Πολυγραφότατη ποιήτρια, έχει εκδώσει ήδη 17 ποιητικές συλλογές, αλλά και πληθωρική προσωπικότητα, η Άννα Δερέκα μας εκπλήσσει πάντα με τα καταρρακτώδη ποιήματά της και τον ιδιαίτερο τρόπο που χρησιμοποιεί τον λόγο της. Ο ίδιος ο τίτλος της ποιητικής συλλογής είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η συλλογή «Εις εαυτόν κρημνοί» περιλαμβάνει 67 ποιήματα και 5 πεζά: («Σαββούλα», σελ. 35-36, «Ανθ’ ημών, τα ξεχασμένα όνειρα», σελ. 51-52, «Εικόνες του δρόμου Και της μοναξιάς», σελ. 79-80, «Άνωθεν εξ αοράτου», σελ.86-87, «Όταν μια πολυστόλιστη βγαίνει γυμνή στη νύχτα», σελ. 96). Αφιερώνεται με τρυφερότητα «Σ’ αυτούς που δεν θα ξανάρθουν», όπως στον άντρα της, τους γονείς της, σε πρόσωπα συγγενικά και πολύ αγαπημένα, αλλά και σε τόπους, όπου έχει ζήσει, στην Έδεσσα, τη Θεσσαλονίκη, το Δοξάτο Δράμας, τα Ιωάννινα, τη Στοκχόλμη, ακόμη και σε άψυχα, που τη δένουν όμως συναισθηματικά μαζί τους, όπως στο σπίτι της εφηβείας της στη Θεσσαλονίκη, στο πρώτο ποδήλατό της, στον κήπο με τα μπλε κρίνα στο πατρικό της σπίτι, στις γιορτές των Ανθεστηρίων, πάνω στο άρμα ως μικρή μέλισσα, στα ημερολόγιά της, ακόμη και στα ποιήματα που κάποτε έσκισε.
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, 23 συνολικά, είναι ερωτικά και ακολουθούν πολύ κοντά σε αριθμό, 22, ποιήματα που αναφέρονται σε συναισθήματα, σκέψεις, αγαπημένους ποιητές και έργα της λογοτεχνίας, όπως π.χ. «Επέπρωτο μόνη», σελ. 11-13,» Εκβάλλει στον καθρέφτη μου ο Αώος ο Άραχθος ο Μισισσιπής», σελ. 17-19, «Στους εκπεσόντες αγγέλους, που κάποτε ήταν ποιητές», σελ. 20-22, «Στην αιώρα του ποιήματος», σελ. 30-32,» Ως εμμονική της έσω ακοής», σελ. 46, κ. ά. Κάποιες φορές, τα ποιήματα αυτά διαπλέκονται με τα ερωτικά.
Έχουμε επίσης οκτώ (8) ποιήματα για ποιητές και για την ποίηση: «Επέπρωτο μόνη», σελ. 11-13, «Εκβάλλει στον καθρέφτη μου ο Αώος ο Άραχθος ο Μισισσιπής», σελ. 17-19, «Στους εκπεσόντες αγγέλους, που κάποτε ήταν ποιητές», σελ. 20-22, «Αμφιλύκη-θηλυκό λόγιο», σελ. 25-26, «Λίγο λαρύγγι αηδονιού», σελ. 27-28, «Πυρ αίθομεν», σελ. 67, «Επί χάρτου», σελ. 88, «Πώς να περάσω αλώβητη», σελ. 108-109.
Στη συλλογή υπάρχουν τέσσερα (4) ποιήματα με ιστορικό περιεχόμενο: «Η κάμερα δε δείχνει το παραμικρό», σελ. 39, «Σαν βουβάλι Μακεδονίτικο», σελ.57-58, «Το ’21 μου», σελ. 63-65, με αναφορές στον Μπάιρον, «Ο τόπος εντός της Ή Είχε κάτι από νυχτερινά ποτάμια και βουνά, το αίμα της», σελ. 105-106.
