Αντιγόνη: «Ού τοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν»
Κρέων: «Κάτω νυν ελθούσ’ ει φιλητέον, φίλει κείνους΄
εμού δε ζώντος ουκ άρξει γυνή»
(Σοφοκλή, Αντιγόνη, στιχ. 523-525)
Στη νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Λάτσαρη, με την παράξενη σύζευξη του πληθυντικού «Εμείς» και τον περήφανο ενικό «η Αντιγόνη», γίνεται εμφανές ότι το «εμείς» συμπεριλαμβάνει τις γυναίκες όλων των εποχών που συμπαρατάσσονται μαζί της, αντιστεκόμενες σε κάθε μορφής εξουσία.
Η ποιητική συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 46 ποιήματα, από τα οποία τα 44 εμφανίζονται αντικριστά στις σελίδες και αποτελούν εναλλάξ μονολόγους της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Στο πρώτο ποίημα τον λόγο έχει ο ποιητής που απευθύνεται σε ένα νοητό ακροατήριο και αναφέρεται σε μια γυναίκα από τη Δαμασκό της Συρίας, την Καντριγιέ, της οποίας τα ίχνη έχει χάσει: «Σε αεροδρόμια πολύβουα/σε ματωμένα δευτερόλεπτα», (σελ. 9). Η Καντριγιέ, δίνει τον τίτλο και στο ποίημα της σελ.54 και είναι η πρόσφυγας που μιλάει, έχοντας επιβιώσει από κάποιο ναυάγιο: «Μόνη και αβοήθητη/από την παραλία με μάζεψε/σε μια ξεβρασμένη λέμβο δίπλα./Μες την αντάρα άραγε/ποιος θα ζητούσε τον λογαριασμό/για δυο ροζ παπούτσια που κρύβονταν/κάτω από την κουμπωμένη καμπαρντίνα;». Στον μονόλογο της Ισμήνης με τίτλο που ορθογραφικά παίζει με τη λέξη «ανθρωπόκαι(ε)νος», (σελ. 19), γίνεται αναφορά στη ζοφερή κλιματική αλλαγή και η ηρωίδα απευθύνεται στον Ποιητή, ως τον άνθρωπο που προβλέπει νωρίτερα από τους άλλους, όσα πρόκειται να συμβούν: {…} Κι εσύ, ω Ποιητή,/δείξε μου πώς τον χρόνο σου διαβάζεις/στα δέντρα, στα κύματα, στην άμμο./Κάθε παλμό σιωπή-/βήμα νωπό/και κύκλος ξόδι/. Η ποιητική συλλογή που άρχισε με τον ποιητή, κάνοντας έναν κύκλο, κλείνει με μια αναφορά στον ποιητή και μια προφητική προτροπή: «Κι εσύ, αφοσιωμένε ποιητή, σε κύκλους ταξιδεύεις. Έρχονται περισσότερες φωνές. Σύρε να τις ανοίξεις, η Ιστορία της γυναίκας να ξεκινήσει πάλι», (σελ. 57).
