Oι λόγοι γύρω από τα ζητήματα φύλου πολλαπλασιάζονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και το καλλιτεχνικό πεδίο δίνει το δικό του βροντερό παρόν. Σύγχρονες κινηματογραφικές ταινίες ελληνικής παραγωγής εστιάζουν σε ζητήματα πατριαρχίας και διακρίσεων κατά του γυναικείου φύλου ενώ στην ειδησεογραφία παρακολουθούμε τις εξελίξεις γύρω από το εικαστικό έργο της Γεωργίας Λαλέ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, γύρω από τη ροζ σημαία- σύμβολο των γυναικοκτονιών και της καταπίεσης, που «αποκαθηλώθηκε» βίαια από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών. Το «Neighborhood Guilt», το έργο της, θέλησε να αναδείξει το μείζον ζήτημα ότι η Ελλάδα το 2021 κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό αύξησης των γυναικοκτονιών στην Ευρώπη (187,5% σύμφωνα με την έρευνα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας) ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 42% των γυναικών ηλικίας 18-74 ετών στην Ελλάδα έχει υποστεί κάποια μορφή έμφυλης βίας (σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών). Εντυπωσιακά στοιχεία που πιστοποιούν ότι οι έμφυλες διακρίσεις παραμένουν παρά τις όποιες νομοθετικές αλλαγές και την κοινωνική πίεση για αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» στον ελληνικό ποινικό κώδικα.
Το λογοτεχνικό πεδίο δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από αυτή την άνθιση παραγωγής δημόσιου λόγου γύρω από τα έμφυλα ζητήματα. Όλο και περισσότερα, πεζογραφικά ιδίως, έργα αναφέρονται στη γυναικεία κατάσταση συνδέοντάς τη με το φαινόμενο της κακοποίησης και της καταπίεσης. Ωστόσο, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι στα περισσότερα κείμενα οι συγγραφείς είναι γυναίκες. Η ματιά τους είναι συχνά καταγγελτική, επιθετική, καυστική, εστιάζοντας τα δεινά που έχουν υποστεί οι γυναίκες -διαχρονικά και οικουμενικά- στο πλαίσιο των πατριαρχικών δομών και των συνακόλουθων στερεοτύπων. Σπανίζει η ανδρική οπτική.
Στο νέο έργο του Παναγιώτη Χατζημωϋσιάδη έχουμε μια διαφορετική περίπτωση. Αρχικά γιατί η έμφυλη ματιά είναι αυτή ενός άνδρα, ο οποίος όμως, δεν αναπαράγει το ηγεμονικό μοντέλο (εκείνο που στην ακραία του μορφή συσχετίζεται με την τοξική αρρενωπότητα) αλλά, αντίθετα, προσεγγίζει τις γυναίκες με ενσυναίσθηση και σεβασμό, όχι γιατί τις θεωρεί υποδεέστερες αλλά ίσες και ισότιμες συντρόφισσες στα του βίου του. Πιο συγκεκριμένα, στο νέο έργο του, με τίτλο «Γυναικών τε», έχουμε μια ευτυχή σύνθεση πρόζας και ποίησης, μια υβριδική μορφή λόγου, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για πρωτόλεια, που αναδεικνύει με τρόπο εξαιρετικό το πόσο πορώδη είναι πλέον τα όρια μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών, πόσο συχνές και καρποφόρες δύνανται να είναι οι εκατέρωθεν διηθήσεις, πόσο σημαντικοί και καρποφόροι είναι οι πειραματισμοί, εφόσον -βέβαια- ο/η λογοτέχνης κατέχει τα εργαλεία της τέχνης και αποτολμά -προσεκτικά- τις υπερβάσεις, πέρα από παγιωμένες συμβάσεις και εύκολες επαναλήψεις.
