Ένα σπάνιας ομορφιάς και αισθητικής βιβλίο αποτελεί χωρίς αμφισβήτηση η ποιητική ανθολόγηση από εννέα ποιητικές συλλογές και δέκα τετράστιχα του Νίκου Μυλόπουλου, από τις εκδόσεις Στίξις. Με τεκμηριωμένη εισαγωγή από τον Γιώργο Ρούσκα και εξαιρετική μετάφραση και επίλογο από την Κατερίνα Λιάτζουρα, το δίγλωσσο αυτό βιβλίο, ελληνικά και γερμανικά, συναρπάζει μεμιάς τον αναγνώστη.
Η εισαγωγή του Γ. Ρούσκα είναι τόσο κατατοπιστική για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης του Ν. Μυλόπουλου και στηριγμένη σε εύστοχα παραδείγματα από στίχους του, όπως και ο επίλογος της Κ. Λιάτζουρα, γραμμένα και τα δύο κείμενα με βαθιά προσέγγιση και πολλή αγάπη για την ποίησή του, που δεν μένει τελικά να προσθέσει κανείς κάτι ουσιαστικότερο πέρα από αυτά. Θα επικεντρωθώ, λοιπόν, στα ίδια τα ποιήματα που ανθολογούνται και θα αφήσω τον ίδιο τον ποιητή να μας μιλήσει μέσα από αυτά. Να συμφωνήσω όμως εξαρχής με τους Γ. Ρούσκα και Κ. Λιάτζιουρα για τον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό που συνυπάρχουν συχνά στα ποιήματά του Ν. Μυλόπουλου, τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα των θεμάτων του, την αγάπη, την αλληλεγγύη, την ταπεινότητα, τη συμπόρευση με τους άλλους και κυρίως τον έρωτα και τον θάνατο, τους δύο βασικούς πόλους που διακρίνουν την ποίησή του. Και τέλος, να συμφωνήσω για τη «δομή του μικρού μονολόγου» που υιοθετεί, όπου «ένα ποιητικό υποκείμενο μιλάει για όλα», όπως σημειώνει ο Ρούσκας.
Ένας απίστευτος πλούτος μεταφορών, προσωποποιήσεων, παρομοιώσεων και εικόνων διατρέχουν με μουσικότητα τα ποιήματα του Ν. Μ. και δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ρομαντική, μελαγχολική, ονειρική: Σου πρόσφερα μια μονόχρωμη διαδρομή/Ελπίζοντας μόνο να μυρίζεις το άρωμά της/{…}Χίλια δόντια οι μέρες/Χάραζαν σε ζεστό πηλό/Την κοφτερή ασχήμια της αλήθειας/Με στόμα εξάτμιση ομολογούσα//Θέλει κουράγιο να ξεπεζέψεις απ’ το όνειρο/Ξεθωριασμένα χείλια να φιλήσεις/.(Πενήντα τρία, σελ. 18). Κάποιες φορές η απόγνωση, αλλά και με μια επιθυμία επιστροφής στον εαυτό εκφράζονται με στίχους όπως αυτοί: Πώς να φωτίσει μια νύχτα ολόκληρη/Η νεκρή στρατιά των πυγολαμπίδων; (Νεκρή στρατιά, σελ. 22). Την ίδια πίκρα και απόγνωση εκφράζει και στο ποίημα Βαρόμετρο ελευθερίας, με τις επαναλήψεις του ρήματος αλλάζει στον πρώτο στίχο και στους δύο καταληκτικούς: Αλλάζει ο καιρός κι εμείς ακίνητοι χαμογελάμε/Όλο και πιο συχνά αργείς να έρθεις στο αίθριο/{…}Αφεθήκαμε είπες στην πλοήγηση ενός ονείρου/Τα χρόνια που ’φυγαν ισοβίτες στη μνήμη γελάνε/Χρειάζομαι επειγόντως ένα τριαντάφυλλο/Να κρύψω μέσα του ό,τι απέμεινε από τις μέρες/Και φορώντας το με προσοχή στο πρώτο μου δάκρυ/Να καθίσω αμίλητος στο κόκκινο της παλίρροιας/Περιμένοντας νοερά να επιστρέψω σ’ εμένα/Μιας και πάντοτε ήμουνα κάπου αλλού.