Α-σχολ(ε)ία γυναικών
Το διάλειμμα αργεί. Πάντα αργεί. Μάλλον έτσι είναι φτιαγμένο: αργεί να έρθει και σπαταλιέται πολύ γρήγορα. Μάλλον ο σκοπός του είναι να μας μάθει τη σχετικότητα του χρόνου. Και ο σκοπός του μαθήματος με τη βαρετή, την αχώνευτη, είναι να μας μάθει αχρείαστα πράγματα. Να μας πει πώς θα φτιάχνουμε τα σουτζουκάκια. Πώς να στρώνουμε ένα τραπέζι με δεκαοκτώ σερβίτσια. Πώς να ράβουμε ένα κουμπί, πώς να έχουμε το σπίτι λαμπίκο, κι ας είναι το μέσα μας αχταρμάς, δεν έχει σημασία.
Σκοπός της αχώνευτης να μας κάνει training, πώς θα είμαστε καλές οικοκυρές. Λες και υπάρχει έστω και ένα κορίτσι εδώ μέσα, στα δεκαέξι της, που τη νοιάζει κάτι πέρα από τα αγόρια που περνάνε έξω από το παράθυρο. Training, πώς να τιθασεύουμε αυτό τον άγριο κάπρο που λέγεται λίμπιντο, γιατί πρέπει να επιθυμούμε μόνο τον σύζυγο. Πως πρέπει να τον αφήνουμε να κάνει παιχνίδι, γιατί η γυναίκα είναι υπό. Το λέει και η λέξη: συν και ζυγός. «Κι αν καμιά φορά σηκώσει και χέρι, ε, άνθρωπος είναι κι αυτός, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Μα να χαλάσεις τον γάμο σου για μια μπάτσα; Κρίμα δεν είναι; Κατάπιε το κι αυτό… Και η γιαγιά σου έτσι δεν έκανε; Και η μαμά σου, τι σου είπε;»
Η γιαγιά… Άλλο κεφάλαιο. Μυστικά. Η γιαγιά είχε μυστικά. Τα έκρυβε όλα κάτω από το χαλάκι, και το χαλάκι έμοιαζε τελικά με λόφο, αν σκόνταφτε κανείς πάνω του, θα πεταγόταν μέχρι απέναντι. Γιατί όλοι το ήξεραν πως ο παππούς έφευγε κρυφά τα βράδια. Μόνο η γιαγιά έκανε πως δεν το ήξερε. Πως δεν άκουσε, δεν κατάλαβε.
Η μαμά… Η μαμά πέρασε όλη της τη ζωή, ή μάλλον σπατάλησε τη μισή της ζωή σ’ ένα πείραμα: πώς είναι να είσαι σε μια ξένη χώρα μόνη, μ’ έναν άντρα που τελικά άλλαξε γνώμη και δεν σε θέλει πια; Κι εσύ δεν έχεις τα… κότσια να πάρεις το παιδί σου και να φύγεις;
Κι εγώ; Τώρα που είναι η σειρά μου; Πώς θα είναι η ζωή μου μετά από δέκα χρόνια, άραγε; Δαγκώνω το μολύβι, κάνω πως παίρνω σημειώσεις. Και θυμάμαι την κουβέντα που κάναμε χθες βράδυ με τη μαμά. Τον μονόλογό της, δηλαδή. Πόσο της αρέσουν οι μονόλογοι την ώρα που σιδερώνει! «Πολύ θα ήθελα να πήγαινα σ’ ένα σχολείο γυναικών. Πραγματικό σχολείο. Να μας πουν τι γίνεται όταν όλοι από παντού μάς βλέπουν σαν το πόδι της αδερφής της σταχτοπούτας, που είναι νούμερο 41 και πρέπει να χωρέσει στο 38. Στο γυάλινο γοβάκι. Γίνεται; Σπρώξε από δω, στρίμωξε από κει… Με τίποτα. Ψευδοελευθερία. Κι εγώ θα ήθελα να κάνω εγγραφή σ’ ένα σχολείο γυναικών. Να μας πουν τι να κάνουμε όταν φωνάζουμε αλλά δεν βγαίνει άχνα, δεν ακούγεται τίποτα. Να μας μάθουν πώς να μιλάμε. Πώς να φεύγουμε όταν δεν μας αγαπάνε. Πώς να μαντεύουμε το κλουβί μας, γιατί τα χέρια που πάνε να μας κλείσουν εκεί, καμιά φορά χαϊδεύουν πολύ όμορφα».
