You are currently viewing Ελένη Λιντζαροπούλου: Ελένης Λαδιά, Ηρώδης Αττικός, ο Αισθαντικός, Εστία, Αθήνα, 2023.

Ελένη Λιντζαροπούλου: Ελένης Λαδιά, Ηρώδης Αττικός, ο Αισθαντικός, Εστία, Αθήνα, 2023.

Πώς νοιώθει κανείς όταν παρακολουθεί ένα ζευγάρι, μοιραίο σχεδόν, που δεν συναντιέται ποτέ, κι ας πλησιάζει ηδονικά μέσα στους κύκλους του χρόνου, με αυτήν την αγωνιώδη προσμονή και λαχτάρα;

Δεν θα σας το περιγράψω, αδυνατώ.

Θα σας αφήσω να το οσφρανθείτε μισανοίγοντας το καλαίσθητο βιβλίο, Ηρώδης Αττικός, ο Αισθαντικός, της αυτουργού Ελένης Λαδιά που και πάλι μας εκπλήσσει.

Αλιεύω λέξεις, όχι τυχαίες.

Η Συγγραφεύς -έτσι θέλει να μιλώ για κείνην εγώ που ήμουν κάποτε της μαλλιαρής- δηλώνει πως θα σταθεί πνεύμα αγαθοποιό στο πλάι του προσώπου που την ενέπνευσε. Θέλει να μας το παρουσιάσει ανάγλυφο, μας λέει, και δηλώνει, πριν προλάβουμε να σκεφτούμε, ότι, τους αιώνες που την χωρίζουν από εκείνον, τους γεμίζει ο πόθος της αναβίωσης.

Αναζητείστε λοιπόν το βιβλίο, μισανοίξτε το, τι κάθεστε;

Ξεκινήστε να διαβάζετε και να μυρίζετε τόπους και ανθρώπους.

Ναι, η Ελένη Λαδιά δεν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, όμως ….

Όμως ανασυνθέτει ζωές, ερευνά με το πάθος εκείνου που επιζητά δικαιοσύνη και αγγίζει με την ωριμότητα βαθύτατου γνώστη τα ευρήματα. Κυρίως όμως συναντάται με το φιλούμενο πρόσωπο με πόθο βαθύ, ως ερωμένη.

Έχουν κοινή αγάπη βλέπετε τον λαμπρό αττικό λόγο, και αν το θέλετε… θα το πω, έχουν κοινή τρέλα, την προσφορά στον ελληνισμό.

Γι’ αυτό σ’ αναζήτησε και σε αγάπησε αισθαντικέ Ηρώδη… να μου το επιτρέψεις λοιπόν να σου μιλώ κι εγώ στον ενικό. Λόγω της σχέσεώς μου με την συγγραφέα.

Όσον καιρό η Ελένη Λαδιά κυοφορεί το έργο της, το αντικείμενο της έμπνευσης γίνεται υποκείμενο ζωής. Πώς λοιπόν να μην την συνταράξει η συνάντησή της μαζί σου, η συνάντηση με τον λαμπρότερο εκπρόσωπο της Δεύτερης Σοφιστικής; Πώς;

Έχετε τόσο κοινά πάθη. Όχι πάθη αμαρτωλά, πάθη ασκητικά. Πάσχω σημαίνει μαθαίνω και ένα από τα κοινά σας πάθη είναι η φιλοσοφία, μα και η ίδια η γνώση σχεδόν ως αυτοσκοπός, κοινό σας πάθος και αυτό. Να μάθετε για να μάθουν και οι άλλοι.

Έτσι η Ελένη Λαδιά και στο παρόν πόνημα επιδιώκει να διαμεσολαβήσει την γνώση, μέσω της τέχνης του μύθου, για να μπορέσει την μοιραστεί. Έτσι πριν γνωριστούμε καλά μαζί σου και μας αποκαλύψει κομμάτια της ζωής και του έργου σου, ως σωστή επιστήμων και μελετήτρια, θα μας τοποθετήσει στο ιστορικό πλαίσιο. Τι γίνεται στον τότε κόσμο στα χρόνια του Ηρώδη του Αττικού; Ποια πρόσωπα δρουν, ποιες κοσμοθεωρίες γεννιούνται, ποιες θρησκείες.