Δύο (2) ποιήματα αναφέρονται στη μητέρα, «Επινόηση ενάντια στη φθορά», σελ. 49-50: «Οι Χαρτοποιίες/Τα τυπογραφεία, τα βιβλιοδετεία,/Είναι η επινόησή μας/Ενάντια στη φθορά//Έλεγε η μητέρα//{…}Έτσι/Μας δίδασκε η μητέρα//Την παραδοχή/Της ενηλικίωσης/Του γάμου/Των γηρατιών/» και «Στην επικράτεια των θαυμάτων», σελ. 74, καθώς και μία αναφορά στο πεζό «Ανθ’ ημών , τα ξεχασμένα όνειρα», σελ. 51-52).΄Ενα (1) ποίημα αναφέρεται στον πατέρα, «Άοπλος», σελ. 101: «{…}Ο πατέρας όμως /Καθόταν εκεί/ Στην πολυθρόνα του/Με το φθαρμένο ύφασμα//Κρατώντας/Με δύναμη στα χέρια/Το παλιό λεξικό//{…}Ίσως γι’ αυτό/Τον αγαπούσα/Τόσο πολύ//Άοπλος/Άοπλος/Πολεμούσε τον θάνατο/» και ένα (1), πολύ όμορφο ποίημα, αναφέρεται και στους δύο γονείς, «Ασπρόμαυρο φιλμ ή αδιαχείριστο πακέτο», σελ. 100: «Βράδιαζε/ Και θυμόμουν/Την ωραία νεότητά μου//Ταυτισμένη/Με την προνομιούχα/Συντροφιά/Των γονιών μου//Που η έγνοια τους/Ήταν//Νάμαι χρήσιμη/Σα ψωμί//Ευωδιαστή/Σα θυμάρι//Ζεστή/Σα θημωνιά/Θερισμένο στάχυ/Το καταμεσήμερο/». Ποιήματα για τη μητέρα έχουμε και στη συλλογή «Πάντα κινδύνευα από τις λέξεις» (2023), στις σελ. 61-62 και 124, και για τον πατέρα, σελ. 125.
Επίσης, υπάρχει ένα ποίημα που εκφράζει θυμό για τον φθόνο και τη μιζέρια κάποιων γυναικών και έχει έντονα ειρωνικό χαρακτήρα, (Αυτές οι βαμμένες γυναίκες, σελ. 91-92. Τέλος, υπάρχουν και μερικά ακόμη ποιήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως π.χ. «Νανουρίσματα», σελ. 33.
Τα θέματα της ποιητικής συλλογής είναι ποικίλα και αναφέρονται σε αυτά που απασχολούν το ποιητικό υποκείμενο, αλλά έχουν και πανανθρώπινο χαρακτήρα, όπως:
Ο έρωτας, που συχνά εκφράζεται με πάθος, ηδυπάθεια, αισθησιασμό. Στο ποίημα π.χ. «Το δικό της πέλαγος», σελ. 14, με κοφτούς, ασθματικούς στίχους περιγράφεται στη δεύτερη στροφή, και εντείνεται από μια εντυπωσιακή μεταφορά, το πάθος και ο αισθησιασμός του ποιητικού υποκειμένου: «Τι πιθανότητες/Είχε/Ενώ/Ο άντρας/Ερχόταν κατά πάνω της,/Κανένας/Δεν προγνώριζε//Όμως/Ο κίνδυνος ήταν μέγας/Όσο/Κάτω απ’ το φουστάνι της/Έκρυβε/Εκείνο/Το φημισμένο/Πάντα φουρτουνιασμένο πέλαγος/». Αντίστοιχες εικόνες πάθους και έρωτα, που παριστάνονται με μια σειρά πέντε ευφρόσυνων παρομοιώσεων και δύο επαναλήψεων, έχουμε και στο ποίημα, «Το φέγγος του έρωτα», σελ. 38: «Κάναμε έρωτα/Κι έπειτα τρώγαμε/Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι/ {…}Κι έπειτα/Ακούγονταν νότες περίεργες/Σαν από γιορτινή εκκλησία/Σαν κουδούνισμα σχολείου/Σαν τρυπωμένος γρύλος/Στα σεντόνια/Σαν μέλισσα/Που