Μια σειρά από σαράντα ποιήματα με έντονο ειρωνικό ή σαρκαστικό, κάποτε και αυτοσαρκαστικό στοιχείο περιλαμβάνει η ποιητική συλλογή Παράκτιος οικισμός της Δήμητρας Χριστοδούλου. Οι εναλλαγές των ρηματικών προσώπων, οι τολμηρές, συχνά εφιαλτικές εικόνες, οι αντιθέσεις, οι επαναλήψεις, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις, οι συχνές αναφορές σε χρόνο και τόπο, σε πρόσωπα άλλων εποχών, αλλά και σύγχρονα, όπως στους σημερινούς πρόσφυγες, και η θλίψη που είναι διάχυτη παντού, μαζί με την πυκνή χρήση κυρίως ενεργητικών ρημάτων σε πρώτο πρόσωπο, λειτουργούν έτσι, ώστε η ποιητική συλλογή να μας καθηλώνει κυριολεκτικά.
Προτάσσονται δύο μότο, το πρώτο του Ν. Καρούζου και το δεύτερο του Γ. Βαρβέρη, που νομίζω πως δίνουν το στίγμα της συλλογής. Τα άψυχα και τα έμψυχα συνυπάρχουν στα ποιήματα σε ένα εφιαλτικό σφιχταγκάλιασμα, ενώ οκτώ φορές συναντούμε τη λέξη φεγγάρι που αποτελεί μια από τις σταθερές της ποιήτριας: «του φεγγαριού το κεφάλι» (σελ. 9), «το μισοφέγγαρο» (σελ. 10), «Θαμπό φεγγάρι» (σελ. 15), «θ’ αστράφτει το φεγγάρι» (σελ. 15), «Ένα φεγγάρι θα ήταν χλωμότερο» (σελ. 18), «Το πράο φεγγάρι» (σελ. 27), «το ελάχιστο φεγγάρι» (σελ. 30), «Μπήκε στη σκέψη μου το φεγγάρι» (σελ. 31).
Τα θέματά της είναι ποικίλα. Συχνά αντλούνται από εικόνες της φύσης (Ο ξεναγός, σελ. 13, Τα ονόματα, σελ. 22, Τα πουλιά, σελ. 24, Των Θεών, σελ. 28) ή της πόλης (Καρτ ποστάλ, σελ. 16) και της βροχερής νύχτας (Συμβαίνουν αυτά, σελ. 34). Αντλούνται επίσης από τα ζώα (Κατά κανόνα, σελ. 14), την αγριάδα της εφηβείας (Λοβοτομή, σελ. 15), τις σχέσεις ενός ζευγαριού (Μετά το σινεμά μια μπύρα, σελ. 17), την επιστροφή στο παρελθόν (Το πανηγύρι, σελ. 18), τις αναμνήσεις νεκρών φίλων (Το κατάλληλο δώρο, σελ. 21), από μια δασκάλα (Η δασκάλα, σελ. 25), το πατρικό σπίτι (Το τσίμπημα, σελ. 26), τους πρόσφυγες (Παράκτιος οικισμός, σελ. 27), τη φλόγα των λόγων (Τα κεράκια, σελ. 29), τον ρόλο του φεγγαριού (Ένας ρόλος, σελ.31), τη μοναξιά (Το τέλος μιας μέρας, σελ. 9, Συλλείτουργο, σελ. 30, Το Πάσχα των άλλων, σελ. 32, Καλή παρέα, σελ. 35, Συναπτά έτη, σελ. 36) και τη μοναξιά του θανάτου (Ανεπιστρεπτί, σελ. 19, Η κυρία Ειρήνη, σελ. 33), τον νεκρό πατέρα (Κοτσιδάκια με φιόγκο, σελ. 37), τη θλίψη (Φιλικό πνεύμα, σελ. 12, Το τσίμπημα, σελ. 26, Το τελετουργικό, σελ. 43, Σπίθα, σελ.48)) και τη θλίψη των γηρατειών (Κοσμογονία, σελ. 40), τον Θεό και τους ανθρώπους (Μοιρασμένα καθήκοντα, σελ. 41),την αυτοχειρία (Καλό σημάδι, σελ. 41), τα αδέλφια (Περιουσία, σελ. 44). Κυρίως όμως από τον πανδαμάτορα χρόνο (Το τέλος μιας μέρας, σελ. 9, Συναπτά έτη, σελ. 36, Η φάρσα, σελ. 38, Ζήτημα χρόνου, σελ. 39, Δώδεκα, σελ. 45, Το ερώτημα, σελ. 46).