Εκκινώντας από τον τίτλο «Γυναικών τε» δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στη χρήση του πληθυντικού αριθμού. Συνήθως, ακόμα και στον «φεμινιστικό» λόγο όσων αγνοούν ακόμη και τα στοιχειώδη των σπουδών φύλου, η αναφορά γίνεται στη «Γυναίκα», ως σύμβολο. Στις σπουδές φύλου, ωστόσο, είναι αδιανόητος ο ενικός. Οι πολλαπλές εκφάνσεις των θηλυκοτήτων, η συνθετότητα των γυναικείων ταυτοτήτων, η πολλαπλότητα των ζητημάτων που σχετίζονται με τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, δεν μπορεί να στοιχηθεί πίσω από τον ενικό. Επίσης, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή της φράσης που νοερά, συνειρμικά μας οδηγεί στο «ορατών τε» του Συμβόλου της Πίστης. Νομίζω ότι εδώ, με εύσχημο αλλά και αιρετικό τρόπο, ομολογείται η πίστη του συγγραφέα στις γυναίκες της ζωής του, ή καλύτερα, στις Γυναίκες. Αυτές που στο παρελθόν παρέμενα «αόρατες» για το σύνολο των κοινωνικών επιστημών αλλά ορατές στο καλλιτεχνικό πεδίο ως «ηρωίδες» , κυρίως της καθημερινότητας. Εδώ θα ήθελα να σταθώ λίγο στην αορατότητα διαφορετικών εκφάνσεων του γυναικείου φύλου. Υπάρχουν και («τε») οι μη ορατές θηλυκότητες, και αυτό το τε του τίτλου, μέσα από τη δική μου αναγνωστική ματιά, καθαρά υποκειμενική , προφανώς, συμπεριλαμβάνει και αυτές. Τον Ζακ, την Άννα (την Κουβανή τρανς) αλλά και τόσες άλλες θυλυκότητες «αόρατες», αφού αποκλίνουν από τη κυρίαρχη-ακόμα και για το γυναικείο φύλο- νόρμα. Η συμπερίληψη, βέναια, δύναται να αφορά και στους άνδρες, αυτούς που επίσης- όπως ο ποιητής- ομολογούν Πίστη στις Γυναίκες, γίνονται συνοδοιπόροι, σύντροφοι, εραστές. Πολλαπλές, λοιπόν, οι προσεγγίσεις του εύστοχου, λιτού και αινιγματικού τίτλου, όπως και του, επίσης, λιτού και πολυσήμαντου εξωφύλλου.
Στο εξώφυλλο, αντιστικτικά, κυριαρχεί ο ενικός. Μία η γυναικεία μορφή. Προχωρεί προς τα αριστερά, το χέρι της κόκκινη πληγή αλλά μπορεί να εκληφθεί και ως κόκκινο λουλούδι. Κακοποιημένη; Δείχνει την έμμηνο ρύση της, το διακριτό σημείο του βιολογικού της φύλου, που κι αυτό πρέπει να παραμένει αόρατο, να μη θίγει αισθητικά τη φαλλοκρατική κοινωνία; Ιδιαίτερη μνεία αξίζει, λοιπόν, και στην εικαστικό Ηώ Σιδέρη όχι μόνο για το εξώφυλλο αυτής της λεπταίσθητης, μοναχικής, γυναικείας μορφής αλλά και για τα σχέδια που παρεμβάλλονται στο κυρίως σώμα του κειμένου, αναδεικνύοντας όχι μόνο την ευαλωτότητα του γυναικείου σώματος αλλά και τους τρόπους με τους οποίους ο ενικός πληθύνεται και η ατομική εμπειρία συνομιλεί με τον πληθυντικό της έμφυλης εμπειρίας καταπίεσης και αορατότητας αιώνων…
Αφήνοντας τα παρακειμενικά στοιχεία και προχωρώντας στην εξέταση της ποιητικής αυτής σύνθεσης αξίζει να αναφερθεί ότι η συλλογή ξεκινά με μια παραλλαγή της πολύ γνωστής μας παραλογής « Το γεφύρι της Άρτας», Αυτή η παραλλαγή , παρά το ότι κρατά αδιατάρακτα τα ποιητικά χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, προβάλλει , ωστόσο, το περιεχόμενο μέσα από μια νέα, σύγχρονη, οπτική. Δεν υποκύπτει ο πρωτομάστορας στην κοινωνική επιβολή της θυσίας. Δεν θεωρεί αναλώσιμη τη γυναίκα. Αντίθετα, στην εκδοχή που μας προτείνει ο Χατζημωυσιάδης αυτό που κυριαρχεί είναι η συντροφικότητα, η αέναη προσπάθειας των ανθρώπων να υπερβούν τα όποια εμπόδια και να συμπορευτούν. ΄Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε κι εδώ την έμφυλη προσέγγιση, εκείνη του χτίστη, που πέρασε τη ζωή του προσφέροντας, ως όφειλε, σύμφωνα με τις κοινωνικές νόρμες που εξίσου καταπιέζουν και το ανδρικό φύλο, και μόνο προς στο τέλος συνειδητοποίησε ότι όλος αυτός ο μόχθος δεν του επέτρεψε να ζήσει όπως θα ήθελε, πως η δική του «λυγερή» ήρθε πολύ αργά…
