You are currently viewing Ελένη Κοφτερού: Εύη Λιακέα, Απόδειπνο, εκδ. Θράκα

Ελένη Κοφτερού: Εύη Λιακέα, Απόδειπνο, εκδ. Θράκα

Θα ξεκινήσω την προσέγγισή μου στην ποιητική συλλογή της Εύης Λιακέα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Απόδειπνο (η προσευχή μετά το δείπνο),  με ένα αντιπροσωπευτικό ποίημα που εκφράζει κατά τη δική μου άποψη τις προθέσεις και τα συναισθήματα της ποιήτριας και περικλείει όλη την τρυφερότητα, τη συγκίνηση και τη γλυκύτητα που συνοδεύουν τις παιδικές μας μνήμες.

 

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

 

Ταξιδεύω με τον πατέρα για την Αθήνα με νυχτερινή αμαξοστοιχία.

Φτάνουμε σε μια απέραντη πλατεία που άρχισε μόλις να φωτίζεται απ’ την αυγή.

Όλα είναι ασπρόμαυρα, όπως και τα δεκάδες περιστέρια

που ακολουθούν και μας περιεργάζονται, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους

λοξές ματιές. Ξάφνου, ανάβει απέναντι ένα μικρό γαλακτοπωλείο

απ’ όπου ο πατέρας μού αγοράζει σοκολατούχο γάλα και

δυο μικρά ζεστά, πεντανόστιμα ψωμιά. Το ένα προορίζεται για μένα,

το άλλο για τα πουλιά, που μ’ έχουν περικυκλώσει.

 

Εμένα προσωπικά αυτό το ποίημα με άγγιξε βαθιά και πιστεύω ότι αγγίζει όλους τους αναγνώστες καθώς λειτουργεί ως καταλύτης στη βασική ανάγκη κάθε ανθρώπου να διασώσει κάτι από την αθωότητά του που διαρκώς διαφεύγει. Ένα λεκτικό μαντλέν που επιχειρεί και καταφέρνει εντέλει να αφυπνίσει τη μνήμη της μοναδικής μας πατρίδας, που δεν είναι άλλη από την παιδική μας ηλικία. Οι λέξεις, οι εικόνες, το φως της αυγής, το ασπρόμαυρο φόντο σ’ αυτό το ποίημα εναλλάσσονται δημιουργικά, ξαφνιάζοντας ευχάριστα τον αναγνώστη. Κι έτσι το ποίημα γίνεται συλλογικό, παύει να αφορά μόνον το ποιητικό υποκείμενο και αυτό ουσιαστικά είναι η τέχνη της ποίησης.

Τα πρώτα ποιήματα που αποτελούν μια άτυπη ενότητα αναφέρονται στην παιδική ηλικία, όπως προανέφερα, με έναν τρόπο ονειρικό, νοσταλγικό μα την ίδια στιγμή η αύρα της απώλειας, της απουσίας, του φόβου που εγκαθίσταται από νωρίς στα παιδιά ανεμίζει ανάμεσα στους στίχους.

Η φαντασία του παιδιού αποτυπώνεται από την ποιήτρια με ώριμο και γοητευτικό για τον αναγνώστη ύφος. Δίνει υπόσταση και ουσία στα άψυχα αντικείμενα οδηγώντας σ’ ένα ποιητικό ταξίδι, όπου διαρκώς ακούγεται ο ψίθυρος των μικρών πραγμάτων όπως στο εξαιρετικό ποίημα:

 

ΤΟ ΤΡΑΙΝΑΚΙ

 

Κατεβαίνω μια σκάλα από μαύρο μωσαϊκό

-στις άκρες της λευκές μπορντούρες-

να λοιπόν!

έν’ ασημένιο τραίνο

που φέρνει βόλτες την υφήλιο

ξύνει τους τοίχους κι αστράφτει

αποκαλύπτοντας

δαιδαλώδεις σιδηροτροχιές

στο υπόγειο

της θείας Καλλιρρόης.