Τον λόγο στη συνέχεια παίρνει η Αντιγόνη, στο ποίημα που δανείζεται, αλλά αντιστρέφει τον τίτλο γνωστής βρετανικής ταινίας του 1994, Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία, εδώ σε «τέσσερις κηδείες κι ένας γάμος», (σελ. 10), αρχίζοντας με την προσφώνηση που χρησιμοποίησε στο προηγούμενο ποίημα (σελ. 9) ο ποιητής, Κυρίες και κύριοι, δίνοντας έτσι στο κείμενο κάποια θεατρικότητα. Την ίδια προσφώνηση θα βρούμε παρακάτω στον μονόλογο της Ισμήνης, με τίτλο, «χωρίς φίλτρο», (σελ. 49). Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως οι τίτλοι όλων των ποιημάτων/μονολόγων είναι ευφάνταστοι και πρωτότυποι (π.χ. σολομωνική, ψαράκια, με μια σφυρίχτρα, αποκάνει η αγάπη, ανθρωπόκαι(ε)νος, κρινάκι της λέσβου, κελί μέσα σε κελί, θράκα, στοιχειωμένο σπίτι, ροζ κορδέλα, χαλινάρι, αντένες, φετίχ, το σώμα στόμα, εν πόλει ε(ξ)άλ(λ)ω, το καβούκι μου, η σκόνη των βιβλίων, το ωραίο σου μνήμα, καλύτερα πεθαίνει όποιος πεθαίνει τελευταίος, λάθος στη μετάφραση, κλέφτρα, χωρίς φίλτρο, χαρτάκια, η εξουσία της άνοιξης, κ. ά.), καθώς και οι στίχοι, επιμύθια, στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας, που συνοψίζουν με σοφία μεγάλες ανθρώπινες αλήθειες και νοηματικά συνδέονται με το περιεχόμενο του ποιήματος που προηγείται: Για παράδειγμα, «Χίλιες φωνές, χίλιες σιωπές/ο κόσμος μια εικόνα», (σελ. 10) και η αντιστροφή στην επόμενη σελίδα: «Χίλιες σιωπές, χίλιες φωνές/Φάτα Μοργκάνα ο κόσμος», (σελ. 11), Ήρθε ο καιρός να φτιάξουμε/για την απάθεια αντισώματα/ (σελ. 12), Τον μέσα δράκο σημάδεψε/(σελ.19), Μνήμη Σκύλλα/Λήθη Χάρυβδη/ (σελ. 23), Κάθε καιρός κι η Αντιγόνη του/(σελ. 26), Νεκρός σημαίνει να’σαι/παντού και πουθενά/ (σελ. 34), Μήτε κόλαση μήτε παράδεισος η αγάπη/αιώνιο καθαρτήριο μόνο/ (σελ. 36), Θάνατος/η ζωή που δεν έζησες/ (σελ. 41), Στη σπηλιά ο εαυτός,/κρησφύγετο ανεντόπιστο/ (σελ. 44), Η ενσυναίσθηση είναι δύναμη/(σελ. 45), Μπροστά στο θάρρος του θανάτου/βουβός ο νόμος μένει/ (σελ.46), Την άνοιξη τη φέρνουνε/ξένοι κούκοι/ (σελ. 50), Κάποιες ζωές τις περιέχει ο χρόνος,/ο θάνατος ποτέ/ (σελ. 53), Βελούδινο ένδυμα φορά η βία/(σελ. 54), Πάντα η ποίηση,/νυχτερίδα που τρέφεται με νέκταρ/ (σελ. 55).
Τα ποιήματα είναι διάστικτα από μεταφορές, σχεδόν κάθε στίχος έχει μεταφορική σημασία, κι ας ισχυρίζεται το επιμύθιο: «Οι μεταφορές δεν δίνουνε πάντοτε/φτερά στο ποίημα», (σελ. 13). Δίνω κάποια παραδείγματα: (π.χ. Το σπίτι μες τον χρόνο πλέει, (σελ. 9), Επιστρέφω/με το jet lag των χελιδονιών {…}της Ιστορίας μαραθωνοδρόμος/σε αγώνα με σημαδεμένα χαρτιά/, (σελ. 10), ξυπνούσα με κανόνι στην καρδιά, (σελ. 14), Γλώσσα με γεύση εξέγερση,/τον ουρανίσκο καις/, (σελ. 23), Κόκκινη μολότοφ/τινάχτηκε απόψε/το φεγγάρι/ (σελ. 24), Ο Κρέων βροντά/πορφύρας κουφάρι/μινώταυρος έκπτωτος (σελ. 26), ύψωσα τον θάνατο αξία σωκρατική (σελ. 28).