ρουφούσε γύρη/Τρεις μέρες/Και τρεις νύχτες/Έφεγγε το δωμάτιο/». Κάποιες φορές το αντικείμενο του πόθου είναι ένας ωραίος έφηβος, « ένα βαθιά ερωτικό και αισθησιακό» αγόρι («Με φαγωμένα από τα φιλιά και την αλμύρα, χείλη», σελ.42), με πρόσωπο που «Φώτιζε πιο πολύ/Από την Πανσέληνο!», («Μεγάλη Παρασκευή», σελ. 54), «με κρουστή σάρκα και σφιγμένα πλευρά από την κωπηλασία στην Λίμνη», («Ανομολόγητη διάθεση εντυπωσιασμού ή Κάτω από τα ζωγραφισμένα ταβάνια», σελ.48). Τη χαρά και τη λάμψη του έρωτα, συναντάμε και στο ποίημα «Αστροφεγγής. Μ’ έβαψε το φεγγάρι», σελ. 94:» {…} Εχ! Θα στραφτοκοπώ αύριο/Απ’ το φεγγάρι/Και τον έρωτα/Φρεσκολουσμένη», αλλά και την έξαψη του έρωτα και του πάθους συναντάμε και στο τρίστιχο, «Άνοιγαν λουλούδια στον ουρανό», σελ. 103: «Θα πεταχτώ από τα ρούχα μου/Κι ύστερα θα πεταχτώ από το σώμα μου/Γυμνή να με γνωρίσεις», όπως αντίστοιχα, με μια εντυπωσιακή παρομοίωση, και στο «Χωρίς αντίσταση», σελ. 107: «{…}«Έβαζε ο έρωτας στην καρδιά μου/Δύναμη και λαχτάρα//Κι όπως κανένας/Δεν μπορεί ν’ αντισταθεί/Σ’ ορμή χειμάρρου/Όταν φουσκώσει//Έγερνα σαν κλαδί/Που έκατσε επάνω του/Μια παρέα χελιδόνια/». Πολύ όμορφα ερωτικά είναι και τα παρακάτω ποιήματα: «Στρατηγική του πόθου», σελ. 29, όπου το ποιητικό υποκείμενο, με μια σειρά έξοχων παρομοιώσεων και προσωποποιήσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, καταστρώνει μια ολόκληρη στρατηγική, για να ελκύσει τον αγαπημένο της. Στο ποίημα «Μαλώνω τον πόθο», σελ. 37, το ποιητικό υποκείμενο αφήνει την ερωτική πρωτοβουλία και την απόφαση στον αγαπημένο: {…} «Έμεινε γυμνή/Η σπονδυλική μου στήλη//Μια σκάλα//Να την ανέβεις αγαπημένε/Θα βγεις στον ουρανό//Να την κατέβεις/Βγάζει πάνω μου.//Εσύ ν’αποφασίσεις./». Αλλά και στο ποίημα «Ταξίδια», σελ. 99, το ποιητικό υποκείμενο ομολογεί πως με τον ναυτικό εραστή {…} «κει πάνω/Στον έρωτα//Έζησα μαζί του/Όλα τα ταξίδια που έκανε/». Και στην ποιητική συλλογή «Αιμάσσων»(2019) υπάρχουν πεζά και ποιήματα με έντονο ερωτισμό, (όπως π.χ. «Έφηβοι σαν αγάλματα ελληνικά», σελ. 31,» Ως αστήρ διάττων», σελ. 33, «Ζην επικινδύνως», σελ. 64. Αντίστοιχα στην ποιητική συλλογή «Πάντα κινδύνευα από τις λέξεις» (2023) αρκετά ποιήματα έχουν αισθησιακό χαρακτήρα: (π.χ. «Όπως αρμόζει σ’ έναν αγαπημένο εραστή», σελ. 42, «Παρασκήνιο», σελ. 46, «Υπαινικτικά του πόθου», σελ. 48, «Στην κλίνη σου σηκώθηκε αέρας», σελ. 49, «Εποχιακό θαύμα», σελ. 77, «Ενώ ακούγονταν στον κήπο μου αηδόνια», σελ. 116, «Κύματα που’χουν νταντέλες στο μεσοφόρι μου», σελ. 129-130).