Όλα τα ποιήματα, όπως ήδη επισημάνθηκε, είναι έμφορτα από μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις και συνήθως από το ειρωνικό, (αυτό)σαρκαστικό ακόμη και το μακάβριο στοιχείο. Γι’ αυτό ίσως η ποίηση της Δ. Χριστοδούλου μας παραπέμπει συχνά στην ποίηση του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Σαχτούρη και του Βαρβέρη. Εξπρεσιονιστικά στοιχεία, παραισθητικά ή και εξωλογικά συνομιλούν στις περισσότερες συνθέσεις, όπως στο Περί το τέλος της ημέρας (σελ. 9),όπου περιγράφονται σχεδόν φλεγματικά εφιαλτικές εικόνες και απόλυτης μοναξιάς από το τέλος μιας μέρας : «Στο τραπέζι είχε απομείνει ένα μαχαίρι./Πρωτύτερα είχε κόψει ή τραυματίσει./Τώρα η αχρηστία το πάγωνε/Σαν πτώμα μικρού ζώου από ατσάλι.//Στο χαλί είχε απομείνει ένα πάτημα/Δεύτερο πόδι σαν να μην υπήρχε./Εκτός κι αν αβαρές κι ανεμπόδιστο/Συμβάδισε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.//Μια φωνή απ’ την κοιλιά ως το λαρύγγι/Τραβούσε τα ξέφτια της μέσα μου./{…}Αλλά δεν είδα ούτε τον φόνο ούτε τον δραπέτη./Μόνο του φεγγαριού το κεφάλι./Μπαινόβγαινε με πλήξη εδώ μέσα/Χωρίς να κλείνει τα παραθυρόφυλλα.//Έτσι γευμάτισα με τον εαυτό μου/Κι έγειρα πια στο μαξιλάρι».
Στο επόμενο ποίημα, Η κυρία με το σκυλάκι (σελ. 10), που ο τίτλος του παραπέμπει στο ομώνυμο διήγημα (1899) του Τσέχωφ, η εφιαλτική ατμόσφαιρα συνεχίζεται κι ας προσπαθεί το ποιητικό υποκείμενο, σε α΄ ρηματικό πρόσωπο, να την ξορκίσει: {…} Και τώρα οι κρότοι: Να πατώ με συμπόνια/Ανάμεσα από τις κεφαλές/Τόσων σωμάτων βυθισμένων στο χώμα./Να μην εξομολογηθώ. Να μη θυμώσω./Είναι κορμοί κομμένοι σύρριζα,/Υλοτομία, μικροχαρές και αυταπάτη.//Από την πόρτα που κλειδώνω πίσω μου/Μια μυρωδιά από πράσινο σαπούνι./Κάποιος απόμεινε αστραφτερός εκεί μέσα/Σαν δαχτυλίδι σε λειψανοθήκη./Μα πενθούν, δεν στολίζονται μάταια,/Οι γυναίκες που γεννά το μυαλό μου./Είναι τόσο πρόσχαρες όσο/Και το σκυλί που τις ακολουθεί./Σηκώνεται στα πίσω πόδια, παίζει την ουρά,//Υποδέχεται το ακίνητο βλέμμα».