Έχουμε επίσης πληθώρα από προσωποποιήσεις (π.χ. Ω ξενιτιά, σοφότερη/απ’ όλες τις πατρίδες! (σελ. 10), Μαθητευόμενος/ο χρόνος μάγος/σαρδόνια σου χαμογελά/, (σελ. 11), Το παρελθόν χορδή τόξου τεντώνει (σελ.13), χωλαίνει η λήθη/ηχώ σακάτης της αλήθειας (σελ. 22), Με τη μνήμη υπερπροστατευτική μητέρα (σελ. 35)
και παρομοιώσεις (π.χ. σαν ακακίες που βαριανασαίνουν άνοιξη, (σελ. 13), σε περιμένω, Αντιγόνη,/όπως τα παιδιά/περιμένουν τα Χριστούγεννα/, (σελ.17), χάδια σαν βλέμμα ξόδευες, (σελ. 21), τη φτύνεις σαν κουκούτσι (σελ. 23), Για ένα κομμάτι σκοινί/σαν λώρος και σαν ρίζα/{…}Κυρίως για τη ζωή/που κάνει κύκλους/σαν κουτσός διαβήτης (σελ. 43).
Εντυπωσιακά είναι τα λεκτικά παιχνίδια, κάποιες φορές για ομοιοκαταληξία (π.χ. κάπου στο Μοντγκόμερι/{…}και ξεκούμπωσε το μοντγκόμερι/(σελ. 15), ανθρωπόκαι(ε)νος (σελ. 19), έπεσες από τους Εγκρεμνούς,/γέρμα της πούλιας σύρθηκες,/θάλασσας δέρμα/(σελ. 21), Ριπές/στην πρώτη γραμμή/νυχιές του ανέμου/ (σελ. 22), Ισμήνη,/μορφή του Τζιακομέτι,/στα μαλλιά σου φωλιάζουν/σμήνη πουλιών/(σελ. 24), το σώμα στόμα (σελ. 31), Χάριν ετυμολογίας Αντι-γόνη/γένους γόνος αντάξια εγώ/ (σελ. 34), ούτε πληγή/ούτε ουλή/φυγή/να το λερώνει/Αόρατη γραφή/(σελ. 37), ανάσα κι άνασσα (σελ. 38),
καθώς και οι παρηχήσεις: (π.χ. να ψηλαφήσεις ψάχνεις ουρανό, (σελ. 11), θηρευτής και θύμα/θραύστης και θρύμμα/(σελ. 20), από μύθο μεθυσμένη/(σελ. 32), ξέφτια ξακρίζω/(σελ. 35), Άφατη φωνή/(σελ. 37), τη μοναξιά των μεγάλων μυστικών/(σελ. 55),
και οι επαναλήψεις (π.χ. του ρήματος «Επιστρέφω» στο ποίημα «τέσσερις κηδείες κι ένας γάμος», (σελ. 10), του ρήματος «Μπορώ» για έμφαση στο ποίημα «κάπου στην Αλαμπάμα», (σελ. 15), που αναφέρεται στον «μαύρο λωτό», στην έγχρωμη Ρόζα Παρκς, «Η Αντιγόνη εμείς,» και «αναζητώ», στο ποίημα «ψαράκια», (σελ. 12), για έμφαση, η λέξη γράφεται με κεφαλαίο στην επανάληψη, «ο ουρανός να γίνει Ουρανός/το δέντρο πάλι Δέντρο», στο ποίημα «μικρή αντιγόνη», (σελ. 16), για έμφαση ο στίχος «Γλώσσα με γεύση εξέγερση», στο ποίημα «θράκα», (σελ.23), «Εγώ», για έμφαση πάλι στον μονόλογο της Ισμήνης, στο ποίημα «δώρα», (σελ. 41), η λέξη επανάσταση επαναλαμβάνεται στο ποίημα για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ με τίτλο «κόκκινη ρόζα», (σελ. 52), όπως και το επίθετο μόνος, μόνη, μόνο, πάλι για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο ποίημα «η εξουσία της άνοιξης», (σελ. 53).
Άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η χρήση αντιθέσεων/αντιθέτων: (π.χ. Νικητής ο ηττημένος (σελ. 10), νύμφη ανύμφευτε (σελ. 21), στη δική του φωνή/αμυχή/στον δικό μου λαιμό/μαχαιριά/, (σελ. 26), Άλωση και άσυλο (σελ. 36), Ιδανικοί και άξιοι {αντί ανάξιοι} εραστές, (σελ. 37), «το ωραίο σου μνήμα», (σελ. 39), Προξενητάδες ήρθανε/απ’ την Αιώνια Πόλη {αντί από τη Βαβυλώνα}, (σελ. 39), Πτήση/και/πτώση/(σελ. 40), Για ένα αίνιγμα {αντί πουκάμισο}αδειανό, (σελ. 43), Θέση/Αντίθεση/,(σελ. 46), Εσύ/Κι εγώ/, (σελ. 47), «ως τον Βόρειο Πόνο {αντί Πόλο}», (σελ. 51), «το δείπνο της ισμήνης», (σελ. 55), αντί «Το δείπνο της Μπαμπέτ», τίτλος αριστουργηματικής ταινίας.
Σε δύο ποιήματα έχουμε έντονες απηχήσεις δημοτικών τραγουδιών: «Μάνα με τους τρεις σου γιους/και με τις δυο σου κόρες/Ζάβαλη μάικω, μάνα, μαμά», (σελ. 34) και «Προξενητάδες ήρθανε», (σελ. 39).
Η Αντιγόνη της Μαρίας Λάτσαρη (Μ. Λ.) ενσαρκώνει γυναίκες, διαφορετικών εποχών και τόπων, γίνεται πανανθρώπινη και διαχρονική, όπως ήδη μας φανερώνει ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, αλλά και η ίδια στον αρχικό της μονόλογο: {…}Στη Λέσβο με φώναζαν Σαπφώ/στην Αλεξάνδρεια Κλεοπάτρα/Έμιλι στη Μασαχουσέτη/στο Βερολίνο Ρόζα, όπως στην Αλαμπάμα/(«τέσσερις κηδείες και ένας γάμος», σελ. 10). Αλλά και στα συγκλονιστικά «ψαράκια», (σελ. 12), «η Αντιγόνη εμείς» ταυτίζεται με την πρόσφυγα που αναζητεί «χώρα λευκή», από τη Ράκκα στη Λέσβο αναζητεί τα παιδιά της και καταλήγει με μια σειρά λέξεων που αρχίζουν με το αρνητικό «α», σε μια τελευταία στροφή, κρεσέντο αγάπης και ενσυναίσθησης: Η Αντιγόνη εμείς/με αγάπη ανένδυτη/αίμα ανένδοτο/φόβο ανυπόδητο/τη φωνή μου αναζητώ. Την ίδια αγωνία για τους πρόσφυγες εκφράζει και στο ποίημα «κάθαρσις», (σελ. 18), όπου φαντάζεται τον βασιλιά Αλέξανδρο να σπεύδει σε βοήθειά τους: {…}Έφιππος πάνω στ’ άτι του καλπάζει/στη Λέσβο και στη Λαμπεντούζα,/Αργοναύτες σώζει,/με το δόρυ σκίζει τον λυγμό τους». Την έγνοια για τους ναυαγούς πρόσφυγες εκφράζει, όπως θα δούμε παρακάτω και η Ισμήνη στο «ο μόνος δρόμος», (σελ.51). Η Αντιγόνη γίνεται «ο μαύρος λωτός», η Ρόζα Παρκς και στο «κάπου στην Αριζόνα», (σελ. 14, 15), αλλά και η Άννα Αχμάτοβα, που προέταξαν το «Μπορώ», ως αντίσταση στην εξουσία. Αλλού η Αντιγόνη απευθύνεται με μια προτροπή προς τη «μικρή αντιγόνη» και της ζητεί να τραγουδήσει, για να ξαναγίνουν όλα όπως στην αρχή: -Τραγούδα, μικρή