Μουσικές καρέκλες στο Μέγαρο (σελ. 30)
(Στην αυλή του βασιλιά γίνεται χορός. Ο βασιλιάς ανακοινώνει πως λόγω καρναβαλιών δικαιούνται όλοι οι υπήκοοι να καθίσουν για λίγο στον θρόνο. Η καλύτερη αμφίεση θα βραβευθεί με πενταετή δωρεάν διαμονή στο παλάτι στα δωμάτια υπηρεσίας).
Μπήκαμε στα μεγάλα σαλόνια από την πόρτα υπηρεσίας.
Τρέξαμε γρήγορα γρήγορα να βγάλουμε την παρδαλή ποδιά από τη μέση
και να τυλιχτούμε μεταξωτά υφάσματα σε γήινους χρωματισμούς.
Οι παλάμες μας, όμως, είχαν ακόμα τη μυρωδιά κρεμμυδιού
και στα μαλλιά μας ανέμιζε ένα φτερό από το ξεπουπουλιασμένο πουλερικό,
που βρήκε τύχη τραγική στα χέρια μας το μεσημέρι στην κουζίνα.
Κάποια στιγμή μάς ζήτησαν σε χορό.
Τα φουντωτά μας φορέματα ένιωσαν μεγάλη τιμή και δεν αρνήθηκαν.
Οι μουσικοί στο βάθος της ορχήστρας περιέφεραν με ανοικτό στόμα το θαμπωμένο τους μάτι από τη χλιδή και το λούστρο των αιθουσών.
Το ανάκλιντρο. Το μαξιλάρι. Το κρύσταλλο.
Ο πιανίστας χάιδευε τα πλήκτρα του σκαλιστού επίπλου εκστασιασμένος.
Το μάτι του βιολιστή έπιασε στην άκρη
δυο γόβες ν’ ανεβαίνουν αναστατωμένες τα σκαλιά, να βγάζουν το δακτυλίδι από το δάκτυλο, να ξαπλώνουν στο δανεικό κρεβάτι και να περιμένουν τρεις φορές να κτυπήσει ελαφρώς η πόρτα.
Το κρυφό σύνθημα.
Αφήσαμε τις δανεικές κάμαρες κι επιστρέψαμε στα σαλόνια.
Μιλήσαμε για ποίηση και πεζό.
-Εγώ διάβασα τρεις φορές τον Οδυσσέα του Τζόυς. Την πρώτη φορά μάλιστα σε μια μέρα όλον από τον ενθουσιασμό.
– Κι εσύ κοιμόσουν με τους κλασικούς στο προσκεφάλι;
-Αυτός καταβροχθίζει Πόε σαν παστίλιες.
Θυμηθήκαμε το Παρίσι. Νοσταλγήσαμε το Λονδίνο. Υποσχεθήκαμε ν’ ανταμώσουμε στις Βρυξέλλες.
Ξεκαρδιστήκαμε με το ανέκδοτο ενός φίλου για τη ζωή του Αντρέ Μπρετόν. Σοβαρευτήκαμε όταν κάποιος ανέφερε το μεσανατολικό. Μελαγχολήσαμε στη σκέψη των προσφύγων.
Συζητήσαμε διεξοδικά πώς θα λύσουμε το κυπριακό. Χειροκροτήσαμε θερμά τον εκπρόσωπο. Ψιθυρίσαμε στο αυτί. Φιληθήκαμε σταυρωτά.
Ήρθε μια τελευταία είδηση κι ο συντάκτης έτρεξε να προλάβει το θέμα με τη νεαρή -πληθωρική- δημοσιογράφο.
(Κάποιος ξερνούσε έξω στο φρεσκοκουρεμένο γρασίδι)
Έτσι
στις αστείες αίθουσες
παίζαμε μουσικές καρέκλες γύρω από τον θρόνο.