2ος μεταχριστιανικός αιώνας και …. Η Ελένη Λαδιά που είναι και πτυχιούχος Ιστορικού Αρχαιολογικού και Θεολογίας γράφει τα εξής:

«Ο χριστιανισμός, μολονότι  προοδεύει, είναι τελείως αδιάφορος για την δεύτερη σοφιστική. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακούγονταν τα ωραία Ελληνικά των γνωστικών Βαλεντίνου και Βασιλίδη, τους οποίους αντικρούει με επιχειρήματα ο μέγας πολέμιός τους Ειρηναίος, αλλά κι αυτό δεν έχει σχέση με τους σοφιστές. Σπουδαίες μορφές υπάρχουν αυτόν τον αιώνα, όπως ο Λουκιανός, που ασχολείται και με τους ρητοδιδασκάλους σκωπτικώς, ο  Παυσανίας με την Ελλάδος Περιήγησι, ο θαυμάσιος Πλούταρχος. […]

Η λατρεία της αιγυπτιακής θεάς Ίσιδος εισχωρεί στον κόσμο της Δεύτερης σοφιστικής καθώς και ο Μιθραϊσμός στα ρωμαϊκά στρατόπεδα. Η αποθέωση της Δεύτερης σοφιστικής κατά τον Φιλότρατο βρίσκεται στο πρόσωπο του Πολέμωνος, του Σκοπελιανού και κυρίως στου Ηρώδη Αττικού». 

Θα μου πείτε πού είναι η αισθαντική σχέση της συγγραφέως με τον ωραίο σοφιστή που σας εξομολογήθηκα; Μα αν δεν είχε έρωτα για τον κόσμο του Αττικού η Ελένη Λαδιά, πώς θα ανάσταινε τον ίδιο σε αυτό της το βιβλίο. Ανάσταση αλλά και αποκατάσταση της μνήμης του και της φήμης του, ακόμη και αν δεν γνωρίζουμε ότι από πολλούς είχε αμαυρωθεί.

Συνεχίζω λοιπόν να σας προσκαλώ στην συνάντησή τους.

«Η Δεύτερη σοφιστική έχει την ομορφιά του δειλινού και των συναισθηματικών αποχρώσεων. Με αυτές τις συναισθηματικές αποχρώσεις, προσπάθησε να κρατήσει το φως του δειλινού, μέχρι να φτάσει η βαρβαρική επέλαση και το  σκότος», γράφει η Ελένη Λαδιά…   

Και είναι σαν να ξεδιπλώνει η συγγραφεύς τις αιτίες που γεννούν τον θαυμασμό της παρμένες πρώτα από τα λόγια του Φιλόστρατου και των συγχρόνων τού Ηρώδη:    

«Υπήρξε βαρυσήμαντος με τρόπο απλό […] Οι ιδέες του ήταν τέτοιες που δεν μπορούσε να σκεφτεί κανείς άλλος. […] Ο λόγος του είναι ευχάριστος και πλούσιος σε σχήματα και γεμάτος χάρη, με ωραίες εναλλαγές στην σύνταξη […] μοιάζει με ψήγμα χρυσού που λαμπυρίζει μέσα σε ποτάμι με ασημόχρωμες δίνες».  

Η τρυφερή συνομιλία της συγγραφέως με τον Αττικό ξεκινά όταν εκείνος είναι 11 ετών παιδί και ο πατέρας του τον στέλνει στην Ρώμη για να μάθει Λατινικά «Στην Ρώμη δεν γνωρίσθηκες μόνον με την ανώτατη ρωμαϊκή αριστοκρατία, αλλά όπως ήσουν ευφυέστατος, έμαθες τέλεια την λατινική γλώσσα και την προφορά  της».