//Αλλάζει η ζωή και πια δεν μοιράζεται/Αλλάζει η ζωή και πια δεν υπάρχει/, (σελ. 26). Ανάλογου περιεχομένου υπάρχουν αρκετά ποιήματα στην ανθολόγηση. Στο παρακάτω, το πρώτο ενικό, με έναν εσωτερικό μονόλογο, διαλέγεται στη συνέχεια με το τρίτο πληθυντικό, καθώς οι μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή: Δεν πέταξα λιθάρια κόκκινα στον ουρανό λερώνοντας το μέλλον/Έψαχνα μόνο σε πορφυρή αγκαλιά μια εκδρομή στο φως/{…}Πιασμένος σε ανέπαφο ιστό αράχνης στις καθημερινές μου ενοχές/Βαδίζω με βήματα αθόρυβα σε εσωτερικούς μονολόγους/Οι σκέψεις παράθυρα κλειστά όμως η αλήθεια πέρα απ’ τα τείχη/Οξυγόνο οι αποδράσεις στιγμής και οι αυτοσχέδιοι έρωτες/{…}Τέλος κι ενώ οι άνθρωποι κατέρρεαν με αταξινόμητα φιλιά και αντικλείδια/Κάποιοι βρέθηκαν χτισμένοι στην οδύνη/ακυρώνοντας μόνοι τους την επανάσταση των φόβων./, (Χρονικό μιας άλλης περιπλάνησης, σελ. 36). Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της ανθολόγησης, το Γέλιο πικρό, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και με έντονα μεταφορικό λόγο, καταλήγει σε ένα πικρό συμπέρασμα που μας αφορά όλους. Το παραθέτω: Προικισμένοι με ατέλειωτα ψέματα εκ γενετής/Εργαλειοθήκες θαρρείς να συνταιριάξουν την τιμή μας/Με μια αρμαθιά βαρίδια κρεμασμένα στην πλάτη ξεκινήσαμε/Η μάχη όμως άνιση κι οι ηλιαχτίδες θολές προάγγελοι θλίψης/Είχαμε ανάγκη από φιλιά να γυαλίσουμε όλες τις θάλασσες/Την αφύλαχτη επιλέγοντας νύχτα χωρίς αντίκρισμα//Μέχρι ν’ απλώσουμε μαζί τα πιο υγρά ακόμη όνειρά μας.//Γέλιο πικρό θέλει η ζωή και τέχνη να τη ζεις/Σε έργο μακρόσυρτο κι αυτοτελές εικονική υποδυόμαστε γενναιότητα./(σελ. 38). Σε πρώτο και πάλι πληθυντικό πρόσωπο ο ποιητής και με αναδρομές σε κάποιο επαναστατικό παρελθόν, αναφέρεται σε έναν κόσμο σκοτεινό και αφόρητο, καταφέρεται κατά των βιαστών των ονείρων της γενιάς του και καταλήγει σε ένα πικρό αποτέλεσμα, σε μια τραγική διάψευση των ονείρων τους: Ταϊζαμε με υπομονή τα ξεχασμένα κεραμίδια/{…}Χαϊδεύαμε τα βουρκωμένα κυπαρίσσια της καρδιάς μας/ Βαφτίζοντας τα κατάρτια στα πλοία της αναζήτησης./Αλκοολικοί εκ γενετής σ’ έναν κόσμο σκοτεινό και αφόρητο/Μεθούσαμε ασταμάτητα περιμένοντας να χαρούμε μια σταγόνα φωτός/{…}Καταστρέφαμε εκμαγεία παλιά και χάλκινα πρόσωπα/Που ανενόχλητα από καιρό βίαζαν τα όνειρά μας.//Ύστερα σε φυλακές μας έκλεισαν υψίστης ασφαλείας//Με την κατηγορία ότι κλέψαμε λιγάκι απ΄τον ορίζοντα./, (Το τελευταίο τέταρτο της σελήνης, σελ. 40). Το «πριν» και το «μετά», η ματαίωση της ελπίδας, η μοναξιά, η απραγία και η μοναχικότητα σταθερά μοτίβα του «εμείς» και σε άλλα ποιήματα: Τι κι αν περνούσαν τα χρόνια εμείς μέναμε πάντα παιδιά/Πίσω από ένα παράθυρο που μετρούσε τα χρόνια της ματαιότητας/Κι