Καλησπέρα σας
Είναι μεγάλη χαρά για μένα να βρίσκομαι σήμερα ανάμεσα στα εκλεκτά μέλη της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, και ακόμη μεγαλύτερη χαρά, η συνάντηση αυτή να λαμβάνει χώρα με αφορμή την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της κ. Ευαγγελίας Δαμουλή, της Αγαπητής μου φίλης, της Λίτσας, με την οποία με συνδέει μια μακρά γνωριμία και φιλία, που κρατάει εδώ και (22) χρόνια, και ανάγεται στην εποχή της εκπόνησης της Διδακτορικής μου διατριβής πάνω στην Λογοτεχνία, με επόπτη Καθηγητή τον σύζυγο της Λίτσας Δαμουλή, τον Καθηγητή Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κέρκυρας, τον Αγαπητό κ. Δημήτρη Φίλια.
Από τότε μέχρι σήμερα, δεν έπαψα ποτέ να μοιράζομαι και με τους δύο τις λογοτεχνικές μου ανησυχίες και τα όποια έργα μου, κι αυτό δείχνει ότι η γνωριμία και η συνεργασία μας εξελίχθηκαν σε μια βαθιά φιλία, με απότοκο πνευματικούς καρπούς και πολύτιμες εμπειρίες.
Μια τέτοια πολύτιμη εμπειρία ήταν και η επαφή μου με το πόνημα της Λίτσας, την ποιητική της συλλογή, με τον τίτλο: «Σταλακτίτες φωτο-γραφής», όπου μετείχα, ως συνταξιδιώτισσα της ποιήτριάς μας , σ’ ένα απρόσμενο «ταξίδι» εικόνων, ενθυμήσεων του ασυνειδήτου, στιγμών από ιστορικά γεγονότα, βιωματικών ενσταλάξεων και αποτυπωμάτων τόπων και ανθρώπων, που άφησαν το τραγικό χνάρι τους και έγραψαν την καθημερινή τους ιστορία. Πρώτα εικόνες, και μετά λόγος λιτός κι απέριττος, οι δύο αποσκευές αυτού του ταξιδιού, σ’ ένα ελεγχόμενο ποιητικό χάος που μας εμπεριέχει όλους, και πρωτεργάτη να κινεί τα νήματα της Χάριτος και της Σοφίας, ο Θεός, που τόσο πολύ διαπνέει την σκέψη και την καρδιά της ποιήτριάς μας.
Θα προσπαθήσω να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μου και συναισθήματα που μου γεννήθηκαν από την ανάγνωση των (39) ποιημάτων που απαρτίζουν το εν λόγω πόνημα.
Το πρώτο ποίημα φέρει τον τίτλο: «Ανοχύρωτη πόλη», το δεύτερο: «Η ταυτότητα», και το τελευταίο: «Σταλακτίτες». Ακρογωνιαίοι λίθοι μιας ποίησης που περιχαρακώνεται ανάμεσα στο αποτύπωμα μιας ζωής, που ταυτοποιείται ανοχύρωτα, μέσα από τα στάδια της νιότης, και φτάνοντας ως το γήρας, και μ’ ενδιάμεσους σταθμούς τη θάλασσα, τα βουνά, τους δρόμους, τους πολέμους, τις άγνωστες πολιτείες, τα ροδαλά όνειρα, τα όπλα της άμυνας, και τα υψωμένα, πάντα, χέρια στον ουρανό. Και, από την άλλη μεριά, οι «Σταλακτίτες», με την υγρή διαφάνειά τους να προκαλούν διάθλαση φωτός, μυρίων χρωμάτων πυροτεχνήματα, που απειλούν την μνήμη και το παρόν μας, φέρνοντάς μας στο άδυτο μιας σπηλιάς, που είναι η ψυχή του καθενός μας.
΄΄Έσκυψα και μπήκα΄΄, λέει η ποιήτριά μας
Σκοτεινά.
Ξαφνικά, πολύχρωμα φώτα παντού΄΄
Να, λοιπόν, πώς φωτίζεται το ασυνείδητο και η ταυτότητα του Ανθρώπου από τους Σταλακτίτες της μνήμης και της Αλήθειας, η οποία είναι πανταχού παρούσα στη ζωή μας..