Άλλο συναφές θέμα είναι Ο έρωτας/θάνατος, δύο έννοιες που πολύ συχνά στην ποίηση διαπλέκονται: π.χ. στο ποίημα «Σφαγμένος έρωτας», σελ. 41, με αναφορά στον «σφαγμένο» έρωτα της Μήδειας. Γενικά η Μήδεια είναι ένα πρόσωπο που συχνά συναντάμε στην ποίηση της Α. Δ. (δες και το ποίημα «Μήδεια», σελ. 23-24, αλλά και στην ποιητική συλλογή «Πάντα κινδύνευα από τις λέξεις», στο ποίημα «Η αλήθεια στον μύθο», σελ. 53-54). Στο ποίημα «Η ακατανόητη έννοια του θανάτου και του έρωτα», σελ. 84: «{…}Όταν τα κενά μέσα μου/Άρχισαν να ουρλιάζουν/Μόνον τότε ένιωσα//Τον οίστρο της τρυγόνας/Στις ώχρες των τρούλων στα Βαλκάνια//Τα επίθετα των ωδών του Κάλβου//Την ροή του Αχέροντα/Στις φλέβες μου/», επίσης στο ποίημα «Ο άλλος χειμών», σελ. 75: «Το σεντόνι μου/Σαν χιονισμένος τόπος//Έφυγες, γι’ αυτό/». Στο ποίημα «Κι αν δεν υπάρχω αγαπημένε», σελ. 81, με μια σειρά μεταφορικών φράσεων, παρομοιώσεων και προσωποποιήσεων, το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται με σπαρακτικό τρόπο στον αγαπημένο: «{…} Κι αν δεν υπάρχω αγαπημένε/Ένα σκιερό σούρουπο/Κουβαριάσου σαν παλιό αίνιγμα/Και φώναξε τ’ όνομά μου/Μια φορά/Δυνατά/». Αντίστοιχα στο ποίημα «Η τόλμη μιας στιγμής παραδομού», σελ.82-83, θύμα και θύτης, βρίσκονται μαζί «στη βυθισμένη τριήρη»: «{…} Καθώς κατέβαινα/Δίχως αίγλη επιθέτων/Την βυθισμένη τριήρη/Ως να έμπαινα/Στην σάπια βάρκα του Αχέροντα/», ενώ στο ποίημα «Η ακατανόητη έννοια του θανάτου και του έρωτα», σελ. 84, το ποιητικό υποκείμενο θα χρειαστεί πρώτα να κατανοήσει τη Μήδεια, το «δεινόν» του Θεόφιλου και το πώς ο Βιντσέντσος Κορνάρος «κράταγε την αθωότητα της Αρετούσας», για να νιώσει «τον οίστρο της τρυγόνας», τα επίθετα των ωδών του Κάλβου, «Την ροή του Αχέροντα/Στις φλέβες μου/». Τέλος, στο ποίημα «Ωδή στη ματαιότητα», σελ. 89, το ποιητικό υποκείμενο πάσχει από την απουσία του αγαπημένου: «Γιατί δεν είναι/Άστρα αυτά απόψε/Θεωρία θεάτρων/Να χειροκροτούν/Την απουσία σου». Τη σύνδεση συχνά του έρωτα με τον θάνατο βρίσκουμε σε αρκετά ποιήματα και στην ποιητική συλλογή της Α. Δ. «Πάντα κινδύνευα από τις λέξεις», ( π.χ.» Αμύνεσαι, λες και είσαι η Τροία», σελ. 13-14, « Αχ, αγαπημένε μου, μείνε», σελ. 30,» Στους δρόμους που περπάτησες», σελ. 33, «Ήσπαιρεν ηδονικώς υπό το μέθυ του επέκεινα», σελ. 37, «Κι είδα το ποίημα μισοτελειωμένο μέσα στο μαύρο που έσβηνε», σελ. 40-41,» Στην απουσία σου», σελ. 60, «Έτσι σε αγάπησα ήθελα να σου αφαιρέσω το μέλλον», σελ. 76, «Μέγα Ψυχοσάββατο», σελ.98, «Η ζωή σ΄ ένα πλήθος από θραύσματα και χωριστές στιγμές», σελ. 131, «Συγκρίνοντας», σελ. 132).