όταν κάποτε βρήκαμε το θάρρος να ξεπορτίσουμε/Μετατρέψαμε όλες τις σκέψεις σε αλυσίδες βαριές/Να μην ξεφύγουμε ποτέ από το πεπρωμένο/{…}Κι άφωνοι αναρωτιόμαστε μέσα αν είμαστε ή έξω απ’ τον παράδεισο/Μιας και πάντα μας περίμενε ένα άδειο κρεβάτι/Σιωπηρά που ικέτευε «σβήστε τη μοναξιά»./, (Άδειο κρεβάτι, σελ. 42). Και στο ποίημα Ο φλοιός της αυγής ο ποιητής σημειώνει με βαρυθυμία: {…}Κοινή η γλώσσα της μοναχικότητας/Τα εμπόδια ξεπερνά με τυφλού λευκό μπαστούνι/{…}Καμπυλωμένες καλαμιές το ρίγος της θάλασσας/Κι η ελπίδα απόμακρη/Με άγραφη μοιάζει σελίδα./, (σελ. 56). Αλλά απελπισία και απόγνωση εκφράζει και στο ποίημα Η μαγεία του τίποτα ο ποιητής, όπου, αφού περιγράψει το κλίμα δυστοπίας που επικρατεί και θέσει το ρητορικό του ερώτημα, καταλήγει σε φιλοσοφικό στοχασμό για την ανυπαρξία του χρόνου: Η ζωή φορές μας κοιτά απ’ το παράθυρο/{…}Καθώς αυξάνονται τα ελαφρυντικά στη χώρα της αυταπάτης/Το ελάχιστο συλλέγουμε άπειρο πριν αυτομολήσει./{…}Αιμόφυρτοι στην προσπάθεια ν’ αντέξουμε τη δυστοπία/Όσο κι αν πάντα ερχόμαστε δεύτεροι στον επιτόπιο βηματισμό/Ρώγες μαζεύουμε και ψέματα στων ματιών τις διάτρητες κόρες./Πόσο εδώδιμο αντέχει ακόμη διάνυσμα η καμπύλη της σκέψης;//Βαραίνει η πληρωμή όταν στηρίγματα αναζητά προσώρας/Το όλον γεννιέται για να χαθεί/Κι ο χρόνος εξανεμίζεται/Γιατί δεν υπάρχει./, (σελ. 58). Αντίθετα, μια ελπιδοφόρα αντίσταση «στη χειμαρρώδη ροή του ποταμού» προβάλλει ο ποιητής ως αντίδραση και «παρηγοριά στην εποχή των σύγχρονων κατακλυσμών» στο ποίημα Η πληρότητα της αφαίρεσης: Μεταφορείς μνήμης πορευόμαστε πάνω σε κύκλους παράλληλους/Διαδίδοντας ευρύτερα το μυστικό/Άλλοτε σαν σημείωμα δεμένο σε φτερό περιστεριού/Κι άλλοτε χαρτί ξεθωριασμένο σε πράσινο μπουκάλι/{…}Ψήγματα μεταφέροντας αλήθειας σε αγνώστους./Παρηγοριά στην εποχή των σύγχρονων κατακλυσμών/{…}Χρειαζόταν μόνο ν’ αντιτάξουμε περισσότερα σώματα/Στη χειμαρρώδη ροή του ποταμού/Ελπίζοντας ν’αλλάξουμε οριστικά την εκβολή του./, (σελ. 50). Αντίστοιχο ελπιδοφόρο σάλπισμα αλλαγής και ένα είδος προσκλητηρίου απευθύνει το ποιητικό υποκείμενο στους συνοδοιπόρους του στο ποίημα, Στην ίδια ευθεία: {…}Ήρθε η ώρα ένα βήμα να τολμήσουμε αδοκίμαστο στο πλάι/Να ζητιανέψουμε αμέτρητα φιλιά/Σε όρμους λαιμών αχαρτογράφητων ακόμη/Να εστιάσουμε στην ίδια ευθεία σαν έμπειροι σκοπευτές/Το έξυπνο μάτι, το ξέπνοο σώμα και τον θάνατο/Να ζήσουμε επιτέλους/Ορθάνοιχτοι στο ενδεχόμενο./, (σελ. 54). Άλλοτε πάλι, υπάρχει μια εγκαρτέρηση και συμπόρευση με τον άλλον μπροστά στα δεινά, με τη χρήση πρώτου και δεύτερου ενικού προσώπου, αλλά και πρώτου πληθυντικού: {…} Και πάλι γλυτώνουμε την τελευταία στιγμή/Μισόπνιχτοι μες των εχθρών τα δίχτυα/{…} Εσύ καρίνα, εγώ κουπί/Θάλασσα είναι, θα περάσει/,(Θάλασσα είναι, σελ. 24).