Διάλεξα αυτό το ποίημα για αρχή, γιατί έχει μια θεατρικότητα, είναι γεμάτο εικόνες, μυρωδιές και ήχους. Αφηγείται μια ιστορία αλλά ταυτόχρονα είναι καθαρή καλοδουλεμένη ποίηση. Κάθε στίχος έχει δύναμη, μπορεί να σταθεί αυθύπαρκτος. Για παράδειγμα, «Μπήκαμε στα μεγάλα σαλόνια από την πόρτα υπηρεσίας». Μέσα σε έναν μόνο στίχο αποδίδεται το ποιοι είμαστε, τι σχέση έχουμε με τα μεγάλα σαλόνια, από πού προερχόμαστε. Χτίζει ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν. Το ποίημα αυτό, σε α’ πληθυντικό, συμπυκνώνει πολλά νοήματα: τη σχέση μας με την εξουσία, τους εαυτούς μας, την αλήθεια μας, το πόσο αντέχουμε όλο αυτό το παιχνίδι ματαιοδοξίας, τη στημένη ζωή, τους τίτλους, την προσποίηση. «Κάποιος ξερνούσε έξω στο φρεσκοκουρεμένο γρασίδι». Εντυπωσιακές οι εικόνες στο παλάτι (το ανάκλιντρο, οι γόβες, τα φουντωτά φορέματα, τα μετάξια, οι μουσικοί). Χρησιμοποιεί τον διάλογο για να αποδώσει με ζωντάνια τις άνευ περιεχομένου συζητήσεις, το περισπούδαστο ύφος, την κενότητα, τη χλιδή που κρύβει θλίψη. Θυμίζει έναν εύστοχο τίτλο του Πασκάλ Μπρύκνερ: Η Μιζέρια του πλούτου.
Η Κυριακή Στυλιανού, σ’ αυτή την πρώτη ποιητική της συλλογή («Τον Ιούλιο πιο προσεκτικά», Εκδόσεις Αλμύρα, Λάρνακα, 2024), μας δίνει μια ώριμη γραφή, που φαίνεται ότι έχει περάσει από τη βάσανο της σκέψης και των λέξεων. Είναι ξεκάθαρη η ανάγκη της να μιλήσει, να πάρει θέση απέναντι στον κόσμο, τα πράγματα, τους ανθρώπους, την κοινωνία. Επιπρόσθετα, είναι ξεκάθαρη η θέση της απέναντι στην ποίηση και τους ποιητές, θέση που διαποτίζει όλη την ποιητική συλλογή.
Οι ποιητές που αγαπώ (σελ. 20)
Οι ποιητές που αγαπώ
δεν φορούν ύφος υψηλό
δεν μιλούν για θάλασσες πεταλούδες λουλούδια
φρου φρου κι αρώματα.
Οι ποιητές που αγαπώ
φορούν παρδαλή αλητεία και χαμογελαστό πουκάμισο
Και προπάντων
Κάνουν λάθη γραμματικά και συντακτικά
Και προπάντων
Έχουν κλάψει έστω μια φορά σε ένα πάτωμα.
Η Στυλιανού δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με περίτεχνο ύφος, κι αυτό είναι που κερδίζει τον αναγνώστη. Αυτή είναι η δύναμή της. Μιλά απλά, αλλά οι λέξεις της είναι γυαλιστερό λεπίδι.
Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι τίτλοι της: Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της συλλογής: Τον Ιούλιο πιο προσεκτικά. Είναι ένας υπαινικτικός τίτλος, στο ομώνυμο ποίημα λέει: Τον Ιούλιο σκουπίζω την αυλή μου πιο προσεκτικά. Ο Ιούλιος είναι μήνας που μυρίζει Εισβολή, μνήμες που δεν διαγράφονται. Έχει πια καταγραφεί στο DNA των ανθρώπων της Κύπρου, δεν είναι ένας τυχαίος μήνας, έχει βαρύ φορτίο. Όλοι οι τίτλοι δίνουν το στίγμα του ποιήματος. Ξεχωρίζω μερικούς: Οι ιδέες μας, Εγώ τους ποιητές τους βαρέθηκα, Το παγκάκι στο νησί του φόβου, Αυτό το ωραίο και ασθενές φύλο, Παύλου και Αγίας Μάγδας, Η μάνα του Ιούδα, Ο κύκλος των χαμένων στιχουργών, Απαραίτητη η επίδειξη ταυτότητας.
