ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ
Δεν το θυμάσαι το φυλάκιο του τελώνη,
ψηλά στην κόψη της ακτής, πάνω απ’ τους βράχους:
έρμο από κείνη τη βραδιά σε περιμένει
που το κατοίκησε των στοχασμών σου η δίνη,
που ακόμη ζουν εκεί χωρίς γαλήνη.
Τους τοίχους τους παλιούς τρώει χρόνια ο λίβας,
μέσα τους πια τα γέλια σου δεν αντηχούν:
απ’ το στροβίλισμα τρελάθηκε η πυξίδα
και οι ζαριές οι τότε δεν θα ξαναρθούν.
Δεν το θυμάσαι· άλλη εποχή την τριβελίζει
τη μνήμη σου· και ξετυλίγει νέα κλωστή.
Κρατώ μιαν άκρη ακόμη· αλλά μακραίνει,
στη στέγη, στ’ ανεμούριο σκαρφαλώνει,
ανήλεη σαν τον καπνό ελαφραίνει.
Κρατώ μιαν άκρη· συ όμως μένεις μόνη,
στα σκοτεινά η μορφή σου πια δεν ανασαίνει.
Ω του ορίζοντα η φευγαλέα γραμμή
με των δεξαμενόπλοιων τα σπάνια φώτα!
Αυτό είν’ το πέρασμα; (Τα κύματα χτυπούν με ορμή
πάνω απ’ το βάραθρο το σκοτεινό που χαίνει…)
Δεν τη θυμάσαι τη βραδιά μου εκείνη εκεί.
Κι εγώ δεν ξέρω τι έφυγε και τι απομένει.