Στο σπαραχτικό ποίημα Διασπορά (σελ. 11), που το διακρίνει και μια υποδόρια ειρωνεία, η θανατερή σιωπή βασιλεύει, μέσα στην ακατοίκητη πατρίδα. Μόνο «{…}Το καναρίνι ακουγόταν ακούραστο/Με τον ενθουσιασμό του σκλάβου που πείσθηκε/Πως είναι εδώ το σίγουρο τέλος.//Τέλος, κλειδώθηκαν οι πόρτες. Ξανανθίσανε/Παντού ασήκωτα μπουκέτα./Θάφτηκε στη μορφίνη της γύρης/Ο θορυβοποιός πληθυσμός./Πάνω από το πάπλωμα, στην ένδοξή της διάρκεια,/Η ακατοίκητη πατρίδα».
Μερικές φορές το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί ευφημισμούς, για να ξορκίσει τη θλίψη και την απουσία, με προστακτικές και με πολύ δυνατές παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, όπως στο ποίημα Φιλικό πνεύμα (σελ. 12): «Ας δώσουμε όνομα στον λόφο εκείνο!/Ανασηκώνεται από τη γη κατάπληκτος/Σαν κάποιος που ξυπνά στο φέρετρό του./Ας ονομάσουμε την εγκατάλειψη έλξη./Χρόνο τον χρόνο η θνητότητα απλώνεται/Πάνω στο πρόσωπο σαν ανήσυχο όνειρο/Κι ο ύπνος συνεχίζεται γύψινος/Πάνω από στρέμματα σκόνης./Λοιπόν, ας πούμε και την έγερση θρύλο./Όλο και κάποιος θα μας έχει αγαπήσει,/Ώστε να τον κρατήσει ζωντανό».
Αλλά και στο ποίημα Τα ονόματα (σελ. 22) θα ονοματίσει διαφορετικά το τσακισμένο δέντρο: {…}Αλλά το τσακισμένο δέντρο αυτό, απέναντι,/(Κεραυνός; Φορτίο χιονιού; Γεράματα;)/Θα το ονομάσω απόψε Δάσος/Με καστανιές, πουλιά, κυκλάμινα,/Με τ’ αχνιστά περάσματα του αέρα,/Με πατημασιές αγριμιών και στίχων/Που και ο θάνατος και η αθανασία θα χλευάσουν».
Παρακάτω θα παραθέσω στροφές ή ποιήματα που με σημάδεψαν περισσότερο για το πρωτότυπο θέμα τους, τη δύναμη του λόγου, της ειρωνείας και του αυτοσαρκασμού, του θανατερού ή μακάβριου στοιχείου: Από το ποίημα Ο ξεναγός (σελ. 13),παραθέτω τη δεύτερη και την τρίτη στροφή για την εντυπωσιακή περιγραφή του προσώπου: {…}Το πρόσωπό του μπορείτε να αισθανθείτε/Καθρεφτισμένο στα ματογυάλια σας,/Αν θυμηθείτε πόσες φορές σας αγνόησαν,/Πόσες φορές είχατε πλήρη βεβαιότητα /Ότι αστειεύεται μαζί σας η φύση/ Όταν επαναφέρει την άνοιξη.//Στα μέρη μας, με τόση άγρια βλάστηση,/Έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει./Φοράει την πέτσινη ποδιά, τις γαλότσες,/Τις αποσιωπήσεις, τη θαμμένη οργή, τη θλίψη,/Κλωτσάει τα σαπισμένα ξύλα προς το μέρος μας,/Παραμερίζει τις τσουκνίδες και το βλέμμα του/Μας σημαδεύει ανάμεσα στα φρύδια».
Στο συγκλονιστικό ποίημα Λοβοτομή (σελ. 15) ο χρόνος ξετυλίγεται από την ωμή εφηβεία δύο αγοριών ως την ενηλικίωσή τους, με έντονο το ειρωνικό στοιχείο και με μια συνταρακτική παρομοίωση στο καταληκτικό τετράστιχο: «Αύριο θα συναντηθούν δυο αγόρια./ {…}Καθένας έχει κιόλας στα μάτια του/Τον αποκεφαλισμό μιας γάτας./Μα απόψε σμίγουν και τα δυο κουλουριασμένα/Στην αγκαλιά της ακατάδεχτης Μαίρης./{…}Αν ζήσουν, το πολύ να γίνουν άντρες./Με χρήματα ή χωρίς. Σχεδόν ζωόφιλοι./{…}Με αιμορροϊδες και προσβεβλημένη σύζυγο./Πόσο θ’ αστράφτει πάνω απ’ τα ποτήρια το φεγγάρι/Που ολόκληρη η ωμή εφηβεία θα ημερεύει./Όσο κι ένα τουφεκισμένο γεράκι/Που το βαλσάμωσαν με τα φτερά ανοιχτά».
