Λατρεύω την μικρή φόρμα, όπως λατρεύω και τις γυναικείες ιστορίες, όχι τις ιστορίες που «διαβάζονται ευχάριστα από γυναίκες», μην το νομίσει κανείς, αλλά τις ιστορίες που απασχολούν τις γυναίκες, που τρομάζουν τις γυναίκες, που θυμούνται οι γυναίκες, που αφηγούνται οι γυναίκες, που τις συγκινούν, που μας συγκινούν… Μεγαλώνοντας άρχισα να τις ακούω περισσότερο, να δίνω σημασία, να επικεντρώνω στις ειδήσεις, να συλλέγω, να αντιλαμβάνομαι με τον καιρό «τι συμβαίνει» και «τι σημαίνει» να είσαι γυναίκα, να είσαι θηλυκό ή και θηλυκότητα. Τα «μη», τα «όχι», τα «δεν», τα «μπορώ»… Έτσι με κέρδισε και το βιβλίο της Χριστίνας Μιχαηλίδου Γαλότσες νούμερο 44. Είχε όλες τις προδιαγραφές.
Στις 105 σελίδες του συναντήθηκα με ιστορίες γυναικών, τι συνηθισμένος θα ήταν αλήθεια ως τίτλος … αλλά και με ιστορίες ανδρών… όμως η συγγραφέας μας γλίτωσε από κάθε τι συνηθισμένο και μας καλεί να βιώσουμε το λογοτεχνικά πραγματικό, να μπούμε στην θέση των προσώπων, κυρίως γυναικών, που η μοίρα τους επιφύλαξε να τις απαθανατίσει με ρεαλισμό, με οικονομία λόγου και φαντασία που μιμείται την ζωή.
Ναι, η Χριστίνα Μιχαηλίδου ξέρει από ζωή ή καλύτερα να το πω ξέρει να γράφει για την ζωή. Γράφει με αλήθεια, πάθος, συγκίνηση, χιούμορ, πόνο, σωματικότητα, συμπάσχει με τους ήρωές της -κυρίως ηρωίδες- τους συμπονά και τους λυτρώνει. Έχει το χάρισμα να ολοκληρώνει τα κείμενά της εξαιρετικά με μια κατακλείδα «μαχαιριά» που και να μην θέλει να ξυπνήσει ο αναγνώστης από τον κοινωνικό του λήθαργο, θα το κάνει ή έστω θα βλεφαρίσει λίγο προς την αλήθεια…
«Ξυπνήστε», φωνάζουν οι ιστορίες, ακόμη και όταν τα πρόσωπα είναι βουβά. Πόρνες νεκρές, άλαλα κορίτσια, στέρφες γυναίκες, παιδιά που δόθηκαν αθέλητα σε άλλες μάνες, βιτριόλια που σημάδεψαν πρόσωπα, γυναικοκτονίες… όλα, όχι τυποποιημένα, όχι καταγγελτικά, τρυφερά, σαν μυστικά σε παλιά σεντούκια, σαν πόνος από παλιές λαβωματιές, σαν θύμηση.
Οι διαφορετικότητα των προσώπων που η κοινωνία αδικεί, αλλά και η διαφορετικότητα των πλασμάτων που η λογοτεχνία δια-σώσει στο βιβλίο της Χριστίνας Μιχαηλίδου αναδεικνύουν τον ρόλο που μπορεί και καλείται να παίξει η γραφή σε καιρούς που το ανθρώπινο δικαίωμα υποχωρεί, καταπατείται, χάνεται. Ωστόσο η Μιχαηλίδου δεν στρατεύεται, το αντίθετο, απελευθερώνει με την πένα της, δεν την κυριεύει κανένας διδακτισμός, απλώς εμπνέεται, αγαπά, τον άνθρωπο, τα πλάσματα γύρω του, τον κόσμο. Σκηνικό της η πόλη αλλά και η επαρχία, κλειστές κάμαρες και βουβά πρόσωπα, αλλά και γεμάτες αγκαλιές. Γυναίκες του σήμερα αλλά και του παρελθόντος, γυναίκες βιασμένες, κακοποιημένες, ευτυχισμένες, παντοτινές…
Ένα αξιοδιάβαστο βιβλίο, η πρώτη πεζογραφική απόπειρα μιας μεστής, ώριμης και τρυφερής πένας και ενός έντιμου μυαλού, στις πάντα προσεγμένες εκδόσεις του καλού εκδότη Κωνσταντίνου Ι. Κορίδη των εκδόσεων Ιωλκός.