Εγώ, η γυναίκα, ρόδο που αναπνέει
στου Βασιλιά τον κήπο είμαι το θαύμα.
Δεν είναι πουθενά πιο όμορφο πράγμα,
και ούτε άστρο σοφό μυστικό λέει
πιο βαθύ απ’ αυτό – τ’ άρωμά μου εμπνέει
τους ποιητές στης άνοιξης το χάρμα
να τραγουδούν του έρωτα το τραύμα,
του πνεύματος με λυρισμό που κλαίει.
Το πέπλο μου ένα μυστήριο κρύβει
αιώνες άπειρους, κι η ανάσα υφαίνει
του Αφέντη – Εραστή τον βίο γεμίζει.
Το ρούχο το θνητό μου που παλιώνει
τον αργαλειό του χρόνου ξανανιώνει·
κι όταν πεθαίνω – το σύμπαν πεθαίνει.