Μια Μήδεια ίδια αλλά και διαφορετική. Μια Μήδεια που βγαίνει από την ακινησία του Μύθου και πάλλεται παρούσα και ως γυναίκα και ως μύθος -ένα και το αυτό- μέσα στις σελίδες του πρόσφατου μυθιστορήματος «Σαν Μήδεια» του Μάνου Κοντολέων. Ο δυϊσμός της φύσης της, δηλαδή μια γυναίκα ελκτική και συνάμα απωθητική, με το διάβα των καιρών αλλάζει οπτικές όπως οπτικές αλλάζουν και οι ίδιοι οι καιροί.
Από την τραγική περσόνα-παιδοκτόνο- του Ευριπίδη, μέχρι την Μήδεια του Οβίδιου, όπου ο ποιητής τολμά να αφηγηθεί στιγμές από τον βίο της Μήδειας στην Κολχίδα, αλλά και λεπτομέρειες του ταξιδιού της στην Ελλάδα, και από την παμφάρμακη του Πινδάρου μέχρι την επιτομή της ματαιοδοξίας από τον Ανούιγ, ανοίγονται νέα κεφάλαια με την Μήδεια πάντα αλλιώτικη και με διαφορετικές εκδοχές ανάλογα με την πρόσληψη και τον αποσυμβολισμό ή την ανάγνωση του εκάστοτε δημιουργού που καταπιάνεται με αυτή τη γυναίκα θεριό, μάγισσα και ιέρεια, χειραφετημένη γυναίκα- που αντιτάσσεται στη νόρμα της απόλυτης πατριαρχικής εξουσίας- σύζυγο, ερωμένη και συνάμα απατημένη. Μήδεια, Medea..
Η αφήγηση αρχίζει με την συνάντηση Μήδειας- Κίρκης, και αμέσως τίθεται ένα ζήτημα το οποίο θεωρώ κομβικό. Άλλο άντρας και άλλο αρσενικό, άλλο γυναίκα και άλλο θηλυκό. Λέει μάλιστα κάπου: «Αν και ταραγμένο θηλυκό η ίδια αγνοούσε την πτώση και αντιδρούσε ως γυναίκα». Τίθεται έτσι εξ αρχής το έμφυλο της υπόθεσης, το οποίο επανέρχεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ιστόρησης. Σε ένα σημείο μας λέει πως δεν λογιάζει τον εαυτό της ως γυναίκα αλλά ως διαχρονικό θήλυ.
Η Μήδεια στο βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στην μητρική αγάπη και έναν φόνο ψυχωτικό. Ο φόνος, όπως και η ίδια η Μήδεια, έχει επεκτάσεις συμβολικές, ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές. Διότι η δολοφονία των παιδιών γίνεται προς τιμωρία του άντρα, και εκφράζει την οργή της. Όμως για να επικρατήσει μέχρι και σήμερα ως σύνδρομο της Μήδειας, εκφράζει και την οργή πλήθος γυναικών προς τους συντρόφους τους. Σε τούτη τη Μήδεια του Μάνου Κοντολέων συναντάμε χαρακτηριστικά ψυχανάλυσης καθώς και την εσωτερική πάλη της Μήδειας πάνω στη σύγκρουση θυμού και επιθυμίας. Η θέση της είναι δεινή απέναντι στην κυριαρχία των ανδρών- αν και πνευματικά ισάξια με αυτούς- και πέφτει θύμα της προδοσίας.
«Τα σύμβολα άλλοτε κατευνάζουν και άλλοτε παραπλανούν» -αναφέρεται κάπου μέσα στο έργο. Η Μήδεια δεν εμπιστεύεται συμβολισμούς. Αντίθετα κρατά στενούς δεσμούς απευθείας με τις ιδέες των συμβόλων. Με βάση αυτά αν και ζει στο τότε καθίσταται ολότελα τωρινή, σε μια εποχή πλήρους αποσυμβολισμού.