Με μια επιστροφή στο παρελθόν και στα παιδικά χρόνια, το ποιητικό υποκείμενο αναπολεί στο ποίημα Το πανηγύρι (σελ. 18), με αυτοσαρκασμό και πάλι και εναλλαγές ρηματικών προσώπων, σκηνές από ένα πανηγύρι: «Με το κεφάλι μου βαρύ από φρόνηση,/Στόχους πετυχημένους, μπαγιάτικους/Και την ανάμνηση μιας μουσικής από κείνες/Που ενθουσιάζουνε σε γαλανές βραδιές/Έγειρα έξω απ’ το παράθυρό μου,/Να δω την πάνδημη κηδεία μου.//Πάγκοι απλωμένοι σ’ όλη τη λεωφόρο./{…}Τέλος, να’ μαι κι εγώ με τ’ αλογάκι μου!/Πώς μου πηγαίνει το αστρικό μου φόρεμα!/Ποτέ μου δεν υπήρξα τόσο ωραία κι όμως τώρα/Ένα φεγγάρι θα ήταν χλωμότερο.//Πλήθος θλιμμένοι πανηγυριστές/Ακολουθούν στον ρυθμό της μπάντας/{…}Τώρα μπορώ να σκύψω στα χαρτιά μου,/Να γράψω στίχους σαν και τούτους: Μάταιους».
Επιστροφή στο παρελθόν και αίσθημα «υπέροχης» μοναξιάς έχουμε και στο ποίημα Συναπτά έτη (σελ. 36), από όπου παραθέτω τη δεύτερη στροφή: «Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε/Που ενθουσίαζαν οικογενειακά στιγμιότυπα/Και παρατάσσονταν οι συγγενείς σε δείπνο/Με φλυαρία γυπαετών/Και κομψότητα φερέτρου από μαόνι…/Τώρα επιτέλους συνοδεύω όλα τα έγγραφα/Με τη δύναμη της προσευχής./Είμαι τόσο υπέροχα μόνη!».
Με τριπλή επανάληψη του «όταν» στα πρώτα 6 δίστιχα και απόδοση στο «τότε» στον έβδομο στίχο, το ποιητικό υποκείμενο, κάνοντας flash back, θυμάται με συγκίνηση τον πατέρα της στο ποίημα Κοτσιδάκια με φιόγκο (σελ. 37) και μας περιγράφει στους τελευταίους στίχους μια μαγική εικόνα πατεράδων με τα κοριτσάκια τους: «Όταν τα δάχτυλα χτυπάνε ώρα στο τραπέζι/Και το κεφάλι μου ζυγίζει σίδερο,/Όταν {…}Τότε αρχίζει να γελά από το κάδρο του/Ο πατέρας μου ο συχωρεμένος,/Ερασιτέχνης τενόρος και αντάρτης/Που, αφού γέρασε στη ραπτική,/Έκαμε έξι χρόνια στο κρεβάτι,/Πριν παραδώσει την ψυχή.//Σκέφτομαι πόσο λίγο του έχω μοιάσει./{…}Μέσα στ’ αποκαϊδια της βαδίζουν/Με πέδιλα από λευκές πεταλούδες/Οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους./Εκείνοι σιωπούν κι αυτά ρωτάνε/Τραβώντας τους από το γύψινο μανίκι».