 

Κι είναι το ρήμα αποκαλύπτω που αποτελεί το κέντρο του ποιήματος. Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση από αυτήν την υπέροχη αποκάλυψη ενός ασημένιου τραίνου που φέρνει βόλτες την υφήλιο;

Τα αντικείμενα μας λένε τη δική τους μυστική ιστορία μέσα απ’ το ποίημα και ο ποιητής αφουγκράζεται τις δονήσεις και τους κυματισμούς απ’ την φωνή τους όπως συμβαίνει και στο ποίημα της σελ. 37 όπου:

[πιασμένη στην άκρη του ονείρου,

η κουρτίνα μου κρέμεται

σαν ζαχαρωμένα πέταλα λευκής ορχιδέας.

Βογγάει μ’ ευχαρίστηση

καθώς ρουφάει το τελευταίο φως της μέρας

απ’ τον ουρανό.]

Τα στοιχεία της φύσης, η πρωταρχική ύλη του κόσμου δεσπόζουν στη συλλογή. Ο ήλιος, ο αέρας, τα χωράφια το χώμα, τα δέντρα, τα πουλιά, το φεγγάρι, το χιόνι, τα άνθη, τα κυπαρίσσια, τα αμπέλια, μια αλεπού που συμβολίζει την αθωότητα, τα φανταχτερά παγώνια που υπάρχουν προπάντων για να υποδηλώσουν την ιερή απλότητα μιας γκρίζας κότας, κυριαρχούν στα ποιήματα μιλώντας τη δική τους θεϊκή γλώσσα καθώς: «Γύρω τους στροβιλίζονται Άνθρωποι.

Δεμένοι απ’ τ’ όνομά τους

ένας ένας στρέφουν, με συντροφιά τους φως

απ’ τα χλωμά αστέρια, λύνονται και πετούν

στον ουρανό.»

Σε κάποια άλλη άκρη του ονείρου:

 

Δυο ιπτάμενα σελάχια

πέταγαν ανέμελα στον ουρανό –

Συγκρούστηκαν με πάθος

κι έγιναν καπνός.

Τώρα ανάμεσα σε φύκια πέρλες

και θαλάσσιες ανεμώνες

φωτίζουν οι αστραφτερές ουρές τους

τη σκοτεινή ατραπό.

 

Σ’ αυτή την υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ποιητικό σύμπαν της Εύης Λιακέα, όλα είναι δυνατά. Εικόνες φωτεινές αναδύονται μέσα από σκοτεινές ατραπούς, συγχωνεύονται, μεταπλάθονται σε στίχους όπως συμβαίνει στο ποίημα όπου μια αγελάδα υπερασπίζεται την αγιοποίησή της με τη συνέργεια της ποίησης.

 

Η ΑΓΕΛΑΔΑ

 

Μια αγελάδα κοιμάται. Τα λευκά της χνώτα φέγγουν.

Το κρεβάτι πλάι της καλοστρωμένο από εκείνη που μ’ αγαπά.

Σαν μαγεμένη ελαφροπατώ προσκαλεσμένη του ύπνου.

Ξάφνου παρελαύνουν εμπρός μου ζωντανοί και πεθαμένοι –

συγγενείς, μαθητές, δάσκαλοι, ανάμεσά τους χορεύει η αγαπημένη

μου ανεψιά. Η φωνή της τριανταφυλλιά κορδέλα επαναλαμβάνει

«θέλω να παίξουμε, θέλω να παίξουμε».

Με όλους ανταλλάσσω χειραψία, δυο τρεις κουβέντες για τ’ αυριανό

τραπέζι, τα 12ηχα στο νυχτερινό του Σοπέν, ένα σπασμένο καντήλι,

τα παλιά χαρτονομίσματα. Πίσω το άγιο ζώο τρεμοσβήνει,

σε λίγο θα ’χει εξαφανιστεί. Μετά θα φύγουν όλοι.