Η μοναξιά, είναι ένα άλλο αγαπημένο θέμα της Α. Δ., αλλά και της ποίησης γενικότερα: Το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Επέπρωτο μόνη», σελ. 11-13, διαβάζει Αλκμάνα, ακούει τη σονάτα του Σκαρλάτι, ο Κάλβος της αφιερώνει τις Ωδές του, ο Λωτρεαμόν τα άσματά του, ο Απολλιναίρ της προσφέρει τα Άπαντά του, αλλά εκείνη «{…} Πεποικιλμένη εξ ουρανού/Εύφλεκτο φως//Ωστόσο/Επέπρωτο/Μόνη/». Το βαρύ αίσθημα της μοναξιάς θα το δούμε και σε ποιήματα της συλλογής «Αιμάσσων» της Α. Δ. (π.χ. «{…}Αχ, κορμί μου σπαταλημένο στη μοναξιά/σαν μια κούπα πικρό κρασί/», στο ποίημα «Αχ, κορμί μου βουερό κι ανήσυχο», σελ. 45, «Να κατασκευάζω ποιήματα/-τι άλλο μου έμεινε!», στο «Μονόλογος», σελ. 82. Αλλά και στην τελευταία ποιητική συλλογή της Α.Δ. «Πάντα κινδύνευα από τις λέξεις», π.χ. το ποίημα «Μοναξιά», σελ. 55 και το τρίστιχο, «Εγκώμιον μοναξιάς», σελ. 133, με την πικρή διαπίστωση: «Πώς/Διακοσμεί το σεξ/Τη μοναξιά της καρδιάς!»).
Το θέμα της Άνοιξης το βρίσκουμε σε τρία ποιήματα, στα δύο όμως από αυτά η Άνοιξη σκορπάει τα λουλούδια της σε κοιμητήρια: «Στα ελληνικά νεκροταφεία», σελ. 60, και « Μικρή Ανάσταση», σελ. 61, ενώ στο τρίτο ποίημα η «Άνοιξη», σελ. 66, συνδέεται με τον πόθο που είχε ο αγαπημένος για τα ξανθά της μαλλιά: «Η Άνοιξη είναι μια σπασμένη χορδή/Στο λαιμό του καναρινιού/Μια τσαλακωμένη κοριτσίστικη φούστα/Μια μπούκλα απ’ τα ξανθά μου μαλλιά/Που πόθησαν οι κραυγές σου».
Άλλο προσφιλές θέμα της συλλογής είναι Η ποίηση π.χ. «Άνωθεν εξ’ αοράτου», σελ. 86-87, και «Επί χάρτου», σελ.88: «Η ποίησή μου!//Κατά βάθος/Συνθηκολογημένη//Ξέρει/Πως μάχεται επί χάρτου».
Και οι ποιητές, π.χ. Αλκμάνας, Κάλβος, Λωτρεαμόν, Απολλιναίρ, στο ποίημα «Επέπρωτο μόνη», σελ. 11-13, Πάουλ Τσέλαν και Καταραμένοι ποιητές στο ποίημα, «Εκβάλλει στον καθρέφτη μου Ο Αώος ο Άραχθος ο Μισισσιπής», σελ. 17-19, Σεφέρης στο ποίημα που αφιερώνεται «Στους εκπεσόντες αγγέλους, που κάποτε ήταν ποιητές», σελ. 20-22: «{…}Γιατί ουρανόθεν νυξ/τρομάζει/Τους εκπεσόντες αγγέλους/Που κάποτε/Ήταν ποιητές//{…}Ξεχύνονταν από τον λειμώνα/Του στήθους τους/Ένα κοπάδι ονειροπόλα/ Άγρια πουλιά/Προς τα βουνά/». Στο ποίημα «Αμφιλύκη-θηλυκό λόγιο», σελ. 25-26, αναφέρονται τα ονόματα 12 αυτοκτόνων ποιητριών, όπως Κοραλλία Θεοτοκά, Ανν Σέξτον, Σύλβια Πλαθ, Αντόνια Πότσι, Βιρτζίνια Γουλφ, Κατερίνα Γώγου, Πηνελόπη Δέλτα, Μαρίνα Ιβάνοβνα Τσβετάγεβα, Μαρία Πολυδούρη, Σαπφώ, κ.