Από τα 24 ποιήματα που ανθολογούνται στο βιβλίο από τις ποιητικές συλλογές του Ν. Μ., εννέα ποιήματα έχουν ερωτικό περιεχόμενο, τα εξής: Ξημερώνει το γέλιο σου, (σελ. 28), Η πόλη μεγαλώνει, (σελ. 30), Τ’ αναλφάβητα όνειρα, (σελ. 32), Γυμνή εξομολόγηση, (σελ. 34), Απόδραση, (σελ. 44), Μύτικας, (σελ. 46), Αφύλακτη διάβαση, (σελ. 48), Δύο σιωπές στη γωνία, (σελ.52) και Οι ράγες, (σελ. 60). Από αυτά δύο, Η πόλη μεγαλώνει και Οι ράγες αναφέρονται σε διάψευση ελπίδων και σε ατελέσφορους έρωτες: {…}Η σχέση βρισκόταν σε πορεία ανάδρομη/Οραματιστές ονείρων δεν κοιμόμασταν πια μαζί/Με τις καμπύλες του πάθους λειωμένες στην επανάληψη/{…}Η μοναξιά μας ένωνε πέρα απ’ τις ράγες/Τα τρένα όμως πουθενά κι η χώρα μια οφθαλμαπάτη/{…}(Η πόλη μεγαλώνει, σελ. 30). Αντίστοιχο νοηματικά, με μεταφορικό λόγο και Οι Ράγες, όπου ο χρόνος είναι ισοπεδωτικός: Είμαι μια ασήμαντη σιδερένια ράγα/Δίπλα μου άλλη μία/Μοναχική επίσης/Ανάμεσά μας χαλίκια κι αγριολούλουδα/Δεν συναντιόμαστε ποτέ/{…}Χορταριάσαμε με εικασίες για αγάπη/ Όμως το τρένο δεν φάνηκε στον ορίζοντα ποτέ//Δυο σκιές άηχες πια/Ακίνητες στεκόμαστε για πάντα/Άσαρκες ακούγοντας νότες./, (σελ. 60). Τα άλλα ερωτικά ποιήματα είναι γεμάτα από ερωτική ένταση και έξαψη: {…}Αργότερα ένα τεράστιο πλάθω χελιδόνι από πηλό/Εξακοντίζοντάς το ανάμεσα στα μαρμάρινα σκέλια σου/Αναβλύζει μύρο τότε εωθινό και ξεχασμένη Άνοιξη/Μελετώ προσεχτικά τα τεύχη του σώματός σου/Μπαίνοντας ως τα γόνατα σε ορθάνοιχτες κόχες./Ακριβοθώρητοι κι οι δυο σαν ανταρσία/Επιχειρούμε παιχνίδια αμοιβαίας αποπλάνησης./, (Γυμνή εξομολόγηση, σελ. 34). Από τα πιο όμορφα ερωτικά είναι σίγουρα η Απόδραση, ένας ύμνος στον έρωτα και στην ελευθερία, μακριά «από τη σκέψη των θηρίων». Πρόκειται για ένα ρομαντικό και μουσικό ποίημα, από τα ομορφότερα του είδους. Στην πρώτη τετράστιχη ενότητα, το ποιητικό υποκείμενο αρχίζει με μια τρυφερή προτροπή και πρόσκληση στο αγαπημένο πρόσωπο σε δεύτερο ενικό, που μετατρέπεται στη δεύτερη τρίστιχη ενότητα σε πρώτο ενικό, όπου περιγράφει τα συναισθήματά του και, στη συνέχεια, στην τρίτη τετράστιχη ενότητα, υιοθετεί το πρώτο πληθυντικό, εκφράζοντας την ταύτιση με το αγαπημένο πρόσωπο, απέναντι στην κακία των «πολλών»: Σκέπασέ με τώρα με τα δροσόφυλλα της έλλειψης/Με το άγουρο μύρο της πληγής σου/Ανυπεράσπιστο το σώμα και θνητό/Χίασμα των δακρύων στο σεληνόφως/Σταυρωμένος μαζί σου σε στάχυα κι ερημιές/Στο παράλογο φλάουτο της νύχτας/Γεύομαι αντίδωρο απ’το πέταγμα της φτερούγας σου./Φυλακισμένοι