανθρώπου, τις μεταφυσικές του αγωνίες, τη μυστική γλώσσα των ονείρων καθώς και για την λυτρωτική δύναμη του έρωτα και της τέχνης. Προσφέρεται για πολυεπίπεδη ανάγνωση και πολλαπλές προσεγγίσεις, συχνά συμβολικές ή αλληγορικές.
Το πιο ενδιαφέρον είναι η ψυχαναλυτική προσέγγιση που επιχειρεί η συγγραφέας. Ο αναγνώστης αφουγκράζεται τις αναταράξεις και σχεδόν ψηλαφεί την οδύνη που χαρακτηρίζει την δύσκολη σχέση της ηρωίδας με την μητέρα της που καθορίζει τη ζωή και τις επιλογές της. Στον αντίποδα αυτής της τραυματικής σχέσης υπάρχει η τρυφερή, ουσιαστική και γεμάτη αγάπη σχέση με τον πατέρα της. Δεν είναι τυχαίο που η συγγραφέας επιλέγει έναν πατέρα αφηγητή παραμυθιών που θα εμφυσήσει την αγάπη για το μύθο και τις ιστορίες στη Βέρα, καθώς και την θεραπευτική δύναμη της λογοτεχνίας από την εποχή του Ομήρου.
Δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο του βιβλίου είναι το βλέμμα στο δυσδιάκριτο όριο μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου, όπως στο παρακάτω απόσπασμα: «Το γεγονός αυτό με αναστάτωσε, μάλλον γιατί με ανάγκασε να σκεφτώ τη διπλή φύση των πραγμάτων. Πίσω από το καλό που μου έκανε η μαγική του παρουσία στα όνειρά μου, τώρα εμφανιζόταν σε όλο του το μεγαλείο και ένας άλλος εαυτός. Απαίσιος, απρόβλεπτος, τρομαχτικός. ΄Η μήπως ήταν ο δικός του εαυτός; Δεν ήμουν σε θέση να τα ξεχωρίσω αυτά τα δύο. Από την αρχή ήμασταν συμπληρωματικοί ο ένας του άλλου» Το ζήτημα της ταυτότητας, της δικής μας και των άλλων, που διαμορφώνεται και επηρεάζεται από τόσους πολλούς παράγοντες προσεγγίζεται στο μυθιστόρημα με ξεχωριστό τρόπο.
Μέσα από τις ονειρικές περιγραφές, το άλλοτε λιτό κι άλλοτε γλαφυρό ύφος, το καυστικό χιούμορ και τους τόσο ζωντανούς και παραστατικούς διαλόγους η Χ.Ν. οδηγεί τον αναγνώστη στο συναρπαστικό ταξίδι ενός έρωτα μοναδικού που ζυμώθηκε πρώτα μέσα στο όνειρο. Μέσα από την αστυνομική πλοκή, το σασπένς και το μυστήριο ο έρωτας θα γίνει ο καταλύτης που οδηγεί τους ήρωες στην αυτογνωσία και στην αποδοχή του εαυτού τους. Οι αναγνώστες αποκτούν οικειότητα με τους ήρωες και θα τους θυμούνται για πολύ καιρό, κλείνοντας το μυθιστόρημα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ηρωίδα είναι συγγραφέας: Είναι ένα εύρημα που συναντάμε σε πολλούς σύγχρονους συγγραφείς και συχνά λειτουργεί προς όφελος του κειμένου «Το βιβλίο μου ήταν η βαρκούλα που διέσχισε θάλασσες και με ξέβρασε στην ακτή του. Ήταν μια χάρτινη σαΐτα που πέταξε πάνω από τις χώρες και προσγειώθηκε στα πόδια του. Το βιβλίο μου ήταν η γέφυρα.»