΄΄Προς την ανοχύρωτη πόλη
Η λιτανεία άρχισε.
Μια νέα αρχή υπόσχεται η Παλλάδα,
Ανάμεσα σε παρήγορα πεύκα,
Ακακίες και πρασινάδες,
Χωρίς πλοίων λαμαρίνες και σειρήνες΄΄
Και ποιος δεν θέλει μια νέα αρχή στην ζωή του, ως Ανοχύρωτη πόλη, κατά την ποιήτρια; Ποιος δεν θέλει, όταν η πόλη γίνει θρύψαλα, μαζί και το όνειρο, το κενοτάφιο της Ανάστασης να είναι μεγάλο;
Κι έτσι από την ΄΄Ανοχύρωτη πόλη΄΄ και την ΄΄Ταυτότητα΄΄, ο Άνθρωπος βαδίζει στο «Ψωμί» (δανείζομαι τους τίτλους των επόμενων ποιημάτων της ποιητικής συλλογής), στις «Στολές της Αποκριάς» , κι ως ένας άλλος «Αγνοούμενος», έχει ΄΄σφηνωμένο στη χαρουπιά μαχαίρι», προσπαθώντας με τα χαρούπια να κορέσει την πείνα του, ενώ μάρτυρας στην προσπάθεια αυτή του Ανθρώπου, διαχρονικά: ΄΄Ο ουρανός και η γαλάζια θάλασσα!΄΄, μας λέει και πάλι η ποιήτρια.
Διαβάζω αποσπάσματα από τα ποιήματα, «Το ψωμί», «Οι στολές της Αποκριάς», ο «Αγνοούμενος», της «Χαρουπιάς αφήγηση»:
΄΄Μια λέξη ήξερε:
Ψωμί, ψωμί!
Μάνα δεν είχε.
Άπλωσε το χέρι, ζήλεψε το ψωμί.
Μια μπότα τού σημάδεψε το πρόσωπο,
Κλωτσώντας την ψυχή του΄΄
Πάντα, ο Άνθρωπος, ανάμεσα στην διελκυστίνδα της Αναγκαιότητας για την επιβίωση, για το ψωμί, και τη δυνατότητα της ψυχής, από την άλλη μεριά, στον αντίποδα, που αγωνίζεται να πετάξει και να υπερβεί πάνω από τα γήινα, αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα.
Κι ενώ:
΄΄Τρύπες στους τοίχους, στις καμπάνες,
Στα παντελόνια των στολών
[..]
Αρχίζει:
΄΄(Ο) Αποκριάτικος χορός μεταμφιεσμένων στο Οχυρό.
Ο Πάντυ και ο Τζον ντυμένοι Ερωτόκριτοι,
Ο Χαάνε χόρευε χάκα με τον Σάντυ,
Ο Γρηγόρης κι ο Κυριάκος, την Ακανθιώτισσα,
Ο Γιάννης, μπαρμπέρης του Οχυρού,
Ο Σκωτσέζος, Λιλή Μαρλέν,
Ο Μανώλης κέρναγε ρακί΄΄
Κι όλα αυτά: ΄΄με φόντο μια θάλασσα από σταυρούς΄΄, μας λέει η ποιήτριά μας. Έτσι, ΄΄Αγνοούμενος΄΄ ο Άνθρωπος, βαδίζει, μέρα και νύχτα:
΄΄(σε) Ακυβέρνητες πολιτείες.
Δίχτυα για λιόδεντρα ή παγίδες ανθρώπων; (Αναρωτιέται η ποιήτρια)
- Τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι! (φωνάζει ένας αόρατος εχθρός)
Κι ό,τι απομένει τελικά είναι:
΄΄Ένας σκισμένος χάρτης: CRETA
20 Μαΐου 1941΄΄ (λέει και πάλι η ποιήτρια)
Δεν απογοητεύεται, όμως, η ποιήτρια, γιατί ο αγώνας του Ανθρώπου συνεχίζεται, παρά τα εμπόδια της επιβίωσης. Έτσι, στο «Χαρουπιάς αφήγηση», διαβάζουμε:
΄΄Σιδερένια τα φτερά του Ερμή.