Η συνομιλία με τον ήρωά της εναλλάσσεται με την συνομιλία με τον αναγνώστη της, σαν σε ένα συγγραφικό παιχνίδι, ώστε ποτέ να μην υπάρχει μονοτονία στην αναφορά ιστορικών και βιογραφικών στοιχείων, αντίθετά εμποτίζοντας με συναίσθημα την αφήγηση, της δίνει ζωή και ζωντάνια. Ό,τι μπορεί να πονά ή να είναι ένα τρυφερό χάδι ή ένας έπαινος γλυκός ή μία όλο κατανόηση προσέγγιση, γίνεται στον ενικό ανάμεσα στην Ελένη και τον Ηρώδη, ό,τι πρέπει να αναφερθεί ως πληροφορία, λέγεται ανάμεσα στην συγγραφέα και τον αναγνώστη.

«Κοιτάζω το πρόσωπό σου, όπως κάθεσαι απέναντι μου Ηρώδη […] Τότε στην στιγμιαία σου ακινησία που κλείνουν οι βλεφαρίδες σου, και πάνω τους απλώνονται οι έγνοιες, τότε παρατηρώ το ωραίο, ανδρικό σου πρόσωπο με το απύθμενο βλέμμα των ματιών, το ίσως γκριζογάλανο, τα βοστρυχωτά μαλλιά και γένια που άρχισαν να ασπρίζουν. Κι είναι σημάδι  ομορφιάς τα λευκά μαλλιά σε ακόμη νεανικό πρόσωπο, σημάδι πνευματικής ομορφιάς. Αν συνόψιζα την ζωή σου, θα έλεγα: Έργα λαμπρά και πένθη πικρά!», η ποιητική Ελένη Λαδιά πράγματι συνοψίζει, αισθαντική, τον αισθαντικό. Όμως όχι αναίτια…

Η Ελένη Λαδιά βιογραφεί και ερευνά, ερευνά και βιογραφεί, αφηγούμενη με γάργαρο λόγο την αλήθεια, σαν πανάρχαιο πνεύμα αγαθοποιό, σαν προστάτιδα ψυχή, αναφέροντας και ξεδιαλύνοντας τα γεγονότα.

Ο γιος του Αττικού και εγγονός του Ιππάρχου, Λούκιος Βιβούλιος  Ίππαρχος Τιβέριος Αττικός Ηρώδης, γεννήθηκε στον Μαραθώνα το έτος 101 μ. Χ., μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, και αυτό τους φέρνει πιο κοντά με την συγγραφέα που έλκει την πνευματική καταγωγή της από την ιερή γη της Δήμητρας και της Κόρης «έμαθε την διαλεκτική από τον Θεαγένη τον Κνίδιο, λογοτεχνία  από τον Μουνάτιο των Τράλλεων, την πλατωνική φιλοσοφία από τον Ταύρο τον Τύριο, και πήρε μαθήματα από τον σοφιστή Πολέμωνα, τον Αθηναίο φιλόσοφο Σεκούνδο, τον φιλόσοφο Φαβωρίνο και από τον Σκοπελιανό την τεχνική του αυτοσχεδιασμού».

«Η αγάπη σου για την μελέτη ήταν μοναδική. Ο Φιλόστρατος βεβαιώνει πως μολονότι μάθαινες πολύ εύκολα, δεν σταμάτησες να μοχθείς. Μελετούσες κι όταν έπινες και στην διάρκεια της νύχτας και στα διαλείμματα του ύπνου».