Η ποίησή της έχει έντονη την πολιτική συνείδηση. Και τι εννοούμε με τον όρο πολιτική ποίηση; Ας προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε μέσα από την περίπτωση του αγαπημένου Μανώλη Αναγνωστάκη. «Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι ποίηση πολιτική. Δηλαδή είναι μια ποίηση που τα συστατικά της, θεματικά και συγκινησιακά, προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο της πολιτικής συνείδησης του ποιητή (κατά προτεραιότητα· αυτό, βέβαια, σημαίνει: όχι κατά αποκλειστικότητα)· κι ακόμα: όλα τα συστατικά αυτής της ποίησης και η σύμπλεξή τους ρυθμίζονται (λίγο ή πολύ ή απόλυτα) από τα δεδομένα αυτής της πολιτικής συνείδησης. Όσο για την πολιτική συνείδηση, αυτή σχηματίζεται και προσδιορίζεται από τα πολιτικά-κοινωνικά συμβάντα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και από το βαθμό συμμετοχής του ατόμου στα συμβάντα[1]».
Το εξώφυλλο, με έργο του Δώρου Κακουλλή, ταιριάζει σε απόλυτο βαθμό με το περιεχόμενο και το ύφος της ποίησης της Στυλιανού. Ο σύγχρονος «εσταυρωμένος», στο κεφάλι φοράει αγκάθινο στεφάνι. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος θλίβεται από τα κακώς κείμενα γύρω του: τη μοναξιά, την αδικία, το ψέμα απέναντι στον εαυτό μας. Την αναξιοκρατία, τον καθωσπρεπισμό, τις κοινωνικοπολιτικές αποφάσεις, την απογοήτευση για έναν κόσμο συχνά παράλογο, αντιφατικό, αφιλόξενο για τους ανθρώπους, που προκαλεί βαθιά ανασφάλεια χωρίς να δίνει ένα σωσίβιο σωτηρίας.
Θα σταθώ στην ανάγκη της για αλήθεια απέναντι στον εαυτό μας και στα θέλω μας, για ανάγκη να μην «προδώσουμε το γέλιο του παιδιού μέσα μας». Για ανάγκη για αταξία, όταν η τάξη κρύβει έναν καθωσπρεπισμό και στερείται ουσίας.
Αταξίες (σελ. 39)
Θυμάσαι που μας είπαν να κοιτάμε ευθεία;
Εγώ ήθελα απλώς να σε τσιμπήσω
και να γελάσουμε μέχρι δακρύων
Γιατί βαριόμουν πολύ τα παραμύθια του θρανίου
Δεν καταφέραμε να κάνουμε ποτέ αυτό που μας είπαν,
μα μέχρι πότε θα αλητεύουμε έξω από την τάξη;
Ένα τίποτα είναι να κοιτάξεις ευθεία
Ένα τίποτα είναι να μπεις στην τάξη
και να προδώσεις το γέλιο του παιδιού μέσα σου.
(Ένα τίποτα είναι να μάθεις να ξεδιαλέγεις το σκάνδαλο από τη σκανδαλιά και τη σκανδάλη)
Η ιδιότητά της σαν παιδαγωγού (είναι φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση) είναι ξεκάθαρη, χωρίς βέβαια τα ποιήματά της να έχουν ίχνος διδακτισμού. Φαίνεται όμως η αγάπη της για το σχολείο, το δέσιμο που έχει με τους μαθητές, το πώς θέλει όλοι να έχουν ίσες ευκαιρίες. Για παράδειγμα, «Το παγκάκι στο νησί του φόβου» (σελ. 27) μιλάει για τους μετανάστες και τον φόβο που ήταν διάσπαρτος την εποχή που ξεσπούσε ο κορονοιός. Στην αρχή φοβηθήκαμε τον Κινέζο και τον τιμωρήσαμε να καθίσει μονάχος στο παγκάκι…[…] Μετά φοβηθήκαμε τους πρόσφυγες και τα προσφυγόπουλα/ τους τιμωρήσαμε να κρυώνουν και να πεινούν και να πεθαίνουν….
Θα ήταν παράλειψη να μη σταθώ στον βαθύ πόνο και την ανησυχία της για το νησί της.