Ακολουθεί το πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης με τίτλο «Παπαρούνες». Σαφής η αναφορά στο Έαρ, στο Εφήμερο αλλά και στο Ερυθρό χρώμα της επανάστασης. Οι απευθύνσεις διαρκείς προς ό,τι συνιστά τη γυναικεία ταυτότητα για το ποιητικό υποκείμενο. Οι πολλαπλές εκφάνσεις της παρούσες (σελ. 17: … Τι κι αν σε λένε Μαρία, Ελευθερία, Άννα, Νεφέλη, Κατερίνα, Αγγελική, Κωνσταντίνα ή Ελπίδα. Άλλα ονόματα- η ίδια πάντα ιστορία). Ο λυρισμός διάχυτος, η όλη σύνθετη και η εικονοπλαστική δύναμη καθαρά ποιητική. Ο τόνος είναι πεζολογικός χωρίς ωστόσο να χάνεται η ποιητική δυναμική. Άλλωστε, χαρακτηριστικά που κατεξοχήν προσιδιάζουν στον ποιητικό λόγο όπως η συμπύκνωση, η οικονομία, ο υπαινιγμός, η ακρίβεια, το προσωπικό βλέμμα και, πρωτίστως, το ρίγος είναι παρόντα και εμφανή.
(σελ.16: Κοντά σου γίνομαι περισσότερος απ’ ό,τι είμαι), να επαναλαμβάνεται πρωτεϊκά κάθε φορά που αφηνόμαστε στο Έλεός του (σελ.13: Κάθε φορά που σου΄δινα μορφή, μαλλιά, μύτη, μάτια, μάγουλα,
Στο δεύτερο μέρος της σύνθεσης ακολουθεί η «Μικρή ερωτική συμφωνία». Και πάλι το ερωτικό πάθος, το συνεχές της ερωτικής περιπέτειας, οι πολλαπλές πτήσεις και η αναπότρεπτη πτώση του τέλους. Σε αυτό το μέρος η ευαλωτότητα του γυναικείου σώματος αναπαρίσταται μέσα από την εμπειρία του τέλους που προκύπτει από «γυναικεία» ασθένεια, τον καρκίνο του μαστού. Τεμαχισμοί, αίματα, εκτομές σε αντίστιξη με το λευκό της φόρμας των ιατρών και του προσωπικού, με τη λευκότητα του θανάτου. Συντριπτική η Απώλεια. Μόνο που αυτή τη φορά η γυναικεία εμπειρία απηχείται μέσα από την φωνή ενός άνδρα, εκείνου που παρακολουθεί, εν πλήρει συγχύσει, αθώος του αίματος τούτου.
- Νόμιζα ότι τίποτα πέρα απ΄ τα αγγίγματα, τα φιλιά και τα μάτια μου δεν έχει δικαίωμα στις μεταστάσεις πάνω στο κορμί σου.
Αλλά και πάλι είχα άδικο. (σελ. 25)
Το τρίτο μέρος τιτλοφορείται «Πουκάμισο αδειανό». Σαφής η διακειμενική αναφορά στην γνωστή μας Ελένη του Σεφέρη αλλά και σε κάθε Ελένη (του Ευριπίδη, του Σινόπουλου, του Καρούζου, του Ρίτσου, του Γκόρπα και τόσων άλλων) αλλά και στην Ελένη της διπλανής μας πόρτας, σε κάθε Ελένη της επαρχίας της Αθήνας κοιμωμένη… Η διαχρονική αυτή Ελένη, της άκρας δυσφήμισης λόγω της μεγάλης της απόφασης να ακολουθήσει τον έρωτά της. Η Ελένη της ελληνικής μυθολογίας είναι μια άλλη Λίλιθ, ο αντικατοπτρισμός μιας ακόμη δαιμονοποιημένης γυναικείας μορφής. Δαιμονοποιημένης, στοχοποιημένης γιατί διεκδίκησε το -καθόλου αυτονόητο για μια γυναίκα- δικαίωμα στην ερωτική απόλαυση, δικαίωμα κατεξοχήν ανδρικό στις πατριαρχικές κοινωνίες. Η ερμηνεία του «αδειανού πουκάμισου», οι όποιες -δηλαδή- προσπάθειες αποκατάστασης της φήμης της, ήδη από την περίοδο του Ευριπίδη στο γνωστό έργο του, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έμμεση παραδοχή ότι το κατεξοχήν αρχετυπικό σύμβολο του έρωτα δεν μπορεί να διαθέτει το σώμα της όπως βούλεται. Δύναται να είναι φαντασιακά διαθέσιμη μεν, πραγματικά όμως όχι, υποταγμένη στις κοινωνικές νόρμες.