μου Αντιγόνη/τ’αθώα τραγούδια/τραγούδα/να ξημερώσει η πρώτη αυγή,/ο ουρανός να γίνει Ουρανός,/το δέντρο να γίνει Δέντρο./, (σελ. 16). Αλλού μιλά με την περσόνα της Σαπφώς («κρινάκι της λέσβου», σελ. 20), όπως και η Ισμήνη στον αντικριστό μονόλογο («πέπλο», σελ.21), {…}Σαπφώ, νύμφη ανύμφευτε,/έρμαιο στο κύμα,/ο Καρυωτάκης σου’ δωσε/ανάσα και φιλί./Στο ποίημα/μονόλογο «θράκα», (σελ. 23) πάλι της Ισμήνης, που αναφέρεται στη γλώσσα της εξέγερσης της Αντιγόνης, γίνεται επίσης αναφορά στον Άγγελο της Ιστορίας, τον διάσημο πίνακα του Κλέε: Γλώσσα με γεύση εξέγερση,/τον ουρανίσκο καις./Μνήμης παλίμψηστο,/της Ιστορίας Αγγελε,/σ’ ένα παιχνίδι μυϊκό/αμάσητη την τρως,/τη φτύνεις σαν κουκούτσι./ Αλλού η Αντιγόνη διαμαρτύρεται έντονα για τις συκοφαντίες που της φόρτωσαν φιλόσοφοι, ψυχαναλυτές, πολιτικοί, ποιητές, σκηνοθέτες «των ειδικών γιατρών βροχή οι διαγνώσεις.//Συκοφαντίες όλα./Πολλές γενιές νεκρή,/το’ πα και το’ κανα,/ύψωσα τον θάνατο αξία σωκρατική./Είναι η λωρίδα Mobius του βρόχου εκδοχή;/, («το τελευταίο αίμα», σελ. 28). Σπαραχτική είναι η ερωτική κραυγή της προς «Στον άγνωστο Αίμονα», που του αφιερώνει το ποίημα «λεηλασία (σελ. 36): {…}Αγόρι μόνο χέρια,/χάιδεψε/με όλα τα δάχτυλα,/μ’ όλους τους ήχους/λάτρεψε./Σπόνδυλο-σπόνδυλο να ανεβείς,/ράχη κυρτή απ’ όνειρα,/μικρά φτερά να ράψεις./{…}Άλωση και άσυλο/Σώμα να κατοικήσεις./Σε άλλο μονόλογο ταυτίζεται με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου που δεν μπορεί να διανοηθεί πως θα σκύψει με συντριβή μπρος στη Δύση, δούλη των αρχόντων της: {…}Εμένα που με λένε Αντιγόνη/ανάσα κι άνασσα της Αιγύπτου τελευταία/, (σελ. 38). Αλλά και η Ισμήνη στον αντικριστό μονόλογο, «το ωραίο σου μνήμα», (σελ. 39), μιλά, θυμίζοντας δημοτικό τραγούδι, για την περήφανη Κλεοπάτρα που έγινε στο διάβα των αιώνων ηρωίδα ταινιών, και επιλέγει τον θάνατο, για να μη συρθεί λάφυρο στο άρμα του Αυγούστου: Προξενητάδες ήρθανε/απ’ την Αιώνια Πόλη/να πάρουνε την Κλεοπάτρα/στα ξένα μακριά/{…}Γυναίκα, εφ’ω ετάχθης!/Των Βασιλέων Βασίλισσα,/νάγιες πολλές εκοίμισες/στον γαλατένιο κόρφο/. Σπαραχτική και πάλι η φωνή της Αντιγόνης στον μονόλογό της «ο ρόλος της ζωής μου», (σελ. 40), αφού εκείνο που ψάχνει δεν είναι η αιώνια νεότητα, αλλά ένα ερωτικό χάδι στο άδειο της κορμί: {…}Ακόμη ένα φεγγάρι/κι οι ωοθήκες μου νεκρές./Ύβρις η αιώνια νεότης./Φτερά άλλα,/κι ένα χέρι ψάχνω/να μου χαϊδεύει/το κορμί./Με