Αλήθεια, όποιος γνωρίζει την Ελένη Λαδιά, τι άλλα κοινά να προσπαθήσει να βρει για να ανταμώσει αυτά τα δυο πρόσωπα;

Οι μεγάλες απώλειες στην ζωής του, δύο σύζυγοι και παιδιά, το μέγεθος της προσφοράς του στον Ελληνισμό και το ότι παρέμεινε, παρά τις δόξες και τους τίτλους που του απονεμήθηκαν, πάντα Έλλην είναι κάποια από τα στοιχεία που, είμαι βέβαιη, έθελξαν την Ελένη Λαδιά να γράψει για την προσωπικότητα του Ηρώδη. Η ίδια ομολογεί και την σύμπτωση της κοινής τους ηλικίας, της ηλικίας του δικού του θανάτου και η δικής της όταν ξεκινά την συγγραφή… «76 στό παρελθόν καί στό παρόν!» κάτι δηλαδή τυχαίο… κι εκείνη που έχει γράψει στον δικό της Ονειρόσακκο (Ελένη Λαδιά, «Μια ιδιότυπη φιλοξενία», Ο Ονειρόσακκος, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2012) την φράση: «το τυχαίο είναι η φοβερότερη όψη του Θεού», συναντά τον Ηρώδη που όσο αγαπιέται τόσο και βάλλεται από την τύχη. «Τό ἀλλοπρόσαλλο τῆς Τύχης εἶχε γίνει βίωμά σου», του ψιθυρίζει τρυφερά. «Εἴτε πιστεύοντας στήν Τύχη ἤ σέ πιό ξεκἀθαρη μορφή στούς θεούs, ἤξερες τό δισυπόστατο τῶν πραγμάτων, ὅταν ἔγραψες πάνω σέ ἕνα ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα. “Ἂλήθεια, οἱ θεοί ὅταν ἀνακατεύουν τό κύπελλο τῆς ζωῆς τῶν θνητῶν βάζουν χαρές καί λύπες ἀνάμεικτα.”».

Κι η Ελένη γίνεται εξομολογητική προς τον Ηρώδη

«Καμμιά φορά, φίλτατέ μου Ηρώδη, αισθάνομαι πως προσπαθώ να επουλώσω ένα τραύμα αιώνων, δημιουργημένο από τον φθόνο, την ζήλεια και την ανακρίβεια των συγχρόνων σου. Έφθασες στην εποχή μας περισσότερο σαν μνημείο παρά σαν ανθρώπινη προσωπικότητα. Σε ταυτίσαμε με τα κτίσματά σου: οδός Ηρώδου Αττικού λέμε, Ωδείον Ηρώδου  Αττικού, αλλά το πρόσωπο απουσιάζει.  Αχνή μορφή σαν φάντασμα, αυτό θέλω να επουλώσω και εύχομαι να βγεις από αυτές τις σελίδες που σου αφιερώνω, Εσύ, ο αληθινός Ηρώδης, ο άρχοντας, ο ευφυής ρήτορας και συγγραφεύς, ο βασανισμένος πατέρας και σύζυγος, το πρόσωπο με την μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, αφού πάντα σκεφτόσουν και προλάβαινες την ανέχεια των άλλων.».

Ο βίος του Ηρώδη, παρότι σκληρός από τις πίκρες και τον φθόνο των συγχρόνων του Αθηναίων, θα γνωρίσει εν τέλει την επικράτηση της αξίας του… οι Αθηναίοι έφηβοι θα τον σηκώσουν νεκρό στα χέρια και θα τον μεταφέρουν για την ταφή του στο Παναθηναϊκό στάδιο, ένα από τα μεγάλα έργα της οικογένειάς του…

Η συγγραφεύς τον παρακολουθεί ως το τέλος βιώνοντας το γήρας και την θλίψη του με χρονική απόσταση 1900 χρόνων, τον κατανοεί και τον αισθάνεται, μας τον αποκαλύπτει στα δώματά του, έτσι όπως κανένας δεν μπορεί να τον δει, μόνο εκείνη, μόνο εμείς, μέσα από το δικό της βλέμμα, μέσα από το δικό της αισθαντικό, γυναικείο, συμπονετικό χάδι των εμπνευσμένων δακτύλων, αλλά και του ομώνυμου αισθαντικού νου.

Αφεθείτε…

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.