Το ξυπνητήρι. Κύπρος 2019 (σελ. 50)
Δεν ξέρω αν αποκοιμήθηκε η ιστορία ή εμείς
Ενδεχομένως δεν χτύπησε
Ενδεχομένως εμείς δεν το ακούσαμε
Ο χρόνος έρεε
Ο χρήστης κοιμόταν στο κρεβάτι του ιδιοκτήτη
περισσότερα χρόνια από τον ιδιοκτήτη
Δεν ξέρω αν αποκοιμήθηκε η ιστορία ή εμείς.
Είναι έκδηλη η αγωνία της ποιήτριας να πει κάποια πράγματα, να αφήσει το στίγμα της, να μιλήσει. Άλλα ποιήματα είναι σε ελεύθερο στίχο, άλλα σε ομοιοκαταληξία, όλα φανερώνουν την ανάγκη για να καταθέσει την προσωπική της φωνή. Αυτό φαίνεται έντονα και στη «μαυροφορεμένη αυλή», στο ποίημα που δίνει και τον τίτλο της συλλογής:
Τον Ιούλιο σκουπίζω την αυλή πιο προσεκτικά
το δέντρο του γείτονα -βλέπεις- δεν σέβεται την περίφραξη
τα φύλλα του πέφτουν σαν σταγόνες αίμα στο χώμα μου
Η γειτόνισσα κρατάει τη δική της σκούπα και καμώνεται πως δεν βλέπει τα ματωμένα μου χώματα
Συγγνώμη δεν είπε στα χρόνια που πέρασαν
Έκοψε ακόμα και την καλημέρα
Ο πατέρας είπε -ας ξεχάσουμε
Μπορώ να πω πως ψήλωσε πιο πολύ
μιλώ για το δέντρο της γειτόνισσας
Εκείνη στολίζεται τα απογεύματα χρυσά κοσμήματα
κι εκείνο φουντώνει πιο πολύ και απλώνεται καμαρωτό μες στην αυλή μου
Τον πρώτο Ιούλιο που η αυλή μαυροφόρησε
σκούπισα τα αίματα κι άφησα το λάστιχο ποτίσματος να τρέξει
νεαρή τότε νοικοκυρά δεν ήξερα να σκουπίζω προσεκτικά
κι έμειναν στάμπες αίμα πάνω στους τοίχους
ο πατέρας είπε -ας ξεχάσουμε
μα οι στάμπες αίμα στέγνωσαν πάνω στους τοίχους ανεξίτηλα
Τον Ιούλιο σκουπίζω την αυλή πιο προσεκτικά.
Στο ποίημα Των δημάρχων η συγκέντρωσις (σελ. 16) είναι ξεκάθαρες οι καβαφικές επιρροές και η καβαφική ειρωνεία τόσο στη γλώσσα, όσο και στο ύφος και περιεχόμενο (Αλεξανδρινοί βασιλείς, Περιμένοντας τους Βαρβάρους κ.ά.)
Στην αυλή του βασιλέως
των κατεχομένων συνεκεντρώθησαν οι δήμαρχοι
Πρώτος πρώτος αφίχθη αυτός της Αμμοχώστου Βασιλευούσης,
ακολούθως ο της Μόρφου ο εκλεχτός,
της Κυρηνείας, Λύσης και λοιποί και λοιποί
οι τιτλούχοι των κατεχόμενων δήμων
Συν γυναιξί και τέκνοις
Παρέδωσαν ψήφισμα στον βασιλέα
Αιτηθήκαν επισήμως την ελπίδα λύσεως
βιώσιμης και λειτουργικής
και δικαίας
Βεβαίως βεβαίως δικαίας
Ω τι κομψευόμενα κοστούμια
Ω τι μεταξωτές γραβάτες
Ω τι λαμπερά φορέματα γυναικών
Ω τι λαμπερά βλέμματα στην τηλεοπτική κάμερα!
Το ψήφισμα παρέλαβεν ο του τύπου εκπρόσωπος
και επιβεβαίωσε τη λήψιν του αιτήματος
λύσεως βιώσιμης και λειτουργικής
και δικαίας
Βεβαίως βεβαίως δικαίας.
Ω τι κομψευόμενα κοστούμια
Ω τι μεταξωτές γραβάτες
Ω τι λαμπερά φορέματα γυναικών
Ω τι λαμπερά βλέμματα στην τηλεοπτική κάμερα!