Σκόνη σηκώθηκε απ’ το ποδοβολητό, στο λεηλατημένο μου δωμάτιο

 

Ξεχωριστή θέση στη συλλογή έχουν και οι αναφορές σε λογοτεχνικούς ήρωες και σε αγαπημένους ποιητές, όπως ο Λόρκα και ο Ιάπωνας ποιητής Shinkichi Takahashi.  Υπάρχουν ποιήματα αλληγορικά με έντονους συμβολισμούς που αναδεικνύουν το αβάσταχτο της ύπαρξης αν δεν υπήρχε το αντίδοτο της τέχνης, του παιχνιδιού, της φαντασίας, της αγάπης. Ένα τέτοιο ποίημα είναι «Το γραφείο» όπου πραγματικά συνυπάρχουν, ο μύθος, το όνειρο, η νοσταλγία, η πολύχρωμη και τολμηρή εικονοποιία που οδηγούν τον αναγνώστη σε μια ευφρόσυνη συμφιλίωση με τη δυναμική της ποίησης της Εύης Λιακέα.

 

Ήταν φάντασμα με χρυσή καρδιά.

Ιδέα δεν είχα για την περασμένη του ζωή.

Τρία χρόνια καθισμένο στην καρέκλα του γραφείου,

ανάμεσα σε ψηλά ηλιόλουστα παράθυρα, μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι

και με ξεπροβόδιζε στο λιβάδι.

Φρόντιζε πάντα να φτάνω με ασφάλεια,

δυο φορές μόνο έχασα στον αέρα την ομπρέλα μου,

άλλη μια το καπέλο μου και το κασκόλ.

Σιγά σιγά τα βόδια με συνήθισαν και ημέρεψαν.

Έγιναν πρόβατα που βελάζουν. Κι αν με πάρει

στο κατόπι κανένας προϊστορικός βίσωνας,

δρασκελάω απέναντι, στο δάσος με τα πουλιά.

Φτεροκοπούν μέσα στα δέντρα κι όπως πλέκω τα βήματά μου

στις σκιές τους, ακούγονται χάλκινες φωνές.

Όχι όχι, δεν με διώχνουν, απαλύνουν τη σιωπή

και με βεβαιώνουν πως είμαι ζωντανή.

Λίγα λόγια θέλω να πω για τον τρόπο που χειρίζεται η ποιήτρια τον χρόνο. Εδώ ο χρόνος είναι ελαστικός, ασπόνδυλος ο χρόνος/ ολόλευκη σιωπή όπως λέει και η ίδια σε ένα στίχο της. Ο χρόνος γίνεται τόπος όπως στο εξαιρετικό ποίημα με τίτλο «Απομεσήμερο», όπου ο θάνατος, η μόνη μας βεβαιότητα, η αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου, δέχεται τα τρυφερά λόγια μιας  γιαγιάς. Γαλήνη και καλόπιασμα του θανάτου, αποδοχή θα υπάρξει μόνον αν τα οστά ενός πεθαμένου πλένονται με αγάπη και τρυφερότητα ένα απομεσήμερο με καύσωνα δοσμένο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μας χαμογελά απ’ το παράθυρο του ποιήματος.

«δεν ξέρω ποιος είναι ο άνθρωπος κι ούτε που νοιάζομαι,

βλέπω μαγεμένη του ήλιου την πορφύρα

να χάνεται πίσω από τα μνήματα»

Η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλάει, μας είχε πει ο αρχαίος ποιητής και συγγραφέας επιγραμμάτων Σιμωνίδης ο Κείος.

Η Εύη Λιακέα αντιπροσωπεύει και τις δυο τέχνες την ποίηση και την ζωγραφική με ήθος και πάθος γι αυτό τα εικαστικά της έργα εκπέμπουν αύρα ποιητική και τα ποιήματά της εμπεριέχουν το φως και τις σκιές του, τα χρώματα και τις μαγικές αντανακλάσεις τους στον κόσμο που την περιβάλλει. Αυτός ο κόσμος στο Απόδειπνο την πρώτη ποιητική συλλογή της είναι καλειδοσκοπικός. Πρωταρχικά υλικά του η μόνη μας πατρίδα, η παιδική ηλικία, τα όνειρα, οι φόβοι και οι φαντασιώσεις μέσα στο διαρκές στροβιλισμό μιας δημιουργικής θλίψης.

Της εύχομαι ολόψυχα να συνεχίσει να γράφει και να ζωγραφίζει για να έχουμε την χαρά να μοιραζόμαστε μαζί της την ευαισθησία και έμπνευσή της.

 

Ελένη Κοφτερού

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.