Στην Ολυμπία
Βιαστικός, με ασέβεια,
Το κηρύκειο έμπηξε!
Για Κνωσό πέταξε.
Δεν ήταν πια ο Μίνωας στο θρόνο του.
Για Ζάκρο και Μάλια τράβηξε.
Τον δίσκο της Φαιστού,
Στον Πάτρικ δώρισε,
Εμφατικό παράσημο ανδρείας!΄΄
Ανδρείος, λοιπόν, ο Άνθρωπος παίρνει το παράσημό του, τον Λόγο, (τον θεϊκό-ποιητικό λόγο) εν τέλει, απ’ τους Θεούς.. Και το τρελό «Καρναβάλι» συνεχίζεται. Διαβάζω ένα απόσπασμα από το ομώνυμο ποίημα:
΄΄Ερχόντουσαν πάντα από τον Πύργο..
Στα Λεχαινά ανέβηκε ο Ντίνος,
Ο αδελφός του Αντρέα,
Κρατώντας την Λυγερή από το χέρι.
Όλοι ντυμένοι ποιητές
Έτοιμοι για το καρναβάλι΄΄
Μέσα, σ’ αυτό το πολύχρωμο καρναβάλι της ζωής, ο Άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να είναι ΄΄ντυμένος ποιητής΄΄, όπως μας λέει εμφατικά η δική μας ποιήτρια, Λίτσα Δαμουλή, και να κρατάει τη ΄΄λυγερή΄΄ από το χέρι.
Ούσα αναγκασμένη εκ του χρόνου να προσπεράσω κάποια ποιήματα της ποιητικής συλλογής, αυτό που θα ήθελα, ωστόσο, να καταθέσω είναι ότι τα περισσότερα ποιήματα μετέρχονται μιας αθωότητας και μιας λανθάνουσας παιδικότητας, που ανασύρεται στη μνήμη της ποιήτριας, όπως το Αρχέτυπο, και εναργέστατα φαίνεται αυτό στην τρίτη στροφή του ποιήματος: «Της Καθολικής τ’ απογεύματα».
Διαβάζω και πάλι:
΄΄Κεντώντας κουβέντες με τις γειτόνισσες,
Η Τιτή, η Μιμίκα, η Σία, η Βάσω, η Ευγενία.
Από δίπλα, η Γιώτα, η Φανή.
Απέναντι η Μαρία, η Δήμητρα.
Την αθωότητά τους σε μια φέτα ψωμί με ζάχαρη,
Έβρεχαν τα παιδάκια΄΄
Και τι άλλο από ένα ΄΄παιδάκι αθώο΄΄, θα μπορούσε να είναι η ανθρώπινη ψυχή, που τρέχει, αγωνίζεται, πολεμάει, παρασημοφορείται, αναπαράγεται, επιβιώνει, αντρειεύει, μασκαρεύεται, ονειρεύεται, ποιεί.. μέχρι να έρθει η νύχτα με:
΄΄Μπόλικα κουνούπια,
Όνειρα τη νύχτα.
Της πόρτας με το ζεμπερέκι, το κλείσιμο.
Στα χρόνια τα παλιά της αθωότητας..΄΄
Έτσι κλείνει αυτός ο «κύκλος» για την ποιήτρια, με τους ΄΄φωτο-σταλακτίτες΄΄, που αποτελεί μια υπέροχη και τραγική συμπερίληψη πανδαισίας χρωμάτων και αρωμάτων, για να μείνει ΄΄έρημος ο Σταθμός΄΄.. Στο ποίημα: «Στον Σταθμό», φαίνεται εναργέστατα αυτό το τέλος της νιότης, της άνοιξης, της ζέσης, του πάθους, της παιδικής αθωότητας, καθώς ήρθε, πλέον, ο χειμώνας.. Διαβάζω και πάλι κάποιους στίχους:
΄΄Κάτω απ’ το νερό,
Χάνονται οι ράγες το χειμώνα.
Πλημμύρισε το ποτάμι.
Μανιασμένα φυσάνε οι λεύκες.