από τα μάτια των πολλών/Έγκλειστοι από τη σκέψη των θηρίων/Πριονίζουμε ήρεμα με κόστος ζωής/Σίδερα της ελευθερίας μας./ (σελ. 44). Ένα άλλο πολύ όμορφο επίσης ερωτικό ποίημα, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο και παρελθοντικό χρόνο, είναι το Αφύλακτη διάβαση, από το οποίο παραθέτω κάποιους στίχους: Ίσως συναντηθήκαμε κάπως αργά/Όταν τα χρόνια είχαν στεγνώσει και οι ώρες/{…}Βάζοντας λουρί στη λογική κι ελευθερώνοντας συναισθήματα/Αντικρίζουμε τη φαγωμένη απ΄τον χρόνο μορφή των ηρώων/Τα μαύρα διώχνουμε σύννεφα μπροστά απ΄ τα κορμιά.//Αφύλαχτη διάβαση έγραφε η πινακίδα που αναβόσβηνε στο μέτωπο/Και εφαρμόζοντας την καθιερωμένη των εραστών λαβή/Βελούδινο αγκάλιασμα και σφίξιμο στη μέση/Σε πυρά εκούσια/Νεοφερμένων οριζόντων καιγόμασταν./ (σελ. 48).
Τα επτά από τα δέκα τετράστιχα από παλιές συλλογές που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι επίσης ερωτικά. Διαλέγω όμως ένα που αναφέρεται στις λέξεις και την αδυσώπητη δύναμή τους: Κι οι λέξεις…/Αμέτρητες μικρές ερωμένες/Που σκοτώνουν αλύπητα/Σαν τις χαϊδέψεις./(σελ. 66).
Το βιβλίο κλείνει με τα δίγλωσσα επίσης βιογραφικά σημειώματα των Ν. Μυλόπουλου, Κ. Λιάτζουρα και Γ. Ρούσκα. Ολοκληρώνοντας την περιήγηση μας στο βιβλίο του Ν. Μ., διαπιστώνουμε ότι πρόκειται συνολικά για μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση, που σέβεται τον αναγνώστη, αλλά και την αισθητική έκφραση.
Ο τίτλος του βιβλίου, Θερίσματα ζωής και ερώτων, είναι ιδιαίτερα ευφάνταστος και ακριβής, αφού ad hoc, αυτό ακριβώς παρουσιάζει η ανθολογία των ποιημάτων, με τη θεματολογία της: θησαυρίσματα, θερίσματα ζωής και ερώτων. Ό, τι δηλαδή είναι σημαντικότερο για τον άνθρωπο: Η ζωή αυτή καθαυτή και ο έρωτας, γύρω από τον οποίο περιπλέκεται. Ο Ν. Μυλόπουλος, με μια γλώσσα πλούσια σε ποικίλα εκφραστικά μέσα και μουσικότητα, με συχνές εναλλαγές ρηματικών προσώπων, αλλά με επικέντρωση στο πρώτο ενικό του εσωτερικού μονολόγου και στο εμείς του πληθυντικού, κινείται με απόλυτη άνεση ανάμεσα στη ρομαντική διάθεση, αλλά και στον ρεαλισμό, εκφράζεται άλλοτε με μελαγχολία και απόγνωση και άλλοτε με μαχητικότητα και δυναμισμό και δημιουργεί τελικά μια ποίηση, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα μαγικό και σαγηνευτικό, που συναρπάζει και απογειώνει τον αναγνώστη. Θεωρώ πως το βιβλίο του αποτελεί ένα ακόμη κόσμημα στην προσωπική του ποιητική παραγωγή, αλλά και γενικότερα στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή της χώρας μας.