ά. «{…}Χέρι εξασκημένο/Στη μανία της πένας/Με έρωτα/Ομνύοντας θάνατον//Εμμονές/Τραύματα ουλές/Ένα σκοτεινό επέπρωτο//{…}Μαύρο σύννεφο τις κάλεσε//Γίνανε σιγαλινή βροχή/Να δροσίσουν τα μνήματα των αδικοχαμένων/Να σβήσουν τη σκόνη των ανθρώπων στα κυπαρίσσια/». Συναφές το ποίημα «Λίγο λαρύγγι αηδονιού», σελ. 27-28, ποίημα κατανόησης και αλληλεγγύης προς τις γυναίκες, όπου το ποιητικό υποκείμενο αναλαμβάνει να υποστηρίξει το δίκιο τους, αρχίζοντας με μια εντυπωσιακή παρομοίωση: «Όπως ο Έβρος ποταμός/ Κατεβάζει το κεφάλι του Ορφέα/Στις φλέβες μου κατρακυλούν/Κορμιά σφαγμένων γυναικών//Τραγουδάει το κεφάλι του Ορφέα/Παφλάζει το αίμα/Των γυναικών το δίκιο/Φωνάζει//Μ’ ένα ποίημα/Πώς/Να τις δικαιώσω;//Ζητώ λαρύγγι αηδονιού/Το μαύρο ενός κότσυφα/Μανία ενός χειμώνα/Δρεπάνι που θερίζει/Ουρανό//{…}Όχι/Δεν θα ταξιδέψουν/Χωρίς ποίημα-κάθε ταξίδι/Δίχως ποίημα ματαιώνεται//Το νυφικό ποιος το χρειάζεται;». Αναφορές στην Αχμάτοβα, την Τσβετάγιεβα, αλλά και σε άλλες, λιγότερο γνωστές, γυναίκες: «{…}Κινήματα/Στους ουρανούς/Εν μια νυκτί συμμάχησαν/Μίρρα Λοχβίτσκαγια, Ζιναϊδα Γκίππιους, Σοφία/Παρνόκ/»/στο ποίημα «Πυρ αίθομεν», σελ. 67. Τέλος, στο ποίημα «Πώς να περάσω αλώβητη», σελ. 108-109, υπάρχουν αναφορές στον Όμηρο, «που τυφλώνει τους νεοκυνικούς», τον Διονύσιο Σολωμό, «με τη Γυναίκα της Ζάκυνθος» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», τον Καρυωτάκη, «με τα μαύρα ρήματα», τον Κάλβο «με τα επίθετα», τον Αρχίλοχο «με τα ολιγόστιχα», τη Σαπφώ και τον Αλκμάνα, «με το βλέμμα πάντα σε άλλους κόσμους». Και το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται στον καταληκτικό στίχο: «Πώς να περάσω αλώβητη διαμέσου σας!».
Άλλα θέματα πιο μεμονωμένα που συναντάμε στη συλλογή είναι, για παράδειγμα, η «αβόλευτη ψυχή», τα αποδημητικά πουλιά, το στοιχείο του νερού, τα όνειρα, η φαντασία, η υποκρισία και η κακία του κόσμου: Στο πιο εκτεταμένο ποίημα της συλλογής, «Ψυχή αβόλευτη», σελ. 68-70, μας συγκινεί η περιγραφή μιας ταπεινής γυναίκας που στην κουζίνα της μεταμορφώνει τις πρασινάδες των υλικών της σε πολύτιμα κοσμήματα και ομορφαίνει τη φύση ολόγυρά της: «Δεν ξέρω/Αν υπάρχει γυναίκα/Στον κόσμο//Που θα μπορούσε/Με τόσο πάθος/Να κρατάει την ψυχή της Αβόλευτη//{…}Αυτή/Έσπαζε τη στιγμή/Και μέσα στο ρήγμα του χρόνου/Σε μια δική της μικρή/Ρόδινη διάσταση//Τύλιγε στα δάχτυλα/Τα φτωχά της κοσμήματα/Μεταξωτές πρασινάδες/Από τα καρότα//Και λεπτούς μίσχους μαϊδανού/Μ’ ένα κόκκο στάρι πάνω τους/Πολύτιμο διαμάντι//Κι ακουγόταν τότε/-Εκείνη μόνο τη στιγμή//Ο ήχος του ποταμού/Το τίναγμα/Απ’ τις φτερούγες του κορυδαλλού//Κι η φωναχτή μυρωδιά/Της ρίγανης/Βαθειά μέσα στο δάσος/».