αδελφική τρυφερότητα η Ισμήνη στον αντικριστό της μονόλογο, «δώρα», (σελ. 41), και αναγνωρίζοντας τον ταπεινό της ρόλο, απευθύνεται παρηγορητικά στην Αντιγόνη: Έλα, αδελφή μου,/τη συντροφιά μου καταδέξου./{…}Εγώ, υφάντα ταπεινή,/που δεν αξιώθηκα/ωδές των ποιητών να με δοξολογούν/και ανδριάντες δάφνινους/μες τα μουσεία θρονιασμένους,/για τον πόνο/σου χαρίζω αντισώματα/κι ένα έμβρυο που έχω φυλάξει στο συρτάρι./Στον μονόλογό της «παιδικά παιχνίδια», (σελ. 44) η Αντιγόνη δανείζεται την περσόνα της Έμιλι Ντίκινσον και μιλά με τη φωνή της: Γλώσσα διπλή –μιλούν αυτοί/σφαλίζω εγώ-/το στόμα/όστρακο κλειστό./{…}Πάγου καρδιά σαν κουλοχέρης/μέσα μου κροταλίζει-/δωρίζει κέρματα πολλά./Λέγε με, αν θέλεις, Έμιλι./ Η Αντιγόνη «με το Α αναρχικό/Δίχως πίστη, δίχως νόμο,/χωρίς τόπο και εστία/{…}Με μητρώο λεκιασμένο/για μιαν απόφαση που αιώνες εκκρεμεί/απευθύνεται στους δικαστές με λόγο καυστικό: Αξιότιμοι κύριοι Δικαστές,/Μαέστροι εσείς με φράκο και ακράτεια,/όσο διευθύνεται την ξύλινη ορχήστρα,/οι νόμοι θάβονται μεγαλοπρεπώς/και η γενναία μου κιθάρα τραγουδά/με μια τρύπα στην καρδιά της μεγάλη./», «κλέφτρα», (σελ. 46), ενώ η συμπάσχουσα Ισμήνη στη διπλανή σελίδα, αντιπαραθέτει το «Εσύ» με το «Εγώ» και δηλώνει: {…}Έτοιμη σαν φιλί//Για την κηδεία σου,/που, όπως αναμενότανε,/έγινε sold out./, «η λατρεμένη μας», (σελ. 47). Στον μονόλογο «το ιερό και το σώμα», (σελ. 48), η Αντιγόνη μιλά για τον Πολυνείκη και την ανίερη απόφαση του Κρέοντα: {…}Ο Πολυνείκης στα αζήτητα {…}κι ο μέγας κριτής –που τάχατες γνωρίζει/πόση το σώμα ιερότητα αποσιωπά-/στην έκθεσή του αποφαίνεται/»πράξη εχθρική προς τον λαό»/{…}Κι εγώ αιώνες χώμα σκάβω,/σιωπές αηδονιών και ανθισμένα κύματα,/έναν μαβή ουρανό να θάψω,/κι απάνω κεί στον τάφο τους/να γράψω το όνομά του./Ένας από τους ωραιότερους και πιο συγκινητικούς μονολόγους της σύγχρονης Αντιγόνης είναι τα «χαρτάκια», (σελ. 50), όπου η διαχρονική, πέρα από πατρίδες και θρησκείες ηρωίδα της Μ. Λ. τριγυρνάει στα νεκροταφεία των ξένων στη Θεσσαλονίκη και αποθέτει δάκρυα και στεφάνι: «Με μπλε τοπάζι δάκρυα {…}στους ξένους με βλέμματα θολά/στεφάνι δάφνης αποθέτω.//{…}Στο κοιμητήριο των Ινδών/όσοι καημοί, θεοί άλλοι τόσοι//{…}Στο εβραϊκό νεκροταφείο/συναντώ φίλους απ’ τα παλιά.