Το θέμα του χρόνου και της φθοράς επανέρχεται και σε ένα άλλο έντονα αυτοσαρκαστικό ποίημα, όπου επικρατεί καυστική ειρωνεία και χιούμορ, με τον εύγλωττο τίτλο Φάρσα (σελ. 38), που αρχίζει με τέσσερα ρήματα και περιγράφει ενέργειες και καταστάσεις, αλλά και τον εσωτερικό και εξωτερικό εαυτό: «Πετώ, πενθώ, δαγκώνω τα χείλη/Κι αρχίζω τη δημιουργία του κόσμου/Ως ξεκαρδιστική θεότητα/Με τα κατεστραμμένα μου αισθήματα/Και τα παραπανίσια μου κιλά.//Στο ποτάμι που περνά μπρος απ’ τα πόδια μου/Σπαρταρούν φοβερά καλαμπούρια,/Η γέννηση, η ενηλικίωσή μου,/Το δωδεκάθεο των ερώτων/Κι άλλα αυτοάνοσα νοσήματα/Που έφτυσα μέσα στο νερό.//Τώρα, με ρόμπα μάλλινη και χάπια,/Κάθομαι και σκαρώνω υποσημείωση/Σε άγραφους, ανεπίληπτους στίχους./Με προσπερνούν κουτσομπολεύοντας/Η Μούσα και η Καλή Υγεία αγκαζέ./Να δεις που θα’ χω ένα εύθυμο τέλος/Ως κάποιος που του τραβάνε την καρέκλα του/Και σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο χώμα».
Ο χρόνος που περνάει ανεπίστροφα θέτει βασανιστικά ερωτήματα στο ποίημα Το ερώτημα (σελ. 46): «Γερνούν ή γέρνουν προς τη γη αυτές οι ώρες;/Έτσι γαλάζιες και με βήμα ανδρείκελου/Δύσκολο ν’ αποφασίσω αν τελειώνουν/Ή απλώς τις σπρώχνει ο βοριάς κατά μένα./Τώρα που γίνανε τα χείλη μου χλωμά./Πόσο φοβάμαι όλα αυτά που αντέχω!/{…}Μέχρι να σταματήσει η καρδιά».
Σε εφιαλτικό κλίμα, με μια σειρά από αρνητικά μόρια και αρνήσεις σε β΄ ενικό πρόσωπο, κινείται και το ποίημα Ανεπιστρεπτί, σελ. 19: «Όχι. Δεν είναι το χωριό σου αυτό. Δεν ήρθες/Για ένα οικογενειακό Σαββατοκύριακο./{…}Δεν ήρθες με το αυτοκίνητό σου εδώ./{…}Κι αυτή δεν είναι η γυναίκα σου./Απόμεινε σε κατάκοιτη χώρα./Πέφτει ο ήλιος και κοιτάτε ο ένας τον άλλον/Και μένετε άναυδοι όπως στο ενθύμιο του γάμου σας,/Δυο χωριστά μνημεία από αλάτι».
Μακάβρια είναι η ατμόσφαιρα και στο ποίημα Το κατάλληλο δώρο (σελ. 21), με αυτοσαρκαστικό χαρακτήρα, όπου το ποιητικό υποκείμενο ανταποδίδει με τον δικό του τρόπο το δώρο του νεκρού φίλου: «Με κατάλοιπα βαριάς δυσθυμίας,/Ίσως και βαριάς τροφής στο στομάχι,/Σέρνω απόψε τα βήματά μου στον κήπο/Πάνω σε τούτες τις αυτοκρατορικές παντόφλες,/Δώρο ενός φίλου που δεν ζει πια.//Τα πλουμιστά πράγματα δεν τ’ αγαπάω./Αλλά δεν κάνει να’ ναι χωρίς ανταπόδοση/Και η πιο άστοχη χειρονομία αγάπης./Λοιπόν, μια τέτοια νύχτα ας συρθούνε/Και τα μεταξωτά στα χορτάρια./Κάθε μου πόδι ένα μικρούλι φέρετρο/Ψηλαφεί τη γη που τον έχει/Χτυπώντας του διακριτικά την πόρτα./Όταν μ’ ανοίξει, θα’ μαστε οι δυο μας/Ντυμένοι απέριττα το λάλημα του γκιόνη».