Τα αποδημητικά πουλιά, ένα μοτίβο που δείχνει την ανάγκη, αλλά και τη δυνατότητα του ποιητικού υποκειμένου να δραπετεύει: «Αφού ξέρεις/Αν θελήσω/Με τον άνεμο του Φθινοπώρου/Ακολουθώ τις αγριόχηνες, στο ποίημα, «Ήθελα μόνο Να είμαι Ακροβάτισσα», σελ. 95),
Το στοιχείο του νερού, είναι έκδηλο σε πολλά ποιήματα της συλλογής,. Ποτάμια, θάλασσες, λίμνες μνημονεύονται στα ποιήματα: «Εκβάλλει στον καθρέφτη μου Ο Αώος ο Άραχθος ο Μισισσιπής», σελ. 17-19, «Ο εν ύδασι την γην κρεμάσας», σελ. 47: «Έδεσσα/Θεσσαλονίκη/Ιωάννινα/Στοκχόλμη//Στάζω νερό», «Θεσσαλονίκη», σελ. 59, «Ψυχή αβόλευτη», σελ. 68-70, «Ο τόπος εντός της Ή Είχε κάτι από νυχτερινά ποτάμια και βουνά, το αίμα της», σελ 105.
Τα όνειρα, τα συναντάμε επίσης συχνά στην ποιητική συλλογή της Α.Δ., όπως για παράδειγμα, στο ποίημα «Εκβάλλει στον καθρέφτη μου Ο Αώος ο Άραχθος ο Μισισσιπής», σελ. 17-19: «{…}με όνειρα φτιαγμένα/Από κόκκαλα και σκιές/», «Νανουρίσματα», σελ. 33, «Έχουν και τα όνειρα/Τα τραγούδια τους/», «Η κάμερα δε δείχνει το παραμικρό», σελ. 39: «Είχαν όνειρα που σάπισαν/Κούκλες που πέτρωσαν στο κρύο/», «Το όνειρο», σελ. 43: «{…}Το όνειρο/Ήτανε η πραγματική ζωή/Που μας προόριζε ο Θεός/», «Ανθ’ ημών, τα ξεχασμένα όνειρα», σελ. 51-52, «Η διαδρομή της αθωότητας», σελ. 76-77: «{…}κι είναι δύσκολο να ζεις/μόνον με όνειρα/ή μόνον με αποχωρισμούς/», «Κοκκινότσιχλα», σελ. 78: «{…}Για ένα παρόμοιο πέταγμα/Ξόδεψα/Τα όνειρα όλης της εφηβείας μου/Φιλοδοξίες/Και έρωτες ακόμη/», «Σαν μια ρωγμή», σελ. 97: «{…}Και βλέπεις να γλυστράν/Οι μάταιες ελπίδες σου/Τα’ απομεινάρια/Απ’ τα μοναχικά σου όνειρα/», «Μεγάλα όνειρα για το Ωραίον», σελ. 102: «{…}Πολιορκημένη/Από μεγάλα όνειρα//Τέτοια/Που μόνον οι λαξευμένοι/Μυώνες των εφήβων/Προκαλούν/».
Οι φαντασίες, σε ένα μόνο ποίημα, όμως πολύ χαρακτηριστικό, που ο τίτλος του παραπέμπει στον Δάντη, «Γέννησε δικό της Παράδεισο, Καθαρτήριο, Κόλαση», σελ. 45: «Οι μοναχικές φαντασίες/ Ζύμωσαν//Ό, τι υπήρξα//Ό, τι απέγινα».
