Στην ιατρό Πηνελόπη Πετρακοπούλου
Τι ήταν αυτό το αγγέλων ρήμα που θα το ψάλλαμε μαζί στους αιώνες, υπόσχεση, παράκληση, εντολή, προφητεία;
Καθώς είχε το βρέφος στο μαστό της θυμήθηκε ξανά τα λόγια που άκουσε στην βρύση κι ήταν η σκέψη της γεμάτη απορία και προσμονή. Τόσα αξιώθηκε εκείνη παράδοξα που σάστιζε. Απορούσε.
Ένα κοριτσάκι ήταν μικρό σαν σπουργίτι κι όμως η άγρια χαρά που μεγάλωνε στα σπλάχνα της την γέμιζε δύναμη. Κι ύστερα γέννησε ή καλύτερα να πει το μωρό της γεννήθηκε, γιατί έτσι ήταν. Το βρέφος γεννήθηκε μόνο του, χωρίς εκείνη τίποτα να καταλάβει. Θες η μικρή της ηλικία, θες η εμπιστοσύνη στα λόγια που άκουσε σαν από αγγέλου στόμα… αφέθηκε σε αυτό που της δόθηκε «γένοιτο» είπε, με απλότητα.
Οι άλλοι πίστευαν ότι θα έπρεπε να ντρέπεται. Το έδειχναν οι πιο πολλοί. Ακόμη κι ο μνηστήρας της που δεν είχε μαζί της σαρκικές σχέσεις, έδειχνε δύσπιστος στην αρχή. Δεν έκανε προσπάθεια να τον πείσει, ο Θεός ή άγγελος θα φρόντιζαν, αλλιώς τι την είχαν εκεί να περιμένει;
Οι άνθρωποι ψιθύριζαν πίσω της, δεν την κοιτούσαν στα μάτια ανοιχτά. Για να ησυχάσει λίγο πήγε στο σπίτι της ξαδέλφης της, η μία έγκυος νεαρή παρθένος και η άλλη στα γεράματα, καρποφορούσαν το θέλημα του Κυρίου. Σκίρτησε ο καρπός στην μήτρα της εξαδέλφης και αναφώνησε εκείνη προς την κόρη, «ευλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και ευλογημένος ο καρπός σου, η μητέρα του Κυρίου μου καταδέχθηκε το σπιτικό μου». Κι η κόρη αγαλλίασε και δόξασε τον Θεό λέγοντας: «αυτός είναι ο Θεός μου, κάνει διαρκώς τόσα θαυμαστά, θα προστατέψει τον λαό με την δύναμή του θα γκρεμίσει τις άδικες εξουσίες από τους θρόνους τους εξυψώνοντας τους ταπεινούς». Και της ακούγονταν αυτά σαν κρυφή ελπίδα. Δεν ήθελε να τα πει αλλού πουθενά.
Όμως έφτασε η νύχτα της Γέννησης και δεν μπορούσε να αμφισβητήσει αυτό που άκουγε με τα αυτιά της. Ψαλμοί, μουσικές, ανείπωτο φως, υποδέχονταν το βρέφος της. Οι πιο απλοί και ταπεινοί, οι βοσκοί υψώνονταν ως βασιλείς του κόσμου στην καρδιά της και άγγελοι δοξολογούσαν τον θεό που γεννιόταν άνθρωπος, δόξα δόξα στον Θεό στους ουρανούς και ειρήνη σε όλη την γη και θεία ευδοκία στους ανθρώπους τραγουδούσαν παντού.
Το αεράκι μύριζε άνοιξη, τα ζώα σιωπούσαν για να ακούσουν κι εκείνα την ψαλμωδία. Όλα ευωδίαζαν σιωπή και αγάπη. Το στήθος της έλαμπε λευκό κάθε που το βρέφος το αναζητούσε λαίμαργα και τρυφερά αγγίζοντας με το χέρι του στο μέσον του στέρνου κοντά στην καρδιά της.
Ένα τακ έκανε η καρδιά, το ένοιωσε. Εκεί μετά από λίγα χρόνια θα την κάρφωνε η ρομφαία, πύρινη, όταν ο γιος της θα σταυρωνόταν. «Αχ, Υιέ και Θεέ μου μακάρι να ήμουν εγώ η τελευταία», μονολόγησε πάνω από το κεφάλι του βρέφους. Γνωρίζοντας από μικρό κορίτσι πια πόσο πονάει κάθε μάνα που χάνει το παιδί της ως που να νικηθεί οριστικά ο θάνατος, ώσπου να έρθει η επί γης ειρήνη και η καταλλαγή.
Αμήν Παναγία μου.