Η ποιητική συλλογή της Βίκυς Δερμάνη, με τον σημαίνοντα τίτλο “Στης δυστοπίας τον τόπο ο αλέκτωρ σωπαίνει”, εκδ. Κύμα, 2024 και το αντιπροσωπευτικό σκίτσο στο εξώφυλλο, έχει ως μότο ένα δίστιχο του Μπρεχτ, που δίνει το στίγμα στη συλλογή: «Α, τι ωφελεί χωμένος μέχρι τον λαιμό στη λάσπη,/να κρατάς τα νύχια των χεριών σου καθαρά;/» Σαράντα εννέα (49) συνταρακτικά ποιήματα περιλαμβάνει η συλλογή. Ο τόνος είναι λιτός, δωρικός, «οι λέξεις καρφώνονται σαν πρόκες στο μυαλό», η ατμόσφαιρα είναι βαριά, εφιαλτική. Επικρατεί το μαύρο, που ανακαλεί συνεχώς το αγιάτρευτο τραύμα του παρελθόντος: “Βέβηλα χέρια την άγγιξαν/στο διάβα τους άφησαν/αλύγιστα μάτια κλειστά/στο πάτωμα την καρδιά/μιας κραυγής υποψία στο στόμα/αίμα και σπλάχνα θερίστηκαν/έγινε των κυττάρων διάχυση//{…} έξω ο κόσμος ύπνο δικαίου κοιμάται/έξω σιωπή εκρήγνυται συντριπτική/”, (Σιωπή συντριπτική, σελ. 13). Αντίστοιχης ατμόσφαιρας και το ποίημα, Των δακρύων τα σύμφωνα, σελ. 27: «Κατά μήκος τρέχεις της μοναξιάς/ασθμαίνεις πόνους απουσίες/εσαεί μαυροφορούσα για ζώντες και νεκρούς/τάφους σκάβεις καρφώνεις σταυρούς/στις βυσσινιές σου αρτηρίες//θλιμμένα ζωγραφίζεις όνειρα-ερείπια/εν πλήρη οδύνη στα δάκρυά σου/πνίγεσαι πνίγεσαι πνίγεσαι//άραγε με πόσα σύμφωνα δακρύων/γράφεται η ζωή;/». Αλλού πάλι επισημαίνει: «{…}θέλει χρόνο και χώρο/για να ενστερνιστείς/τα μέσα σου σκοτάδια/, (Συν τω χρόνω, σελ. 37). Και στο Κατά μόνας, σελ. 38: «Κανείς δεν μπορεί/τον άλλο να παρηγορήσει//ο πόνος πάντα/μόνος του βρυχάται/».
Συχνά ο τόνος γίνεται ειρωνικός, σαρκαστικός και τα ποιήματα γεμίζουν από πικρές και ζοφερές διαπιστώσεις για την ανθρώπινη αδυναμία και την ηθική κατάντια: «Δεν ήμασταν παρά ένα ασήμαντο ρυάκι/που κάποτε ονειρεύτηκε πως έγινε ποταμός/», (Ασημαντότητα, σελ. 48). Αντίστοιχου ύφους ποιήματα: «{…}μέρες απειλητικές/γύπες μας διαφεντεύουν/ρουφάνε αίμα/τα σωθικά ξεσκίζουν/δεν έχει τόπο η ζωή να σταθεί//εις μάτην φωνούν οι αλέκτορες/όλοι κεκοιμημένοι/», (Εις μάτην, σελ. 24). «{…} σε μια χώρα πεθαμένη/τ’ οράματα απέμειναν/ως λείψανα αγίων/απροσκύνητα/, (Απροσκύνητα λείψανα, σελ. 30)», «Ως νεκροί σιωπηλοί/με βλέμματα υποταγμένα/άδειοι κατρακυλούν στο άδειο//ουδέποτε ο κόσμος άλλαξε/από χείλη στεγνά και φοβισμένα/», (Αδιαταράκτως, σελ. 33), «{…} για πόσα αργύρια άραγε/οι δειλοί τη ζωή ξεπούλησαν/», (Εν αναμονή, σελ. 43), και «{…}ποτέ σου δεν κατάλαβες πως δεν θα χορτάσεις/την πείνα σου με πρόκες/», (Πεινασμένος, σελ. 49). Ιδιαίτερα στο ποίημα αυτό, όχι ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχα ποιητικά μέσα και στα άλλα ποιήματα, υπάρχει μια πληθώρα μεταφορών, προσωποποιήσεων και παρομοιώσεων, π.χ. πικρά μαλλιά, στα μάτια μαχαίρια κοφτερά, ανεμώνες πενθούσες, πρησμένα όνειρα, λέξεις που σαν καρφιά χτυπούνε, κ.ά.