Η υποκρισία, όπως και η κακία καταγγέλλονται στο πεζό κείμενο «Σαββούλα», σελ. 35-36, ενώ η κακία του κόσμου στο ποίημα, «Αυτές οι βαμμένες γυναίκες», σελ. 91-92: «{…}Μνησίκακες γριές/Ξεχτένιστες/Βγαίνουν απ’ τα κομμωτήρια/Ιδρωμένες/Αγνοημένες//Ετοιμάζουν/Τον κρυφό φόνο/Των ωραίων τροπαιούχων/Δεκαοχτάχρονων κοριτσιών/» και «Προϊόν αρπαγής», σελ 98.
Αξίζει να αναφέρουμε πως στα ποιήματα της συλλογής εμφανίζεται μια ολόκληρη πινακοθήκη προσώπων ιστορικών ή πλασματικών, ήρωες και ηρωίδες μυθιστορηματικών έργων, π.χ. Χάλκεμπέρι Φιν, Τομ Σόγερ, Όμηρος, Αχιλλέας, Μήδεια, Σαπφώ, Αλκμάνας, Αντιγόνη, Ελένη, Σεχραζάτ, Βιντσέντζος Κορνάρος, Ζαν ντ’ Αρκ, Μπάιρον, Ντοστογιέφσκι, Μαρκ Τουέν, Σολωμός, Κάλβος, Ιούλιος Βερν, Καρυωτάκης, Μάρκος Μέσκος, Σαχτούρης, κ..ά. Επίσης προβάλλονται πόλεις, τοπία, ποτάμια, π.χ. Θεσσαλονίκη, Έδεσσα, Βόδας, Αώος, Άραχθος, Μισισσιπής, που συνδέονται συναισθηματικά με το ποιητικό υποκείμενο..
Στα ποιήματα της Α. Δ. εντυπωσιακή είναι η χρήση της γλώσσας. Γλώσσα που σφύζει από ζωντάνια, χειμαρρώδης, κάποτε ειρωνική και καυστική, περιπαθής, θλιμμένη, αισθαντική. Πολύ συχνά συναντάμε στο εντυπωσιακά πλούσιο λεξιλόγιό της λόγιες, αρχαίες ή αρχαιοπρεπείς λέξεις και φράσεις, όπως: Επέπρωτο, Ολολύζει, στίλβοντα επίθετα, ρεμβώδη αίγλη, Της ενεχείρησε αλλόφρων, πεποικιλμένη, άπταιστο κρίνο, στιλπνά, ουρανόθεν νυξ, εκπεσόντες αγγέλους, ποθήω, μάομαι, επωδάς, αέναα, Νέμεσιν, ομνύοντας, εχέμυθα λευκώματα, αιώρα, άνωθεν, ευωδιά νηπενθούς βιολέτας, θηρευτές της ουτοπίας, πυρ αίθομεν, ετελεσφόρησαν, χειμών, ιάμβους, μειδίαμα, οίστρος, υπαινίσσεται, εξ’ αοράτου, επί χάρτου, περικαλλές Γυμνάσιο, αλώβητη, ορυμαγδός, κατήφεια, εύγλωττη μοναξιά. Αλλά και ιδιωματικές λέξεις, όπως: σαρμανίτσα, παραδομός, κ. ά., λέξεις που διανθίζουν τα ποιήματα και τα πεζά με το ιδιαίτερο ηχόχρωμά τους.
Η ποιητική συλλογή της Α.Δ. με τον σημαίνοντα, αρχαιοπρεπή τίτλο «Εις εαυτόν κρημνοί», που παραπέμπει σε δύσκολες προσωπικές καταστάσεις, ψυχικό άλγος και εσωτερική δυστοπία, κατορθώνει να μας συγκινήσει με τα μεγάλα ανθρώπινα θέματα που προσεγγίζει, τον έρωτα, τον θάνατο, τα αγαπημένα πρόσωπα, τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που μας συντρόφευσαν και μας συντροφεύουν με την ιαματική τους δύναμη, τις πόλεις και τα τοπία, που μας σημάδεψαν, και κατορθώνει βέβαια να μας γοητεύσει, με τον πλούτο των ποιητικών και γλωσσικών στοιχείων που χρησιμοποιεί.