//{…}Στα συμμαχικά του Ζέιτενλικ/δάσος με λευκούς σταυρούς/{…}Στο σέρβικο το μαυσωλείο αποθέτω/γάντια, παλτό και μπλε τοπάζι./Αντίστοιχης ομορφιάς είναι και ο μονόλογος της Ισμήνης για τους νεκρούς ξένους ναυαγούς στο «ο μόνος δρόμος», (σελ. 51), όπου, με μια σειρά υποθετικών προτάσεων και των αποδόσεών τους εκπέμπει επίσης ένα πανανθρώπινο μήνυμα συναδέλφωσης: Αν έκρυβαν στον πάτο της βαλίτσας τους/χώμα πατρίδας, σύννεφα καθ’ οδόν,/θα έσμιγαν χώρα με σύννεφα, {…}και θα γεννιόταν χώρα,/μια χώρα θαυμάτων/{…}μια χώρα πλώρη Δύση και πρύμνη Ανατολή,/από τον Νότιο ως τον Βόρειο Πόνο,/μια χώρα που θα μας χωράει όλους.//Αν έσμιγαν στον πάτο της βαλίτσας τους/κόκκινο χώμα, μαύρο σύννεφο,/ο τάφος θα μπουμπούκιαζε πέρα στο Πορ-Μπου./Την ίδια τρυφερότητα εκφράζει η Ισμήνη και στο «το δείπνο της ισμήνης», (σελ. 55), (που ο τίτλος, αλλά και ο πλούτος των αισθημάτων παραπέμπουν στην ταινία «Το δείπνο της Μπαμπέτ»), στο οποίο ζητά «να μου δοθεί η βασιλεία/να πάρω υπό την προστασία μου» και παραθέτει 22 περιπτώσεις «ότι ηγάπησαν πολύ». Τέλος, η Αντιγόνη ταυτίζεται με την επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919), που δολοφονήθηκε για τα πιστεύω της στο Βερολίνο, στο «κόκκινη ρόζα», (σελ. 52){…}Η επανάσταση ρίζες γεννά,/μίσχους και φύλλα ακούω./Κόκκινη πώς ανθίζει!//Η Ρόζα, εγώ, δίχως μάτια,/στο φως θα τερματίσω./Σε ανάλογο ύφος, δοξαστικό, με μια σειρά μεταφορών και συνεχή επανάληψη του επιθέτου μόνος, μόνη, μόνο, για έμφαση, είναι και ο μονόλογος της Ισμήνης για τη Ρόζα, στο «η εξουσία της άνοιξης», (σελ. 53) Δίψα, η μόνη σου φωτιά/Κραυγή, ο μόνος άνεμος/Γροθιά υψωμένη,/ο μόνος σου ορίζοντας/Χρόνος, το μόνο σου οχυρό/Μνήμη, η μόνη σου Γεσθημανή/Θάνατος, η μόνη συμφιλίωση/Κόκκινο ρόδο Άνοιξη,/η μόνη επιστροφή./.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως η ποιητική συλλογή της Μ. Λ. είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, που μας γυρίζει, επιτέλους, στις πανανθρώπινες αξίες: στην αγάπη, στην ενσυναίσθηση, στην αλληλεγγύη, στην υπεράσπιση της δικαιοσύνης και των πιστεύω μας, με οποιοδήποτε τίμημα, στην τιμή του χρέους, στην υπέρβαση του εαυτού, στην υπέρβαση των στεγανών της θρησκείας, της πατρίδας, της φυλής και του χρώματος, στον Άνθρωπο. Η Αντιγόνη γίνεται όλοι Εμείς, διασχίζει τους αιώνες, χρησιμοποιώντας προσωπεία/περσόνες, για να μας μεταφέρει και να διατρανώσει, μέσα από παραδείγματα, διάσημων αλλά και απλών γυναικών, που έγιναν εμβληματικές μορφές, το μήνυμά της: Ότι ο άνθρωπος πρέπει να ξαναγίνει Άνθρωπος, ο ουρανός Ουρανός, το δέντρο Δέντρο.