Πολύ σημαντικό στοιχείο του μυθιστορήματος είναι η τέχνη του κινηματογράφου. Η συγγραφέας με λεπτομέρεια και αληθοφάνεια μας παρουσιάζει την διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας: «Το σινεμά. Το όνειρο. Τα μάτια που κλείνουν για να κοιμηθούν, σκοτάδι πίσω από τα κλειστά βλέφαρα, σκοτάδι πέφτει και στην αίθουσα. Το όνειρο έρχεται με αναρχικές διαθέσεις να ακυρώσει τις συντεταγμένες του χρόνου και του χώρου, να τραβήξει λεπτές κλωστές από το κουβάρι του υποσυνειδήτου. Όλα ακροβατούν χωρίς καμία λογική, και είναι αυτό αποδεκτό και αυτονόητο. Το ίδιο θα κάνει και η ταινία, που θα καταργήσει τις συμβάσεις του χώρου και του χρόνου, και θα μας κάνει να αποδεχτούμε χωρίς ενδοιασμούς αυτό το υπέροχο ψέμα που λέει την αλήθεια: την τέχνη»
Όσο για το μεταφυσικό στοιχείο που αποπνέει το μυθιστόρημα υπάρχουν πολλά να αναλύσουμε αλλά δεν είμαστε εδώ γι αυτό. Θα αρκεστώ να σας επισημάνω πως το μεταφυσικό στοιχείο επικεντρώνεται στη δυνατότητα επικοινωνίας μέσω των ονείρων που κάποτε γίνονται προφητικά: «Εκείνοι που ανοίγουν πόρτες υπερκόσμιες και αεροβατούν, που κινούνται με το ένα πόδι στην έξω διάσταση και με το άλλο στη γήινη. Καμιά φορά πετυχαίνουν εκεί έξω μιαν αδελφή ψυχή ν’ αλητεύει και τρυπώνουν στα όνειρά της έστω και με το ζόρι. Τότε γίνεται κάτι μαγικό. Βρίσκουν έναν σύμμαχο, κάποιον να τους φροντίζει και να τους χαρίζει ονειρεμένες αγκαλιές. Φυσικά, όλα αυτά μόνον στα όνειρα. Η πραγματικότητα είναι μια άγρια έρημος για αυτούς τους αλήτες του ουρανού»
Τέλος πολύ σημαντικό στοιχείο του μυθιστορήματα είναι το παραμύθι και η αντιστροφή αυτού, στη συγκεκριμένη περίπτωση η συγγραφέας στέκεται στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης: «Όσο κι αν αγωνίζεσαι να προχωρήσεις, ανακαλύπτεις ότι τα πόδια σου είναι κολλημένα στο λασπωμένο χιόνι και δεν μπορείς να πας βήμα παραπέρα. Κάτι τέτοιες στιγμές κρατάνε χρόνια, καμιά φορά μια ολόκληρη ζωή. Τελικά αρχίζεις να υποψιάζεσαι ότι το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης είναι ένας τρομακτικός υπαινιγμός, βγαλμένος από την καρδιά της πανανθρώπινης εμπειρίας»
Πριν κλείσω δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο έξυπνο εύρημα της Νικολακοπούλου -αφού έχουν συμβεί οι φόνοι- για την λύση του μυστηρίου. Η συγγραφέας επιλέγει την ημερολογιακή γραφή όπου εφιαλτικές φιγούρες σ’ ένα αδυσώπητο θέατρο σκιών κάνουν συναρπαστική την αφήγηση: Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα: 10 Νοεμβρίου 2007 (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΉ ΓΡΑΦΗ): «Είμαστε όλοι σαν ξεκούρδιστα ανθρωπάκια που τρέχουν πέρα δώθε χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα ποιος κινεί τα νήματα. Αυτό είναι το πιο εφιαλτικό. Εκ των υστέρων που το ξανασκέφτομαι, δεν μπορώ να το πιστέψω πώς τα καταφέραμε και βγήκαμε από αυτόν τον λαβύρινθο.
Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω στο τελευταίο κεφάλαιο που είναι ύμνος στη συγγραφή. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσει κανείς την αθανασία είναι να γεννηθεί σε μια στιγμή έμπνευσης και να κατοικήσει για πάντα στις σελίδες ενός βιβλίου. «Τώρα κατάλαβα πως η θάλασσα η ακύμαντη υπάρχει πάντα. Κρύβεται μέσα στα όνειρα, μέσα στα ποιήματα και στα παραμύθια. Βρίσκεται θαμμένη εκεί η αλήθεια, στα ρηχά της συνείδησής μας, μισοχωμένη στην άμμο, σαν πολύτιμος αρχαίος αμφορέας και περιμένει το πρώτο ανάλαφρο κύμα να την αποκαλύψει»
Ελένη Κοφτερού