Την θερινήν εκείνη ημέρα
Στων δημάρχων την συγκέντρωσιν
(Το αγόρι κρατούσε σφιχτά τον παππού από το χέρι στην αυλή του βασιλιά κάπου στην άκρη άκρη. Ο παππούς σκούπισε τα μάτια, γύρισε στον εγγονό του και είπε :”Ώρα , αγόρι μου, να φεύγουμε από εδώ. Θα σε πάρω εγώ μια εκδρομή εκεί που γεννήθηκα…” )
Στην παρένθεση, όπως ακριβώς και στον αγαπημένο Κ.Π. Καβάφη, που λάτρευε τις παρενθέσεις (η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις, από το ποίημα Σατραπεία) κρύβεται όλο το νόημα. Το αγόρι και ο παππούς, μια εικόνα για ζωγραφιά. Ο παππούς σκουπίζει τα δάκρυα, έχει ανάγκη να αποχωρήσει από όλο αυτό το στημένο «παιχνίδι», το «θέατρο», τη συγκέντρωση, και να θυμηθεί, να βρει κάτι το αληθινό, κάτι που έζησε. Έχει την ανάγκη να δείξει στον εγγονό του τον τόπο του, αυτά που βίωσε, τα δέντρα που αγάπησε, τα σπίτια, τους δρόμους.
Κλείνοντας, διαλέγω το ποίημα Φιλολογική βίβλος (σελ. 18)
Πόσες λέξεις είπαμε
απλώς για να ακούσουμε τον εαυτό μας να μιλά.
Φωνήεντα χωρίς φωνή
Σύμφωνα χωρίς συμφωνητικό
Πόσες λέξεις είπαμε χωρίς νόημα
απλώς για να ακούσουμε τον εαυτό μας να συλλαβίζει
Κι όταν βάλαμε τις λέξεις μπροστά από έναν καθρέφτη
και αρχίσαμε να τις γδύνουμε
και κάναμε έρωτα με τη γύμνια τους
δεν είχαμε τι να πούμε.
Πόσες φορές απατήσαμε την ετυμολογία των λέξεων.
Χρειάζεται δρόμος για να γραφτεί το λεξικό της σιωπής.
Η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Τον Ιούλιο πιο προσεκτικά» θα γίνει στις 22 Μαρτίου, στο Πολυδύναμο Πολιτιστικό Κέντρο Πύργου Λεμεσού, στις 17:00.
Βιογραφικό σημείωμα Κυριακής Στυλιανού:
Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1983. Είναι πτυχιούχος Φιλολογίας με ειδίκευση Μεσαιωνικής και Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Νεοελληνική Φιλολογία του τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Διδάσκει σε δημόσια σχολεία της Κύπρου. Παρουσιάζει φιλολογικές κριτικές σε πολιτιστικές σελίδες και εκδηλώσεις. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες Κύπρου και Ελλάδας. “Τον Ιούλιο πιο προσεκτικά ” είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
Βιογραφικό σημείωμα Ευαγγελίας Χαραλάμπους:
Γεννήθηκε στην Πάφο. Σπουδές: Ελληνική φιλολογία, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (E.K.Π.Α), Θέατρο («Νέο Ελληνικό Θέατρο»). Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Διηγήματα και παραμύθια της διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Ελλάδα, Κύπρο). Διηγήματά της περιλήφθηκαν σε ανθολογίες: Ιστορίες για την Ελλάδα, Ο Άνθρωπος χωρίς προσωπείο, Ποιητική Ανθολογία για την Καρπασία. Δημοσιεύσεις: διηγήματα, παραμύθια και άρθρα στο Ηθική, σε λογοτεχνικά περιοδικά: 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr, Literature.gr, σε κυπριακές εφημερίδες/περιοδικά: Άνευ, Καθημερινή, Φιλελεύθερος, Νέα Εποχή, Limassol Today, Read Library κλπ. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Κατακαλόκαιρο» (Μωβ Σκίουρος, Αθήνα) ήταν στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2021. Το δοκίμιό της με τίτλο «Άνθρωποι και κουτιά» πήρε το βραβείο στον Πρώτο Διαγωνισμό Δοκιμίου του Συλλόγου Άρωμα Αγίας Νάπας (2024).