Η ερωτική ελευθερία, λοιπόν, διαχρονικά θεωρείται ως χαρακτηριστικό των ανδρών αλλά και… των δαιμονοποιημένων γυναικών. Γυναικών που – ούτως ή άλλως- είναι ένοχες ήδη από την εποχή της Εύας, κουβαλούν το συνακόλουθο άγος και εύλογα «αξίζουν» την όποια κακοποίηση για τις συμφορές που επιφέρει η ομορφιά τους αλλά και η προσωπικότητά τους. Γι’ αυτό και στο κείμενο του Χατζημωυσιάδη η Ελένη πληθύνεται, αποκτά κι άλλα ονόματα (σελ. 37). Γίνεται Υπατία, Μαρία Μαγδαληνή, Καρολάιν, Ελένη Τοπαλούδη κ.ά. Αλλά και ο αφηγητής, όπως στη συνομιλία του Αντιφωνητή με τη Μαρία Νεφέλη στο έργο του Ελύτη, ομολογεί τις δικές του ενοχές για τη βία που της άσκησε ανά τους αιώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι η σύνθεση κλείνει με την αναφορά στην Εύα.
«Σε λένε Εύα»: Δεν επέλεξε ποτέ την ταυτότητά της. Την είπαν. Της είπαν. Είπαν γι΄αυτήν….
Καταληκτικά, η ποιητική σύνθεση «Γυναικών τε» , ένα υβριδικό κράμα πεζού και ποιητικού λόγου, ένα κράμα αφαιρετικότητας, πύκνωσης , υπαινιγνών αλλά και υπόκωφων λυγμών, αμηχανίας και τόλμης, κυκλοφορεί σε μια εποχή αύξησης των γυναικοκτονιών, της τοξικής αρρενωπότητας, των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας, αυξημένων επιθέσεων σε θηλυκότητες (συνεχείς οι περιπτώσεις λεκτικών και όχι μόνο επιθέσεων λόγω ομοφοβίας και τρανσφοβίας), δηλαδή σε μια εποχή που δεν μπορεί παρά να απαιτεί όχι μόνο την εγρήγορσή μας αλλά και την παρέμβασή μας, με όποιον τρόπο μπορεί καθεμιά και καθείς μας. Αυτό που κάνει, δηλαδή, και ο Χατζημωυσιάδης, με τον δικό του τρόπο, με τον λογοτεχνικό, με τη δική του ματιά. Η ματιά του είναι εκείνη ενός άνδρα που στέκεται στοχαστικά αλλά και αλληλέγγυα προς τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της γυναικείας καταπίεσης, ομολογώντας τις υφέρπουσες ενοχές αλλά και την αμηχανία του για τον έμφυλο ρόλο που και σε αυτόν έχει επιβληθεί. Κουβαλά κι εκείνος, ως Αδάμ, την πανάρχαια ενοχή, όπως την κουβαλάμε και όλες μας. Για εκείνο το μήλο, για εκείνον τον πόθο, για την έμμηνο ρύση μας, για την τιμωρία μας που γεννηθήκαμε γυναίκες… Είναι όμως και η ματιά ενός καλλιτέχνη που επιλέγει τη δημόσια παρέμβαση και όχι τη σιωπή, με τρόπο δυναμικό. Κι αυτό είναι κάτι πέρα από τις συντεταγμένες το φύλου, είναι κάτι βαθύτατα ανθρώπινο και γενναίο.
Ελένη Πατσιατζή