Κάποιες φορές οι επαναλήψεις λέξεων επιτείνουν το νόημα του στίχου, όπως π.χ. στο ποίημα Το τσίμπημα (σελ. 26), το επίρρημα «μακριά» που προτάσσεται και στις τρεις στροφές. Αλλά και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Η σπίθα (σελ. 48), έχουμε έξι φορές την επανάληψη του ρήματος «είμαι», τέσσερες φορές στην πρώτη στροφή και δύο στη δεύτερη, σε μια προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο σπαρακτικό ερώτημα του καταληκτικού στίχου: «Είμαι ένα ρεύμα θερμό, ρόδινο/{…}Και είμαι εκείνη που τραβάει τα δίχτυα/{…}Είμαι τα ανέσπερα καντήλια/{…}Και είμαι ο σκύλος που κλεισμένος μέσα/Κουνάει την ουρά σ’ ένα φάντασμα.//{…}Και είμαι εκείνη που κλαίει χαρούμενη,/Πώς ξέσπασε μια τόσο όμορφη μέρα;/Είμαι ο τυφλός με τη λάσπη στα βλέφαρα/Που νιώθει τα θαυματουργά τα δάχτυλα./Πώς τη ζωή μου τόσο φως κάνει στάχτη;».
Στο συγκλονιστικό ποίημα Παράκτιος οικισμός (σελ. 27), που τιτλοφορεί και τη συλλογή, η ποιήτρια δίνει τον λόγο σε έναν πρόσφυγα, που εξομολογείται την απόγνωσή του για τη χαμένη του πατρίδα και τη χαμένη αξιοπρέπεια: «Η θάλασσα. Η αστρική της νύστα./{…}Ω, προσπαθώ να διώξω από το νου μου/Τη μαύρη πόλη της καταγωγής μου./Μα έχει το ύφος απαιτητικού ζητιάνου/Που κολλάει τη μύτη του στο τζάμι/Και κοιτάζει μέσα στο σπίτι σου,/Όταν του κλείσεις την πόρτα.//Πόσο να ζήσουμε ξεχνώντας/Το πράο φεγγάρι ποτισμένο αλάτι./Πόσο να πούμε το ψωμί προορισμό μας/Χωρίς ντροπή./{…}Πώς, ύστερα από τη θυμηδία των κυμάτων,/Να μπούμε στην ουρά με καραβάνα/Και πώς στο τέλος τέτοιαν αλητεία/Να ξαναπείς ψυχή».
Τη μοναξιά του θανάτου, αλλά και τον αδηφάγο έρωτα παρακολουθούμε στο ποίημα Η κυρία Ειρήνη (σελ. 33): «Την πένθησαν ειλικρινά. Μα με τα χρόνια/Παρηγορήθηκαν αυτοί που την αγάπησαν./Μόνη της κάθεται πια στα σκαλοπάτια /Και γευματίζει κίτρινα λουλούδια πελώρια/Τείνοντας στους περαστικούς τη βεντάλια:/«Προφυλαχτείτε! Με τον θερμό αέρα/Λιώνουν τα πρόσωπα από παγωτό/Που τόσο λαίμαργα, τόσο απολαυστικά/Καταβροχθίζει ο έρωτας…»/. {…}Κάποιος εντέλει θα ενοικιάσει/Αυτό το σπίτι με τα κίτρινα αποφάγια/Που έχουν μια τέτοια εγκάρδια μυρωδιά».
Από όλα αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα των ποιημάτων της Δήμητρας Χριστοδούλου, που προϋποθέτουν βαθιά ενδοσκόπηση και προβληματισμό, με έντονα τα στοιχεία της ποιητικής που προαναφέρθηκαν, αλλά κυρίως του μακάβριου, της καυστικής ειρωνείας, του χιούμορ, του αυτοσαρκασμού και της αυτοαναίρεσης, ο αναγνώστης, μέσα από αναστοχασμό, κερδίζει σίγουρα σε αυτογνωσία κι ας μένει μερικές φορές με τη στυφή γεύση της ματαιότητας και του θανάτου.