Μεγάλωσαν τα παιδιά,
Έφυγαν μακριά.
Στα κλαδιά φωλεύουν τα πουλιά.
Έρημος ο Σταθμός.
Τρένα δεν περνάνε πια.
Χορτάριασαν οι ράγες.
Την ώρα μάταια το ρολόι δείχνει.
Κανείς δεν περιμένει, κανείς δεν θα ‘ρθει!.
Ο σταθμάρχης δεν μένει πια εκεί.
Το τρένο δεν θα περάσει.
Τα ταξίδια ματαιώθηκαν..
Ματαίωση, λοιπόν. Ματαίωση ονείρων, προσδοκιών, νιότης, που έρχεται γοργά και φεύγει. Θάνατοι αγαπημένων και οικείων προσώπων που κάνουν να φαντάζειι ότι, πλέον, δεν υπάρχουν άλλα ταξίδια, και ο σταθμός είναι καταδικασμένος στην ερήμωση και την εγκατάλειψη, όπως η νιότη εγκαταλείπει τον άνθρωπο, και ο θάνατος απειλεί την ύπαρξή του.
Όμως, η Αγαπητή ποιήτριά μας δεν απογοητεύεται, γιατί, για άλλη μια φορά, έρχεται να μας πει με τον λόγο της, ενσταλάζοντας παρηγοριά μεσ’ τις ψυχές μας, ότι τα ΄΄ίχνη των πελμάτων δεν χάνονται΄΄..
Διαβάζω:
΄΄Σε περιβόλι με λεμονιές και πορτοκαλιές μπήκα.
Στων πελμάτων σου τα ίχνη περπάτησα.
Σε αναζήτησα..
Καμμιά απάντηση.
Βουητό μέλισσας στις τριανταφυλλιές.
Ο σκύλος με τις κότες μάλωνε,
Τρομάζοντας τα κουνέλια.
Καταμεσήμερο.
Βαριά στις ψυχές του κάμπου, η ζέστη!
Στο χώμα απαλά σ’ ακουμπήσανε.
Σκέπη το βράδυ τ’ αστέρια θα ‘χεις!
Με τη βροχή θα ξεδιψάς.
Τα μαντίλια κουνήσανε.
Το ταξίδι ξεκίνησε..
Ποιους αντάμωσες;
Τι εξιστορείς μαζί τους;΄΄
Άρα, το ταξίδι της ζωής δεν τελειώνει, για την ποιήτριά μας, γιατί, πολύ απλά, είναι αιώνιο! Τι πιο αισιόδοξο και χαρμόσυνο μήνυμα, απ’ αυτό που κομίζει η Ποίηση!
Μόλις ο σταθμός της επίγειας πραγματικότητας ερημώνει, η ψυχή απελευθερωμένη, θα εγγράψει το βαθύ διάφανο αποτύπωμά της σ’ ένα ατέρμονο ταξίδι, που μόλις ξεκίνησε!
΄΄Άρωμα γέμισε το σπίτι,
Απόστασα, κάθισα και σε θυμήθηκα.΄΄
Και, μ’ αυτούς τους στίχους, θα ήθελα να κλείσω, για να μην μονοπωλώ άλλο τον χρόνο.
Για την ποιήτρια, Λίτσα Δαμουλή, όλοι είμαστε ήρωες μιας Μάχης, που λέγεται ΖΩΗ. Κι όπως γράφει και ο Νίκος Καζαντζάκης, στην «Ασκητική» του: «Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα!΄΄
Αγαπητή φίλη, Λίτσα Δαμουλή, Εύχομαι, για πολλά ακόμη έτη, να είσαι το ψωμί, η φωτιά και το πνεύμα μας!
Καλοτάξιδο το έργο σου!
Βιβλιοκριτική της Ελένης Σεμερτζίδου, Δρ. Λογοτεχνίας Ιονίου Παν/μίου, Συγγραφέως, Υπεύθυνης της Ιατρικής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, κατά την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Σταλακτίτες φωτο-γραφής της Ευαγ. Ι. Δαμουλή, στην Εταιρεία Λογοτεχνών Βόρειας Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη στις 29 Μαίου 2024,