Μια προσέγγιση
«Έθνος Εξαιρετικά» είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Κοσμόπουλου, μια ελλειπτική διφορούμενη πρόταση που δίνει έμφαση σε ανύπαρκτο ρήμα και προκαλεί στιγμιαία αμηχανία στον αναγνώστη. Φράση διφορούμενη και αλληγορική που παραπέμπει στη διάσημη μάρκα τσιγάρων και την ίδια στιγμή στην αλλόκοτη κάπνα του πολέμου η οποία είναι συνυφασμένη με το έθνος μας.
Ο τίτλος αλλά και το λιτό μα τόσο δυνατό σχέδιο του εξωφύλλου, προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι τα περισσότερα ποιήματα περιέχουν υπολείμματα από τα μόρια της ύλης που δεν εξαλείφεται μα αλλάζει μορφή κι αυτή δεν είναι άλλη από την στάχτη μισοτελειωμένων τσιγάρων και απανθρακωμένων κορμιών. Το τσιγάρο σαν σύμβολο παρηγοριάς, ως φετίχ της συντροφικότητας στον πόλεμο αποτελεί τη μοναδική ενέργεια που μπορεί να κάνει ο στρατιώτης χωρίς να νιώθει το βαρύ χρέος προς την πατρίδα. Δυνατές μεταφορές, εικόνες απαράμιλλης οδύνης μα και εκθαμβωτικής ομορφιάς κι ο ρυθμός των στίχων παρασύρουν τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι μνήμης και μύησης σ’ αυτό το μικρό τελετουργικό του καπνίσματος ενός σέρτικου τσιγάρου, όπου ο στρατιώτης διεκδικεί το δικαίωμα στην παρηγορητική σιωπή. Κι είναι αυτή η σιωπή όπου “ακούγεται ως πέρα του τσιγάρου η μυρωδιά/ πώς ανεβαίνει το πρωί από το ποτάμι/ ν’ απλώνεται»
Στη συλλογή «Έθνος εξαιρετικά» οι λεπτομέρειες φωτίζουν με τρόπο προσωπικό τον ιστορικό χρόνο. Με τη διερώτηση για το πώς κουβαλάμε-συλλογικά και προσωπικά- το βάρος της μνήμης στη σημερινή τηλεοπτική μας αμνησία και την ποιητική αφήγηση όπου κατορθώνονται μορφές, στις οποίες σμίγουν η έμμετρη ποιητική παράδοση και οι μοντερνιστικές κατακτήσεις ως ενιαίο σώμα της λυρικής μας παράδοσης, ο Κοσμόπουλος φανερώνει τον δικό του γνήσιο κόσμο με τρόπο συνθετικό.
Μνημειώδης στην έκταση και την έντασή του, κολοσσιαίος σε απώλειες, τραγικός στην απόλυτη εξάντληση ανθρώπινων, οικονομικών, πνευματικών πόρων, μοναδικός στον τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε την λογοτεχνική φαντασία, ο πρώτος μεγάλος πόλεμος του 20ού αιώνα θα τραυματίσει την ευρωπαϊκή ευαισθησία και καθώς έγραψε ο Έρικ Χοπσμπάουμ θα σημάνει το τέλος του προηγούμενου διανοητικού σύμπαντος. Ο κόσμος, μετά τον πόλεμο δεν θα είναι πια ο ίδιος.
Μισόν αιώνα αργότερα, το 1964, ο Φίλιπ Λάρκιν θα μετέγραφε ποιητικά μια γνωστή φωτογραφία, όπου ένα πλήθος νεαρών στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 πληροφορείται την κήρυξη του πολέμου. Στο ποίημά του με τίτλο MCMXIV (1914) θα μιλούσε για τον βίαιο στραγγαλισμό της προπολεμικής αθωότητας:
Εκείνες οι ακανόνιστες, ατέλειωτες σειρές/που υπομονετικά στημένες/θαρρείς και μάκραιναν/έξω απ’ το γήπεδο Όβαλ ή το Βίλα Παρκ/Οι κορυφές των καπέλων, ο ήλιος/πάνω πρόσωπα αρχαϊκά, μυστακοφόρα/που μειδιούν, λες κι όλα αυτά/δεν είναι παρά χωρατό πανηγυριού του Αυγούστου (…)/Ποτέ πια τέτοια αθωότητα/ούτε πριν, ούτε μετά/καθώς γινόταν παρελθόν/δίχως μια λέξη/ (…) ποτέ τέτοια αθωότητα ξανά.