Κοιτάω γύρω μου. Παράθυρο. Με γαλάζια παντζούρια. Ανοικτό παράθυρο, αυτό με κρατάει εδώ μέσα. Αν δεν υπήρχε το παράθυρο, δεν θα έμπαινα σ αυτή την τάξη. Μόλις μπω σ’ ένα δωμάτιο, κοιτάζω μία την πόρτα και μία το παράθυρο. Να μπορώ να φεύγω. Θα έρχομαι, δηλαδή, αλλά να μπορώ να φεύγω. Να ταξιδεύω, όταν βαριέμαι μες το δωμάτιο. Να βρίσκω παράθυρα ανοικτά και λύσεις για να παίρνω αέρα.
«Πάντα να βρίσκεις τη λύση», λέει η μαμά, που μεγάλωσε με μια μαμά που έβλεπε μόνο το πρόβλημα και το συγύριζε ψυχαναγκαστικά σχεδόν κάτω από το χαλάκι.
Τι άλλο λέει η μαμά στους μονολόγους της όταν σιδερώνει ή την ώρα που ποτίζει; Ή όταν μιλάει με τις φίλες της και νομίζει πως δεν ακούω; Μιλάει για τις γυναίκες που σήμερα είναι πάουερ, δυναμικές, μέσα σ’ όλα, νίκησαν. Νίκησαν; Έχουν και το σπίτι, έχουν και την καριέρα. Έχουν και μια κρυφή θλίψη για κάτι που ανεπαισθήτως τις χαλάει. Και δεν μπορούν να το εντοπίσουν, όλο και τους γλιστράει, αλλάζει σχήμα, χρώμα. Νίκησαν. Αλλά έχουν και τύψεις όταν αγοράζουν παπούτσια, μήπως θα έπρεπε να κάνουν οικονομία; Να έπαιρναν κάτι για το παιδί καλύτερα; Όταν ξαπλώσουν σ’ ένα κρεβάτι με έναν άντρα, ξέρουν να ζητάνε αυτό που θα φέρει το παραλήρημα; Ξέρουν να μιλάνε κάθε φορά που παίζει ένα: «-Τι έχεις; -Τίποτα. Αυτό το τίποτα, ένας ελέφαντας μες το δωμάτιο.
Σχολείο. Τις κοιτάζω, όλες όμορφες, κάθε μια ξεχωριστή, κι όμως ίδιες. Προτάσσουν τις μακριές πλεξούδες και τα μικρά τους στήθη στον κόσμο, σχεδόν με αυθάδεια και συστολή μαζί, κρατάνε φρέσκα λουλούδια κι έχουν κάτι από χαρά και θλίψη για τις μελλοντικές κατολισθήσεις. Το πρόσωπο της μιας μπαίνει μες το πρόσωπο της άλλης, τα χείλη της μιας προέκταση των χειλιών της άλλης, χέρια, μάτια και καρδιές και όνειρα μπερδεύονται, μιλάει η μια και μοιάζουν να μιλάνε όλες μαζί. Και το πρόβλημα δεν είναι όταν μιλάνε. Το πρόβλημα είναι όταν σωπαίνουν. Όταν δεν ξέρουν από πού να παραγγείλουν μια πανοπλία, για να μπορέσουν να την βγάλουν καθαρή σ’ έναν βάρβαρο κόσμο.
Αεράκι. Το κουδούνι χτυπάει για διάλειμμα. Η αχώνευτη φεύγει, βγάζω από την τσάντα το ηχείο, κοιταζόμαστε συνωμοτικά με τα κορίτσια, σκάνε γελάκια, μας σώζει για λίγο η Janis Joplin, το Pulp fiction… Ξεκουνιόμαστε επιτέλους, να ξεμουδιάσουμε, βάζω τη μουσική τέρμα. Έχουμε επισκέψεις στην τάξη: το κλουβάκι ανοίγει, η μαμά τροφός έχει φέρει ένα λουλούδι για το μικράκι της, τα κορίτσια τραγουδάνε δυνατά, χορεύουν έξαλλα, κι εγώ θα ήθελα εκτός από το ηχείο, να πάρω την κλεψύδρα του χρόνου και να την βάλω για λίγο στο πλάι, να μην κουνιέται ούτε κόκκος, στο pause, να κρατήσει το τραγούδι, τα γέλια, το αεράκι, το διάλειμμα λίγο ακόμα.
«Α-σχολ(ε)ία γυναικών», με αφορμή τον πιο πάνω πίνακα του ζωγράφου Βαρνάβα Βαρνάβα, Άτιτλο, από την ατομική του έκθεση: «Όμορφη πόλη» στη Γκαλερί Αποκάλυψη στη Λευκωσία. Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 11/10 στις 19:30. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 28/10.