Όπως παρατηρήσαμε και σε άλλες ποιητικές της συλλογές, η Βίκυ Δερμάνη χρησιμοποιεί πολύ συχνά λέξεις και φράσεις λόγιες ως τίτλους των ποιημάτων της ή στο σώμα των ποιημάτων που δίνουν βαρύτητα στο νόημά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής, αλλά και: Εγέρθητι, Εις τα εξ ων συνετέθησαν, εμπύρετο χώμα, βέβηλα χέρια, ανήκεστη βλάβη, έρπων κισσός, επιμολυσμένα φαντάσματα, επί θύραις, Εις μάτην, καθημαγμένες σάρκες, εσαεί μαυροφορούσα, έρμαια, ελλοχεύει, εν ελαίω, ενστερνιστείς, κατά μόνας, καταγεγραμμένη απουσία, εμβαπτισμένη, ασπαίρουσα, Εν τάφω, Εν στάχτη, Εν ζύγι, κ.τ.λ.
Προς το τέλος της συλλογής, ιδίως από τις σελίδες 54-59, έχουμε μια σειρά από κάπως πιο αισιόδοξα, πιο ευφρόσυνα ποιήματα, όπου το ποιητικό υποκείμενο αποφασίζει με πείσμα να ξεπεράσει τη δυστοπία και να ζήσει, να γίνει αυτό που δεν έζησε, όπως: στο Επιστροφή, σελ. 54, όπου, μετά από μια τετράδα εύηχων παρομοιώσεων, στο καταληκτικό δίστιχο εκφράζει και μια είδους ανοιχτή απειλή: «{…}θα επιστρέψω κάποτε εκεί/που τα άνθη φέρονται σε βοτρυώδη ταξιανθία/που των δακρύων τα ποτάμια επί ματαίω δεν χύθηκαν/που των ανθρώπων τα μύχια βελουδένια υφαίνονται//ως Σαπφώ/ως Τελέσιλλα/ως περιστέρι λευκό/ως γαρύφαλλο κόκκινο//θα επιστρέψω κάποτε/και τότε να με φοβάστε/». Αντίστοιχα ποιήματα: Των κερασιών ο μήνας, σελ. 56, και Κάποτε, σελ. 57: «{…}θα ζήσω κάποτε/θα είμαι ολόκληρη εγώ/αυτό που δεν έζησα θα γίνω//ένα χωράφι σπαρμένο αγάπη/». Αυτοί οι καταληκτικοί στίχοι που εκπέμπουν αποφασιστικότητα και αγάπη, είναι σε αντίστιξη με την πρώτη στροφή, όπου το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει την προηγούμενη κατάστασή του: «Όλες οι λέξεις μου ήταν κραυγές/σιωπή όλη μου η ζωή ήταν/{…}μια θάλασσα αίμα είμαι/από τραύματα ανελέητα/».
Τα ποιήματα της Βίκυς Δερμάνη συγκλονίζουν. Με τα θέματά τους, τον κοφτερό και καυστικό, κάποιες φορές, λόγο τους, το ύφος τους, το καλλιεργημένο λεξιλόγιό τους, με τη θλίψη και τη σκοτεινιά που αποπνέουν, με τις ζοφερές τους εικόνες, με τα ποιητικά τους μέσα. Είναι ποιήματα με πολιτική άποψη, με την ευρεία έννοια, που προβληματίζουν, θρυμματίζουν τον εφησυχασμό μας, μας συνταράζουν. Μας θυμίζουν πως χάσαμε τον ανθρωπισμό μας στο κυνήγι του κέρδους και της εξουσίας, «στην ξιπασιά βαπτισμένοι εκουσίως», χάσαμε τα συναισθήματά μας, την αγάπη για τον Άλλον, «Λύκοι με ψυχές στα δόντια καρφωμένες», ξεπουλήσαμε τη συνείδησή μας «Ως το μεδούλι αδερφέ μας εξημέρωσαν/{…}ως αντάλλαγμα μας δόθηκαν δώρα-καθρεφτάκια/στις θυσιαστικές προσφορές προς αδηφάγο Μολώχ/των συνειδήσεων οι αρθρώσεις κροταλίζουν/», κι όταν «ήρθαν ακάλεστοι εκτελεστές στυγνοί/απ’ της χαράς τους τόπους μας πέταξαν βιαίως/πέτρινα δάση γεννήθηκαν κι έρημοι δίχως στέπες//γίνηκαν τα μάτια μας απάτριδα πουλιά/».