«Η πεταλούδα ολοκλήρωσε ήδη τον κύκλο της ζωής της και το ανάλαφρο σώμα της μετατράπηκε σε αιωρούμενη λάμψη, σε δυσάρεστη οσμή καμένης σάρκας. Ανατρίχιασε η Μήδεια και ο όφις την κοιτούσε απλώς με βλέμμα απλανές».
Η Μήδεια στο βιβλίο είναι ένα σύμβολο καθολικό μέσα στα πλαίσια της μάχης των δυο φύλων. Η οργή της δεν είναι αποτέλεσμα μιας ψυχωτικής κατάστασης ή και ψυχασθένειας. Δεν μοιάζει καν παθολογικό. Η γυναίκα, ιέρεια και μάγισσα συνάμα, έχει στην ουσία τσαλαπατηθεί με τρόπο άδικο. Ο Ιάσονας αμετανόητος και υπερόπτης, καταπατά κάθε όρκο του και την προδίδει. Για την Μήδεια ο όρκος είναι χρέος. «Χρέος σημαίνει όρκος- μονολογεί. Σχεδόν ψιθυρίζει. Ο Ιάσονας ακουμπά πάνω στην κοιλιά της την δεξιά παλάμη του. ‘Ορκίζομαι…’ Το ίδιο ψιθυριστά δηλώνει. Και τότε εκείνη αποφάσισε. Αποφασίζω. Το μέλλον σου δικό μέλλον. Πάντως- υπόσχεται»
Επιπλέον στερήθηκε από όλους τους άντρες γύρω της την δικαιοσύνη και βρέθηκε να σέρνεται μόνη σε μια γη αφιλόξενη, στην Κόρινθο του δυνάστη Κρέοντα, ο οποίος επισκέπτεται την Μήδεια στο ναό για να την διατάξει να φύγει από την επικράτειά του. Ο Κρέων αν και βασιλιάς πλούσιας πόλης, δείχνει ασήμαντος άντρας μπροστά στο κύρος ενός πλάσματος που έχει υπηρετήσει και ταχθεί στη θηλυκή θεότητα Με τη στάση του διαπομπεύει την έπαρση της εξουσίας. Δείχνει τον φόβο κάθε δυνατού μπροστά σε κάτι δυνατότερο το οποίο με την εξουσία προσπαθεί να καθυποτάξει. Η Μήδεια αρνείται να συνθηκολογήσει, η ακρότητα του εγκλήματος στο οποίο καταλήγει αποσκοπεί στην αποκατάσταση της συμπαντικής τάξης. Η Μήδεια στερήθηκε από τους άνδρες το έλεος και τη δικαιοσύνη. Ως γυναίκα είναι αναγκασμένη, και έτσι αναμένεται από όλους, να μην φέρει αντίρρηση και ας την αδικούνε. Είναι απελπιστικά μόνη και προδομένη, βρίσκεται ξένη σε ένα αφιλόξενο τόπο. Διεκδικεί την επιμέλεια των παιδιών της.
«’Τα τέκνα μου…’ σπαράζει η Μήδεια. ‘Θα μείνουν με τον πατέρας τους στην αυλή μου’ αποφασίζει ο Κρέοντας». Και παρακάτω. «Τα αγόρια ανήκουν στον πατέρα».
Κλείνοντας δεν γίνεται να παραβλέψω το γλωσσικό εργαλείο το οποίο δίδει ευρυθμία και καλλιέπεια στο μυθιστόρημα. Το ρήμα μπαίνει συχνά στο τέλος και αυτό δίνει μια πρωτοτυπία στη γραφή. Επίσης βλέπουμε λέξεις αμιγώς αρχαίζουσες να κεντούν τον καμβά μιας σημερινής γλώσσας. Ανήρ, θήλυ, άρτος… Λέξεις- έννοιες που προσθέτουν βαρύτητα και σε ένα κείμενο δυνατό.
Ελένη Πριοβόλου, Συγγραφέας.