Η δίχως προηγούμενο κλιμάκωση, έκταση και ματαιότητα της αιματοχυσίας έδωσε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τη φήμη του μεγάλου αντιρομαντικού πολέμου. Ο ιστορικός Πωλ Φάσελ στο βιβλίο του “Ο μεγάλος πόλεμος και η σύγχρονη μνήμη” σημειώνει ότι η φρίκη των χαρακωμάτων εξαφάνισε από το αγγλικό λεξιλόγιο τις λέξεις που συνέδεαν τον πόλεμο με την τιμή. Ο Χέμινγουεϊ κάνει μια ανάλογη παρατήρηση στον “Αποχαιρετισμό στα όπλα”: “Υπήρχαν πολλές λέξεις που δεν άντεχες ν’ ακούς και στο τέλος μόνο τα ονόματα των τοποθεσιών διατηρούσαν κάποια αξιοπρέπεια. Αφηρημένες λέξεις όπως δόξα, τιμή, θάρρος ήταν άσεμνες πλάι στα συγκεκριμένα ονόματα των χωριών, των οδών, των ποταμών, των αριθμών των ταγμάτων και των ημερομηνιών”.
Το δίπολο χλαίνη-τσιγάρο είναι κυρίαρχο στην συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου με το τσιγάρο να παρουσιάζεται ως εργαλείο μιας συμβολικής οικειοποίησης ενός ειρηνικού κόσμου: Με τα χρυσά κουμπιά. Η βαρειά του χλαίνη/απ’ του θανάτου φέγγος κρυφά λαμπρυσμένη./ Με την οπή νωπή στο αριστερό πλευρό.// Πιάνω την μυρωδιά του -ένας καπνός την φέρνει. / Γαλάζια, θερινή, ηλιοκαμένη. / Από τσιγάρο σέρτικο, από κλαρί σγουρό (σελ. 11) ή παρακάτω: Του λέω σε νόμιζα νεκρό, όμως βλέπω μιλάνε -όπως μου’ λεγες- οι πεθαμένοι. /Αγέλαστος με το τσιγάρο ν’ αναθρώσκει./Τινάζει τον ώμο να μην φύγει η χλαίνη, πέφτει χιόνι η σιωπή του (σελ. 14).
Στο εξαιρετικό ποίημα Σταθμός σελ. 20, αφιερωμένο στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, «Είναι ένας γέρος, γέρνει να πετρώσει……//Ανάβει αρχαίο τσιγάρο κι ο καπνός του απλώνει δέντρο ψηλό, πολύκλαδο να τον τυλίξει/ Κανείς δεν ξέρει πότε ήρθε κι από πού/ σε ποιόν τόπο πηγαίνει, σε ποια μέρη», ο ποιητής δημιουργεί μια μεταφυσική εικόνα απαράμιλλης ομορφιάς, με τεράστια δυναμική που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε και κοσμογονική η οποία ανοίγει μπροστά στα μάτια των αναγνωστών με το κλειδί του ποιήματος που δεν είναι άλλο από το αρχαίο τσιγάρο. Όχι μόνο μέσω της ιστορίας αλλά και μέσω της ποίησης θα γυρίζουν οι νεκροί στρατιώτες, έρημοι, ξεχασμένοι, μόνοι, μα η καύτρα του τσιγάρου θα είναι το καντήλι τους στον χορταριασμένο τάφο.
Στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945) συναντάμε επίσης παρόμοιες δυνατές εικόνες, όπου το τοπίο σκιάζεται, και τη θέση της άνοιξης παίρνει μια παγωμένη αγωνία, τα τραγούδια νεκρώνονται και το μόνο ψωμί που αφθονεί, αυτός της ερημιάς και της εγκατάλειψης. Ο τρομερός χειμώνας εκείνης της χρονιάς έμπαινε βαθιά ως το μυαλό των ανθρώπων, και προμήνυε το κακό που ερχόταν.
Ο Κοσμόπουλος, όπως κι ο Ελύτης, επιλέγει τον χειμώνα σαν εποχή των ποιημάτων του. Η άνοιξη είναι μόνον μια προσμονή. Αξιοποιεί τη σύνδεση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον -με τρόπο που βρίσκουμε στα δημοτικά τραγούδια ή στα πρώτα φανερώματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας των Επτανήσιων δημιουργών- παρουσιάζει όλα εκείνα τα συναισθήματα που κατέκλυζαν την ψυχή των ανθρώπων μέσα από την αντίδραση της φύσης στον ερχομό του χειμώνα. Ο βαρύς ατελείωτος χειμώνας για την ανθρωπότητα είναι πάντα ο πόλεμος.
Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο της συλλογής είναι η αντιπαραβολή της ποιότητας της μνήμης του τότε με το τώρα. Η Μνήμη παρούσα σε όλα τα ποιήματα καταγράφει λόγια, ήχους και εικόνες. Ο δημιουργός αντλεί το υλικό από τα πάθη της ανθρωπότητας συνδιαλέγεται με την ιστορία, τους μύθους, τις αισθήσεις όπως αυτές αλλοιώνονται από την μαύρη καταχνιά του πολέμου. Τα σχήματα λόγου, κυρίως η μεταφορά, η παρομοίωση και η αλληγορία, προσδίδουν στον λόγο ιδιαίτερη ποιητική χροιά, που ενισχύεται με τις ποικίλες εικόνες. Η ισορροπία μεταξύ μνήμης, πραγματικότητας και φαντασίας καθορίζει – ανάμεσα σε άλλα –την αισθητική και το ύφος αυτής της ξεχωριστής συλλογής που αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί.